ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, σε μια μαιευτική κλινική στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και 3ης Σεπτεμβρίου. Πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στα Άνω Πατήσια, σε ένα διαμέρισμα τριώροφης οικοδομής, Νεϊγύ 2 και Πατησίων, απέναντι ακριβώς από τον παλιό θερινό κινηματογράφο Καμέλια, έτσι είχα την τύχη να απολαμβάνω από μικρός τη μεγάλη οθόνη, της οποίας βέβαια συνέχισα να είμαι λάτρης και από τις αρχές τις δεκαετίας του '80, που επέλεξα να ζήσω στην Πάτρα. Τα μαθητικά και φοιτητικά μου χρόνια τα βίωσα στην Κάτω Πεύκη, γνωστή και ως Μαγκουφάνα, όπου μετακομίσαμε με τους γονείς μου.
Στο πάνω μέρος του σταθμού Αμαρουσίου, του «Θηρίου», μέχρι την κατασκευή του Ηλεκτρικού, ο Μικρασιάτης πατέρας της μητέρας μου διατηρούσε καφενείο από τα πιο γνωστά της περιοχής. Με τη Μαγκουφάνα ως ορμητήριο, διαμένοντας πολλές φορές πιο κεντρικά και σε σπίτια φίλων, γνώρισα την τοπική ατμόσφαιρα κάθε γειτονιάς της Αθήνας, με επίκεντρο κατά περίπτωση τις ταβέρνες, τα πρώτα μπαρ (όπως ο Ιπποπόταμος) ή τους κινηματογράφους τέχνης, που τότε ήταν σε έξαρση, όπως ο αγαπημένος μου Αρτ, το Στούντιο, η Αλκυονίς κ.ά. Όμως μετά τη Μεταπολίτευση, το αττικό τοπίο, μαζί με τα παλιά στέκια και τις παρέες της περιόδου της δικτατορίας, άρχισε να μεταλλάσσεται ραγδαία και να γίνεται απρόσωπο. Ως υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας από το 1975 και συνδικαλιστής, λίγο μετά τη μεγάλη τραπεζική απεργία των 39 ημερών του 1979, ζήτησα άδεια για συνέχιση σπουδών στο εξωτερικό, η οποία δεν εγκρίθηκε για ευνόητους λόγους. Έτσι αποφάσισα να παραιτηθώ και να μετοικίσω στη γενέτειρα της πρώτης μου συζύγου και συναδέλφου στην τράπεζα, Μαρίας Αλεξοπούλου, προκειμένου να ανοίξουμε παρέα με τη φίλη μας Αναστασία Ντόντη τον Πολύφημο, ένα από τα πρώτα μπαρ με πολιτιστική χροιά της Πάτρας.
Τα πλεονεκτήματα των μεσαίων πόλεων σαν την Πάτρα αλλά και των μικρότερων είναι περισσότερα από τα ελλείμματα που κυρίως συνδέονται, τουλάχιστον για μένα, με τα πολιτιστικά δρώμενα. Όμως κάτω από κάποιες συνθήκες ή τυχαίες συγκυρίες μπορεί κανείς να συμβάλει στον εμπλουτισμό τους ή να συμπληρώσει το κενό.
Αυτό όμως που καθόρισε την επιλογή μου να ζήσω στην Πάτρα ήταν η κλίμακα και η αναγνώριση μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας που διατηρούσε ακόμα η πόλη, όπου οι λαϊκές γειτονιές έσφυζαν από ζωή, με χαρακτηριστικούς ήχους και οσμές, με φούρνους, ψαράδικα, χασάπικα, μπακάλικα, βαρελοταβέρνες, μερικές με περίτεχνους μαρμάρινους πάγκους, καφενέδες, τσαγκαράδικα και συνεργεία, πολλά από αυτά με πλήθος ωδικών πτηνών να αιωρούνται στα ταβάνια τους εγκλωβισμένα σε μικρά κλουβιά, ανταγωνιζόμενα με το κελάηδημά τους τους θορύβους των χώρων που τα φιλοξενούσαν.
Μια πόλη με πολλά συνοικιακά σινεμά, θέατρα και Καραγκιόζη, που το ιστορικό της κέντρο πρόδιδε έντονα το ανθηρό σταφιδικό της παρελθόν. Βέβαια, πολλά από αυτά άλλαξαν τα επόμενα χρόνια δραματικά, ωστόσο η γενική αίσθηση, με λίγη αφαίρεση και ρομαντική διάθεση, παραμένει. Την ίδια εποχή των αρχών της δεκαετίας του '80 εισέπραττες μια αίσθηση φιλοξενίας και εγγύτητας. Αυτά ήταν τα θέλγητρα της πόλης, όπως και η ευκολία πρόσβασης σε θαυμάσιες ορεινές διαδρομές και υπέροχες παραλίες.
Μ’ αρέσει να διασχίζω την οδό Παντοκράτορος, η οποία ενώνει λειτουργικά και οπτικά την Πάνω με την Κάτω πόλη, το Παναχαϊκό Όρος με τον Πατραϊκό Κόλπο και την εμβληματική ως τοπίο Κλόκοβα (Παλιοβούνα) και τη Βαράσοβα που αποτύπωσε σε σκίτσο ο Λε Κορμπιζιέ το 1911. Είναι ο δρόμος που περνά από το πάνω μέρος του Ρωμαϊκού Ωδείου και από τον ιστορικό Παντοκράτορα (900 μ.Χ.) με τους χαρακτηριστικούς χάλκινους τρούλους που ενέπνευσε τον Θοδωρή Γκόνη για τους στίχους του ομώνυμου τραγουδιού του στο άλμπουμ «Το μέλι των γκρεμών» το 1994 σε μουσική Νίκου Ξυδάκη. Γιατί όταν πατάς γερά στο παρελθόν με ανοιχτούς τους ορεινούς και θαλασσινούς ορίζοντες γίνεται πιο ευχάριστη η μέρα σου και ατενίζεις πιο αισιόδοξα και ευφάνταστα το μέλλον.
Νίκος Ξυδάκης - Το μέλι των γκρεμών
Ο επισκέπτης έχει πολλά να δει. Καταρχάς, το Αρχαιολογικό Μουσείο με εντυπωσιακά ψηφιδωτά, με σημαντικά και πολύ ιδιαίτερα εκθέματα. Το υπό αναστήλωση Ρωμαϊκό Ωδείο, το Στάδιο, το Κάστρο της Πάτρας, το Μυκηναϊκό Νεκροταφείο της Βούντενης· την Αχάια-Κλάους, την κοινωνική και οικονομική ιστορία της οποίας αναδεικνύει με επιστημονική προσέγγιση αλλά και λογοτεχνική μαεστρία ο Νίκος Μπακουνάκης στο πρόσφατο βιβλίο του «Γκούτλαντ - Ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» (εκδόσεις Πόλις)· τo θέατρο Απόλλων (1872), έργο του Ερ. Τσίλερ, όπως και η οροφή της μητρόπολης Ευαγγελίστριας, τον πολυχώρο των Παλαιών Σφαγείων, την καθολική και αγγλικανική εκκλησία, τον παλαιό και τον εμβληματικό νέο ναό του Αγίου Ανδρέα σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Αιμίλιου Ρομπέρ· τις προσφυγικές συνοικίες που διατηρούν τον πολεοδομικό τους χαρακτήρα· τα βιομηχανικά κελύφη του παραλιακού μετώπου. Ένας εντυπωσιακός μουσειακός χώρος σύγχρονης τέχνης, όχι πολύ γνωστός, που πρέπει κανείς να επισκεφτεί είναι το Ίδρυμα Ελληνικής Διασποράς στην περιοχή Μαγούλα του Καστριτσίου με έργα Ελλήνων καλλιτεχνών της διασποράς από την περίοδο του Μεσοπόλεμου και μια σημαντική συλλογή του Γ. Στάμου.
Ένας από τους πιο ιδιαίτερους χώρους στην πόλη είναι το Χαμάμ που χρονολογείται στον 15ο αιώνα απέναντι από το σπίτι όπου ζω με τη Γαλλίδα αρχιτεκτόνισσα και εικαστικό σύζυγό μου Ganaelle Bressoud.
Η Πάτρα φημίζεται για τις πολλές επιλογές σε φαγητό και διασκέδαση. Προτείνω το ατμοσφαιρικό καφέ «της Γιαγιάς» και το μουσικό μεζεδοπωλείο «Χασομέρι» στη γειτονιά του Κάστρου και του παλιού νοσοκομείου στην Άνω Πόλη, το καφέ Si Doux με γαλλική φινέτσα στην οδό Πατρέως, σε απόσταση ασφαλείας από τον θορυβώδη συνωστισμό του πεζόδρομου της Ρήγα Φεραίου, ή το Makina, με καλό brunch, πιο πάνω στον ίδιο δρόμο.
Το ζαχαροπλαστείο του Λάζαρου Πολίτη με γαλλικές εμπνεύσεις στη γειτονιά της Αγίας Σοφίας ή στο κέντρο, στην πλατεία Γεωργίου ο κλασικός και ποιοτικός Λοτσάρης είναι από τις πολύ καλές επιλογές, όπως και τo Ψαράδικο του Αρίστου με πρωινό μεσολογγίτικο ψάρι στην Έλληνος Στρατιώτου και το «Υπόγειο (του) 1930», γνωστό ως ταβέρνα του Κονταξή, με παραδοσιακά θαλασσινά πιάτα όπως η ράτζα μπουργέτο ή τα βακαλούδια, ανάμεσα σε πίνακες του αγαπητού φίλου και σπουδαίου ζωγράφου της πόλης μας Γιώργου Μπογδανόπουλου, στην οδό Καρόλου.
Τα μυστικά τα ξέρουν καλύτερα οι γάτες που σεργιανάνε διαχρονικά στην Πάνω Πόλη και μεταφέρουν στη μνήμη τους τις εικόνες των δικών τους προγόνων αλλά και των δικών μας. Βέβαια, τα μεγάλα μυστικά είναι καλά κρυμμένα κάτω από το έδαφος και κατά καιρούς τα φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, υπάρχουν όμως και αυτά που γεννά η φαντασία μας, παρατηρώντας τα ψήγματα του παρελθόντος και τις ανθρώπινες φιγούρες που συναντάμε στον δρόμο μας. Παρά ταύτα, θα άξιζε κανείς να βρει μόνος του τα μυστικά που κρύβονται στα βιβλία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και στα βιβλιοπωλεία της πόλης.
Αγαπημένη συνήθεια το καλοκαίρι η αφαίρεση στην αγκαλιά του θαλασσινού νερού και η απόλαυση του ηλιοβασιλέματος. Και τον χειμώνα οι μικρές περιπατητικές εξορμήσεις στα γύρω ορεινά με καλούς φίλους και κουβέντα.
Τα πλεονεκτήματα των μεσαίων πόλεων σαν την Πάτρα αλλά και των μικρότερων είναι περισσότερα από τα ελλείμματα που κυρίως συνδέονται, τουλάχιστον για μένα, με τα πολιτιστικά δρώμενα. Όμως κάτω από κάποιες συνθήκες ή τυχαίες συγκυρίες μπορεί κανείς να συμβάλει στον εμπλουτισμό τους ή να συμπληρώσει το κενό. Η δική μου έλευση στην πόλη συνέπεσε με την πολιτιστική της άνοιξη που ήλθε με τη δημιουργία του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας (1986) που δημιούργησε ο Θάνος Μικρούτσικος σε μια κατάλληλη πολιτική και κοινωνική συγκυρία, η οποία λειτούργησε πολλαπλασιαστικά όσον αφορά τη δημιουργία πολιτιστικού δυναμικού και νέων θεσμών ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη υποβάθμισή τους.
Ο Βαγγέλης Πολίτης-Στεργίου είναι πρόεδρος της Εταιρείας Αχαϊκών Σπουδών και του Ιδρύματος Ιωάννη και Ευτέρπης Τοπάλη. Είναι ομότιμος καθηγητής (εκ του πρώην ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας ενταγμένο στο Πανεπιστήμιο Πατρών) στο τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και διετέλεσε πρόεδρος του ΤΕΙ Μεσολογγίου. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και ήταν ιδρυτικό στέλεχος του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας το 1986.