Είναι ένας ημιυπόγειος, χώρος σε μια γωνία της Ριζάρη που φαίνεται ότι το έχει η μοίρα του να γεμίζει με αφορμή το φαγητό. Τη δεκαετία του ’70 πέρασε από εκεί ο Παπούλιας, ο διάσημος κρεοπώλης της περιοχής και οι πιο παλιοί Παγκρατιώτες το θυμούνται μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια να στρώνει τραπέζια. Όσοι ανέλαβαν αυτό το μαγαζί και το διαχειρίζονταν μαγείρευαν, εκτός από μια περίοδο στα '80s που κάποιος το γύρισε σε ουφάδικο. Αρχές του ‘90 είχε το όνομα «Ο Άνθρωπος» και ήταν μια θρυλική και καλτ ψαροταβέρνα με μια ιδιοκτήτρια-περσόνα. To 2008, όταν μετακόμισε ο Γιώργος Κωστόπουλος στη γειτονιά, το πέτυχε να σερβίρει λιβανέζικο, κάποια στιγμή είχε υπάρξει και ως αργεντίνικο.
Ο αριθμός 28 της Ριζάρη άρχισε να λειτουργεί ως Χατίρι το 2012, αθόρυβα. O Μάριος Παπαδήμας που το ξεκίνησε σέρβιρε μόνο βράδυ, κάνοντας ελληνική κουζίνα. Το άνοιξε εν μέσω κρίσης, το βάφτισε έτσι όταν άκουσε κάποιους να αναρωτιούνται γιατί σκέφτηκε να πάρει αυτό το ρίσκο, με τον έναν από τους δύο που είχαν την κουβέντα του να απαντάει «αφού θέλει να το βγάλει από μέσα του, άσ' τον». Αυτό το μαγαζί, λοιπόν, είναι ένα χατίρι που έκανε στον εαυτό του. Μετά από δύο χρόνια το μετατρέπει σε μαγειρείο, λειτουργεί μόνο για μεσημεριανό.
Το Χατίρι με το μαζεμένο μενού και τις φαινομενικά ασυνδύαστες προτάσεις είναι ακομπλεξάριστο, οι άνθρωποί του κρατάνε την μπάλα χαμηλά, οι τιμές τους είναι πολύ προσιτές. Είναι ένα μέρος όπου θα πάτε μια φορά, θα επιστρέψετε σύντομα και θα φάει και ο καθένας από την παρέα ό,τι τραβάει εκείνη την ώρα η όρεξή του.
Ο Γιώργος είναι από τους πολύ τακτικούς του πελάτες, το επισκέπτεται δύο-τρεις φορές την εβδομάδα. Έχοντας αποφοιτήσει από την Καλών Τεχνών, εκείνη την περίοδο διδάσκει ζωγραφική το πρωί, ενώ το βράδυ κάνει βάρδια στην κουζίνα ενός γαλλικού εστιατορίου-σταθερή αξία, αυτήν του Σπύρος και Βασίλης στο Κολωνάκι. Ακολουθεί αυτό το πρόγραμμα για μια πενταετία, στο μεταξύ όμως γνωρίζονται καλύτερα με τον Μάριο, συζητάνε για το πώς θα μπορούσαν να συνεργαστούν έτσι ώστε να μην κλειδώνει την πόρτα του το μαγαζί από τις έξι το απόγευμα.
Πριν από τρία χρόνια, λοιπόν, ξεκινούν να δουλεύουν μαζί με έναν δικό τους, ασυνήθιστο για τα εστιατορικά δεδομένα τρόπο: το μεσημέρι το κρατάνε ως μαγειρείο, το βράδυ το Χατίρι μετατρέπεται σε γαλλο-ιταλικό μπιστρό, προσφέρει ένα μικρό μενού μεν, με διάφορες ετερόκλητες αναφορές δε. Έτρεξαν έτσι το μαγαζί για δύο χρόνια, ο ένας είχε την πρωινή βάρδια και ο άλλος τη βραδινή. Τελικά, τα ψώνια και οι προετοιμασίες που απαιτούσαν αυτές οι δύο διαφορετικές λειτουργίες του μαγαζιού τούς έκαναν να αποφασίσουν ότι θα συνεχίσουν με έναν πιο ορθολογικό τρόπο.
Παρ' όλα αυτά, το Χατίρι εξακολουθεί να κάνει επιτυχημένα κάτι που συνήθως αποτελεί red flag για το φαγητό έξω. Ο γενικός κανόνας λέει πως ένα μαγαζί που κάνει και πίτσα και κλασικά γαλλικά πιάτα και μαμαδίστικα όσπρια μάλλον δεν θα είναι καλό σε τίποτα από τα τρία. Και ο Μάριος και ο Γιώργος έχουν ενώσει τις διαφορετικές τους αναφορές για να τον καταρρίψουν.
Η σάλα τους είναι από τις πιο cozy που παίζουν αυτήν τη στιγμή εκεί έξω, μου φαίνεται δύσκολο να μη νιώσετε άνετα σε αυτήν, μοιάζει με σπίτι και δεν έχει τίποτα το επιτηδευμένο. Στον χώρο υπάρχουν ακόμα κάποια παλιά κρασοβάρελα που είχε τοποθετήσει εκεί κάποιος από τους προηγούμενους ενοίκους, ενώ μια μικρή σκάλα οδηγεί στο υπερυψωμένο σαν ντεκ σημείο του μαγαζιού και στα πιο μικρά τραπέζια, σε εκείνα των δύο-τριών ατόμων που βλέπουν από τα παράθυρα την κίνηση στον κεντρικό δρόμο του Παγκρατίου.
Τα μισά έπιπλα τα έφερε ο Μάριος από την προσωπική του συλλογή – συλλέγει κομμάτια των δεκαετιών του '60 και του '70 εδώ και χρόνια μαζί με τη σύντροφό του. Σε αυτά υπάρχουν μπάουχαους αναφορές σαν τη βιβλιοθήκη δίπλα στο παράθυρο της κουζίνας τους και τα πόστερ τους. Τα υπόλοιπα έψαξαν για να τα βρουν σε αγγελίες και παλιατζίδικα.
Τα βράδια πια, από την Τρίτη μέχρι το Σάββατο, στο Χατίρι θα δείτε να τρώνε στα τραπέζια κορεάτικη/ρώσικη πικάντικη καροτοσαλάτα και πίτσες με ψαγμένα υλικά, entrecôte και σπαγγέτι ταυτόχρονα. Ο Γιώργος θέλησε προφανώς να αξιοποιήσει όσα είχε μάθει από τη θητεία του στο γαλλικό εστιατόριο, ενώ δεν άφησε ανεκμετάλλευτη και την εμπλοκή που είχε κάποια στιγμή με την ιταλική κουζίνα.
Φτιάχνει πίτσα σπαράγγια-γκοργκοντζόλα με ξινή κρέμα, τραγανή βάση και ζουμερά toppings, πρέπει να τη δοκιμάσετε. Κάνει και την πιο λιτή μαργαρίτα, πίτσα με ντούγια και ρόκα αλλά και πίτσα με chorizo. Την entrecôte τους την προσφέρουν με μπερναέζ και με σος τσιμιτσούρι, πιπεράτη και με σάλτσα μουστάρδα-μανιτάρια.
Είναι το αγαπημένο πιάτο του γείτονά τους, του Αντώνη Σελέκου, που έχει το ζαχαροπλαστείο του λίγο πιο πάνω. Τις πιο κρύες μέρες που ακόμα δεν λένε να έρθουν η κρεμμυδόσουπα κάνει σουξέ. Θα φάτε και κλασική καρμπονάρα και σπαγγέτι με πέστο βασιλικού αλλά και με πέστο ρόσο.
Τις Κυριακές τα μεσημέρια, μαζί με τα ιταλικά και γαλλικά πιάτα, τα μαγειρευτά εμφανίζονται πάλι στο Χατίρι, θα σας τα φέρουν γραμμένα σε μια κόλλα χαρτί. Τις προάλλες είχε γιουβαρλάκια και ρεβίθια, γιουβέτσι με γαρίδες και παστίτσιο που αν το ψάχνετε τόσο καιρό να το απολαύσετε έξω, εκεί πρέπει να το παραγγείλετε – ο Μάριος ξέρει από μπεσαμέλ. Όποτε βρίσκουν ωραίο συκώτι το σερβίρουν σοτέ με μανιτάρια, σκόρδο, μαϊντανό και λευκό κρασί, είναι από τα πιάτα που το θυμάμαι και περιμένω να το ξαναφάω. Και μπακαλιαράκια ετοιμάζουν, και όπως αλλάζει ο χειρόγραφος κατάλογος με τα μαγειρευτά μπορεί να πετύχετε και κάποια καινούργια πίτσα.
Το Χατίρι με το μαζεμένο μενού και τις φαινομενικά ασυνδύαστες προτάσεις είναι ακομπλεξάριστο, οι άνθρωποί του κρατάνε την μπάλα χαμηλά, οι τιμές τους είναι πολύ προσιτές. Είναι ένα μέρος που θα πάτε μια φορά, θα επιστρέψετε σύντομα και θα φάει και ο καθένας από την παρέα ό,τι τραβάει εκείνη την ώρα η όρεξή του. Θυμηθείτε το εκείνη τη μέρα που ψάχνετε να κάνετε μια έξοδο που θα σας χαλαρώσει.
Ριζάρη 28, Παγκράτι, 210 7232333