H καλλιτεχνική διευθύντρια του Christian Dior, Maria Grazia Chiuri, άνοιξε την πρόσφατη επίδειξη μόδας του διάσημου οίκου της παρουσιάζοντας ένα απλό λευκό φόρεμα που θύμιζε τα πέπλα της κλασικής Ελλάδας και είχε πάνω του σταμπαρισμένο τον τίτλο ενός από τα πιο σημαντικά και λιγότερα γνωστά ίσως έργα κοινωνιολογικής κριτικής: του βιβλίου "Are Clothes Modern? (Είναι τα ρούχα μας σύγχρονα;) του Αυστρο-αμερικανού Μπέρναρντ Ρουντόφσκι - και μάλιστα με τα τυπογραφικά στοιχεία της πρωτότυπης έκδοσης που κυκλοφόρησε το 1947.
Ο Ρουντόφσκι, ο οποίος πέθανε το 1988 σε ηλικία 83 ετών στη Νέα Υόρκη υπήρξε ένας πολυμαθής και εικονοκλάστης αρχιτέκτονας, συγγραφέας και σχεδιαστής που έγινε διάσημος κυρίως από το βιβλίο του «Αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονες» στο οποίο είχε επικεντρωθεί στη σπουδή αρχαίων μνημείων, νομαδικών οικισμών και άλλων εκπληκτικών δειγμάτων «πρωτόγονου» design.
«Θα έρθει όμως κάποτε εκείνη η γενιά που δεν θα έχει ανάγκη το ερέθισμα της γόβας της Σταχτοπούτας και θα δώσει τέλος στη βαρβαρική τελετουργία μύησης που αποτελεί το να βάζουμε τις γυναίκες να φοράνε ψηλά τακούνια».
Ήταν κι ο ίδιος σχεδιαστής εσωτερικών χώρων, μεταξύ πολλών άλλων δραστηριοτήτων του στα πεδία της αρχιτεκτονικής και του design, ενώ πέραν του βιβλίου του που κατέληξε φέτος να αποτελεί την κεντρική έμπνευση στην κολεξιόν του Dior, η επίδραση του στις σπουδές της μόδας και κατ' επέκταση στην κοινωνική θεωρία, οφείλεται και στην περίφημη διάλεξη που είχε δώσει κάποτε με τον τίτλο «Πώς μπορούν οι άνθρωποι να περιμένουν καλή αρχιτεκτονική όταν φοράνε τέτοια ρούχα;»
Σε πρόσφατη συνέντευξή της στον Guardian, η Chiuri είχε τονίσει τη μεγάλη επίδραση του "Are Clothes Modern?" στην κολεξιόν της, λέγοντας ότι όποιοι ασχολούνται με τη δημιουργία ρούχων οφείλουν να διαβάσουν το βιβλίο του Ρουντόφσκι και να έχουν πάντα στο μυαλό την επισήμανσή του ότι «η μόδα δεν έχει να κάνει μόνο με τη δημιουργικότητα αλλά με όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το βιβλιαράκι του Ρουντόφσκι (που είναι εξαντλημένο στα αγγλικά, υπάρχει όμως διαθέσιμο στο web site του Museum of Modern Art) δεν απευθύνεται μόνο σε δημιουργούς ή μελετητές της μόδας, αλλά σε οποιονδήποτε άνθρωπο έχει προβληματιστεί ποτέ με τα ρούχα και τους σύγχρονους κανόνες αμφίεσης, καλώντας τον/την αναρωτηθεί μήπως «τα ρούχα που φοράμε σήμερα είναι αναχρονιστικά, παράλογα και βλαβερά», πέρα από τις πολυάριθμες άσκοπες τσέπες, τα φερμουάρ και τα κουμπιά που είναι «για τον 'πολιτισμένο' ότι είναι οι γυάλινες χάντρες για τον 'απολίτιστο'», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ρουντόφσκι.
Έγραφε επίσης με γλαφυρό τρόπο για τον παραδοσιακό κορσέ παρότι βρισκόταν ήδη στα τελευταία του ως ένδυμα / αξεσουάρ όταν εκδόθηκε το βιβλίο:
«Ο κορσές αρχικά είχε χρησιμοποιηθεί ως μέσο αντιμετώπισης της υποτιθέμενης δυσπλασίας, αργότερα έγινε εστία ερωτικής έλξης, για να καταλήξει απαραίτητη προϋπόθεση ενδυματολογικής αξιοπρέπειας».
Η εμμονή του Ρουντόφσκι υπέρ ενός ορθολογιστικού design στο ντύσιμο τον είχε οδηγήσει στη δημιουργία – μαζί με τη σύζυγό του, Μπέρτα – της δικής του φίρμας παραγωγής υποδημάτων, τα περίφημα Bernardo Sandals, τα οποία υπήρξαν αγαπημένο θερινό υπόδημα της Τζέιν Μπίρκιν και της Τζάκι Κένεντι Ωνάση, και εξακολουθούν να υφίστανται ως φίρμα.
«Το σύγχρονο υπόδημα ανήκει σ' εκείνα τα είδη ρουχισμού που η εξέλιξη τους εμποδίζεται επειδή αποτελούν και εστίες ερωτισμού» έγραφε ο Ρουντόφσκι. «Θα έρθει όμως κάποτε εκείνη η γενιά που δεν θα έχει ανάγκη το ερέθισμα της γόβας της Σταχτοπούτας και θα δώσει τέλος στη βαρβαρική τελετουργία μύησης που αποτελεί το να βάζουμε τις γυναίκες να φοράνε ψηλά τακούνια».
Με στοιχεία από το New Yorker