Αθήνα, διαβολεμένη κίνηση κι εγώ χωμένη σ' ένα ταξί να προσπαθώ να προλάβω τη ζωή που τρέχει. Χτυπάει το τηλέφωνο. Η φωνή της Μερόπης Κοκκίνη. Ευγενική. Ποιο φαγητό σάς φέρνει δάκρυα στα μάτια; Δάκρυα στα μάτια; Από φαγητό;
Τι παράξενη ερώτηση. Τι ν' απαντήσεις σε κάτι τέτοιο; Κι όμως, την ίδια στιγμή –από ποια γωνιά της μνήμης;– να που ξεπηδάει η μία και μοναδική, η απόλυτη δική μου απάντηση. Ο δρόμος γίνεται μια δίνη, όπως στις παλιές ταινίες του '60, και μου φέρνει χαμόγελα και, ναι, δάκρυα στα μάτια. Ο χαλβάς της μητέρας μου, κατακόκκινος και μοσχομυριστός, η γεύση που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια. Παγωμένα ολόλευκα βράδια και μέσα να καίει η ξυλόσομπα, να χορεύουν οι σπίθες κι οι φλόγες να παλεύουν με μια λάμπα πετρελαίου ποια θα φωτίσει το μικρό δωμάτιο. Το ραδιόφωνο να παίζει Βίκυ Μοσχολιού και Πόλυ Πάνου. Και να μοσχοβολάει ο τόπος αλεύρι, ηλιέλαιο, νερό και ζάχαρη. Τίποτα περισσότερο. Τ' αγαπημένα χέρια ν' ανακατεύουν συνέχεια το μείγμα πάνω στη σόμπα κι ύστερα να το πλάθουν κουταλιά-κουταλιά, κι εγώ –στ' αλήθεια εγώ;– να λαχταρώ, να λιώνει η μπουκιά στο στόμα ζεστή-ζεστή κι ολόγλυκια, τι απόλαυση!
Έχω φάει πολλούς υπέροχους χαλβάδες στη ζωή μου, σιμιγδαλένιους, με σταφίδες, με πορτοκάλι, με ανθόνερο. Σαν εκείνον, όμως, ποτέ ξανά. Και δεν είναι μόνο η γεύση, μόνο το άρωμα. Είναι η αγάπη. Κι εκείνη η αίσθηση του χαμένου παράδεισου. Γι' αυτό και τα δάκρυα. Ευχαριστώ, Μερόπη!
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι ηθοποιός.