Τη μέρα που γεννήθηκε η κυρία Αμαλία, 54 χρόνια πριν, ο θείος της έβαζε το κλειδί στο καινούριο του εμπορικό, στην προσφυγική αγορά του Βύρωνα. Τα διπλά γεννητούρια φαίνεται ότι σφράγισαν την τύχη της μικρής Αμαλίας, που μέσα από μια δίδυμη μοίρα, μαζί με την πρώτη ανάσα, κληρονόμησε και το κλειδί του οικογενειακού καταστήματος.
Μια προσωπική μυθολογία που την κουβαλά σαν σπάνιο κισμέτ, με ένα “άκου τώρα να δεις!” μου δείχνει το δημοσίευμα της τοπικής εφημερίδας που επιβεβαιώνει το συμβάν, σαν να μην εμπιστεύεται την προσωπική της μαρτυρία, φτιαγμένη μόνο από λέξεις κι όχι από τυπωμένα γράμματα. Σε έναν κόσμο καταναλωτικής σαφήνειας, όπου το κάθε κατάστημα πουλάει ακριβώς αυτό που λέει η ταμπέλα του, το μαγαζάκι της Αμαλίας πλέει στα νερά μιας απόλυτης αοριστίας που έρχεται από πολύ παλιά, καλύβα του Αλή-Μπαμπά και γιγάντιο βαλιτσάκι του Σπορτ-Μπίλι, στριμώχνεται με τους τίτλους και τις ετικέτες, φλυαρεί, τυλίγει σε χάρτινο αμπαλάζ το παρελθόν σε ένα σχεδόν παράφωνο παρόν.
Τα πολύχρωμα πλαστικά λουλούδια μαζί με τους σπόρους αζαλέας, το μισοτελειωμένο φλιτζανάκι του καφέ με τα μπισκότα του κολατσιού της αφεντικίνας και το φτερένιο ξεσκονιστήρι στην είσοδο, δεν σου λένε και πολλά για καλωσόρισμα, η πληροφορία δεν σε τραβά από τη μύτη, στο σκοτεινό εσωτερικό που λυπάται να τα σπαταλάει στη ΔΕΗ. Είναι, όμως, το γέλιο της, δυό-τρεις πειστικές λέξεις, το βομβαρδισμένο σκηνικό της δεν “πουλάει” σε σένα. Αλλά σε ό,τι κουβαλάς μέσα σου από τον κόσμο της γιαγιάς και της προγιαγιάς σου, στο κύτταρο που εν αγνοία σου περικλείεις από το παραμύθι της άλλοτε ελληνικότητας.
Στα σκονισμένα ντέξιον, συγκατοικούν οι βίοι των Αγίων, τα τροπάρια των μεγάλων εορτών, φυλαχτά, εικονισματάκια με τον προστάτη σου άγιο, κουφέτα, μπουκαλάκια για τον αγιασμό, ο αγιασμός ο ίδιος, μαγνητάκια της Παρθένου για το ψυγείο ή το παρμπρίζ του αυτοκινήτου, κρεμαστοί εσταυρωμένοι, βαφές για τα αβγά του επόμενου Πάσχα, χαλκομανίες του “Χριστός Ανέστη”, αλοιφή κέδρου και έλαιο πανάκεια για όλους τους πόνους-με μεγάλη επιτυχία στα αρθριτικά.
Κομπολόγια, κεριά και σπαρματσέτα, μείγματα μπαχαρικών, τσάγια και χαμομίλια, υποφαές “Το Θαύμα” και γκότζι μπέρις, αποξηραμμένες πιπεριές, κράνμπερις και κακουλές, κόλιανδρος και τζίντζερ, πιπέρια και σαλέπι, ατάκτως ειρημμένα, χωμένα μέσα σε πλαστικές σακκούλες, φίρδην-μίγδην στα ράφια, σε κουτιά στα πατώματα.
Η ίδια μυρωδιά από τις αγορές του Καϊρου και του Χαλεπιού, η Ελλάδα-Ανατολή, εκεί όπου ο χριστιανισμός αγκαλιάζει τη μαγεία, την αρχαιότητα και τις μαγικές ικανότητες του μανδραγόρα, τα ματζούνια, τα σερνικοβότανα και τα λιβάνια αδελφωμένα στην ίδια επίκκληση-για μακροζωία, αποθεραπεία, λύτρωση. Τα λευκά κουφέτα του γάμου και τα ασημένια του μνημοσύνου πλάι-πλάι, ο κύκλος της ζωής εν συντομία παγανιστική και χριστιανική.
Αγόρασα μια σακοράφα να ράβω τις γεμιστές κοιλιές από κατσίκια και κότες, αυτοκόλλητα αγγελάκια για τα τετράδια των συνταγών μου, σταυρουδάκια για τα μπιζού μου. Τη βεβαιότητα της Αμαλίας για τη θεραπευτική δράση του σπαθόλαδου, τη μυρωδιά του παλιού χρόνου, πριν το μάρκετινγκ φωτίσει με προβολείς τα πολύχρωμα, μακιγιαρισμένα ράφια του “πλαστικού” καταναλωτισμού.
σχόλια