Η έλευση του Ερντογάν στην Αθήνα ανέδειξε τη δυσχερή θέση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Ουσιαστικά η Αθήνα βρέθηκε σε αμυντική θέση, έχοντας αποδεχθεί την ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Όμως, μέχρι πριν λίγα χρόνια, η Ελλάδα δεν δεχόταν την ύπαρξη διαφορών με την Τουρκία, πέραν της υφαλοκρηπίδας. Οι διεκδικήσεις ήταν όλες από την τουρκική πλευρά: μειονότητα στη Θράκη, συγκυριαρχία στο Αιγαίο, αμφισβήτηση βραχονησίδων και εναέριου χώρου, αναγνώριση της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο. Από την εποχή Σημίτη όμως και μετά, ειδικά μετά την ελληνική ήττα στην κρίση των Ιμίων, η Ελλάδα αναγνώρισε σταδιακά τις τουρκικές διεκδικήσεις και άρχισε διάλογο επ' αυτών. Και σήμερα φτάσαμε στο σημείο να πανηγυρίζουμε κιόλας για την ανάπτυξη αυτού του διαλόγου, ο οποίος έχει τη βέβαιη κατάληξη: πλήρης υποχώρηση σε όλα τα τουρκικά αιτήματα, συν την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε., με την υποστήριξη της Ελλάδας.
Γιατί η Ελλάδα συνεχώς υποχωρεί; Διότι δεν μπορεί να παρακολουθήσει ούτε την οικονομική πρόοδο της Τουρκίας (ανάπτυξη 7% θα έχει φέτος, και η Ελλάδα -4%), ούτε το εξοπλιστικό της πρόγραμμα, ούτε φυσικά την αναβάθμιση του στρατηγικού της ρόλου στην περιοχή. Επιπλέον, η Τουρκία έχει ένα σταθερό και συμπαγές πολιτικό καθεστώς, την ώρα που Ελλάδα καταρρέει πολιτικά.
Όλα αυτά προέκυψαν από την εντελώς διαφορετική πορεία που πήραν οι δύο χώρες τα τελευταία 40 χρόνια. Η Ελλάδα στράφηκε σε ένα μοντέλο αντιπαραγωγικό, καταναλωτικό, το οποίο εξέφραζε μια πολιτική ηγεσία που έθετε υπεράνω όλων την αναπαραγωγή της και όχι το εθνικό συμφέρον. Οι διαθέσιμοι πόροι, από την Ε.Ε. κυρίως, εξυπηρετούσαν όχι κάποιο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης, αλλά εφήμερες ανάγκες σε χρήμα για την εξυπηρέτηση των προμηθευτών του Δημοσίου και κατ' επέκταση του ευρύτερου κομματικού στρατού. Με λίγα λόγια, το χρήμα χάθηκε στις τσέπες της κρατικής γραφειοκρατίας και δεν έπιασε τόπο. Και έτσι η Ελλάδα όχι μόνο δεν έφτιαξε αγροτική παραγωγή, δεν έφτιαξε βιομηχανία, δεν έφτιαξε καλές και φτηνές υπηρεσίες, δεν έφτιαξε αξιόμαχο στρατό, αλλά ταυτοχρόνως υποθήκευσε και το μέλλον της δανειζόμενη! Και η Τουρκία μπήκε στο ΔΝΤ, αλλά βγήκε σύντομα, σαφώς κερδισμένη και ενισχυμένη.
Είναι τέτοια η τύφλωση της Ελλάδας, που ακόμη και σήμερα οι δημαγωγοί φωνάζουν για τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών, λες και είναι δυνατόν να συνεχίσει την ανεξάρτητη ύπαρξή του το ελληνικό κράτος χωρίς να μπορεί να συγκριθεί στρατιωτικά με την Τουρκία. Εάν οδηγηθούμε σε οριστική στρατιωτική υστέρηση, τότε μας περιμένουν εφιαλτικές εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα. Μια Τουρκία μέλος της Ε.Ε., με πολιτική, στρατιωτική, δημογραφική και οικονομική υπεροχή, θα μετατρέψει σύντομα την Ελλάδα σε ουσιαστικό δορυφόρο της, σε όλα τα επίπεδα.
Όλα αυτά τα πρόδιδε το ύφος του Ερντογάν στην Αθήνα: υπεροπτικό, διδακτικό και σχεδόν ιταμό. Απέναντί του ο ισλαμιστής ηγέτης έχει μια πολιτική ηγεσία χαμηλού βεληνεκούς, η οποία καταναλώνεται σε ιδεοληψίες αριστερές, κεντρώες και συντηρητικές: δημόσια διαβούλευση, κοινωνία των πολιτών, τοπικές κοινωνίες, συμμετοχική δημοκρατία, κράτος πρόνοιας, λαϊκή αντίσταση και άλλες τέτοιες προπαγανδιστικές εκφράσεις, που συνιστούν τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και αναπαράγουν μιαν αδιάφορη εθνικά και σχεδόν διεφθαρμένη πολιτική ελίτ.
Λύση; Προς το παρόν δεν υπάρχει. Τις λύσεις, σε τέτοιες περιπτώσεις, δυστυχώς, τις φέρνει πάντα η καταστροφή. Συνήθως μια μεγάλη εθνική ήττα.
Η κατάρρευση του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού που προκύπτει τότε δημιουργεί συχνά τις προϋποθέσεις για μια νέα δυναμική πορεία. Έτσι έγινε, για παράδειγμα, το 1909, μετά την ήττα του 1897 και τη χρεοκοπία, και έτσι έγινε επίσης μετά την Κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο.
Αλλά και αυτό μια αισιόδοξη υπόθεση είναι, τίποτε άλλο...
σχόλια