«Είχα δώσει μια υπόσχεση στη μάνα μου πριν πεθάνει, ότι μια μέρα θα πήγαινα στη Μικρά Ασία για να βρω το αρχοντικό τους, για το οποίο πάντα μου μιλούσαν με ενθουσιασμό... Πάμε εκεί, και τι να δούμε; Το σπίτι ήταν ακριβώς όπως το είχαναφήσει. Έχω το κλειδί του σπιτιού, αλλά δεν το είχα πάρει μαζί μου. Πού να φανταστώ ότι μετά από τόσα χρόνια η κλειδαριά του σπιτιού θα είναι η ίδια και ότι το κλειδί θα μπορούσε να μου ανοίξει την πόρτα να μπω μέσα. Ήρθε η κυρία Φατμά, μας άνοιξε, της εξήγησε ο φίλος μου, ο Μουσταφά, ποιοι είμαστε και την παρακαλέσαμε να μας αφήσει να δούμε το σπίτι... Φεύγοντας, κατέβηκε η κυρία αυτή να μας κατευοδώσει και λέει στον φίλο μου “Χάρηκα πάρα πολύ που σας γνώρισα, και ειδικώς τον κύριο”, και δείχνει εμένα.
“Μα, είναι και τούτοι σαν εμάς, ε;”. Τρέχει στην αυλή -είχε έναν θάμνο-, κόβει ένα κλωνί που είχε ένα ανθάκι πάνω κι έρχεται και μου λέει “αυτό να το πας στη μάνα σου, όταν πας πίσω.” Της λέω, "η μάνα μου πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια". Μου λέει “να το βάλεις στον τάφο της από μένα”».
Η περιγραφή είναι του Κόκου Νικολαΐδη, Ελληνοκύπριου με καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Είναι η τελευταία του ντοκιμαντέρ Δύο φορές ξένος, που είναι μέρος της ομώνυμης έκθεσης που έχει ξεκινήσει εδώ και λίγες μέρες στο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Κουμπάρη. Η Αθήνα είναι ο τρίτος σταθμός της έκθεσης, μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Λευκωσία. Το θέμα της βασίζεται σε ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο του ιστορικού Μπρους Κλαρκ και αφορά τις ανταλλαγές πληθυσμών που συνέβησαν τον προηγούμενο αιώνα. Έλληνες, Τούρκοι, Πακιστανοί, Ινδοί, Γερμανοί, Πολωνοί, Άραβες, Εβραίοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ύστερα από πολεμικές διαμάχες που επέφεραν αλλαγές συνόρων και την ανάγκη να δημιουργηθούν ομογενοποιημένα κράτη που θα αντικαθιστούσαν τις αυτοκρατορίες.
Πίσω από την cross media έκθεση [περιλαμβάνει προβολές, φωτογραφικό υλικό αλλά και παράλληλες δραστηριότητες, όπως η έκδοση του παιδικού βιβλίου Υπόσχεση (Ποταμός), ημέρες μαγειρικής κ.λπ. (http://twiceastranger.net)] είναι η Ρέα Αποστολίδη, ο Γιούρι Αβέρωφ και η εταιρεία παραγωγής Anemon. Τους συναντώ στα γραφεία τους, που βρίσκονται ανάμεσα στην Ηρώδου Αττικού και τη Ρηγίλλης, σε ένα από τα πιο όμορφα, όσον αφορά την αρχιτεκτονική του, κομμάτι της πόλης.
Μετά από παραγωγές, όπως το Sugartown, το ντοκιμαντέρ 1821 αλλά και η ταινία Τα παιδία δεν παίζει, ήρθε το Δύο φορές ξένος. «Ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια με μια σειρά που κάναμε τότε για την ψηφιακή ΕΡΤ κάτω από τον ίδιο τίτλο και με αυτό το θέμα. Όλο αυτό ήταν εμπνευσμένο από το ομώνυμο βιβλίο του Μπρους Κλαρκ. Ο Κλαρκ ήταν σε όλο αυτό ιστορικός μας σύμβουλος.
Πάντα, όμως, υπάρχει η δυσκολία να βρεις το υλικό», λέει ο κ. Αβέρωφ, «αλλά, από την άλλη, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που έχασαν τα σπίτια τους», συμπληρώνει η κ. Αποστολίδη. «Θέλαμε να δείξουμε τι περάσανε οι Έλληνες που έχασαν τα σπίτια τους, αλλά και οι Τούρκοι. Από εκεί εξελιχθήκαμε και πήγαμε στις περιπτώσεις των Πακιστανών και των Ινδών και των Γερμανών με τους Πολωνούς.
Θέλαμε να δούμε ποια είναι τα συμπεράσματα αυτής της εμπειρίας και να καταλάβουμε καλύτερα τον 20ό αιώνα, που λειτούργησε πολύ με όρους εκτοπισμών, ώστε να δημιουργηθούν ομοιογενή κράτη».
Ο κ. Αβέρωφ εξηγεί πως «η έκθεση έχει φτιαχτεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι σε θέση να ταξιδέψει. Στην Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ συναισθηματικές οι εντυπώσεις. Ιδιαίτερα από φοιτητές –γιατί φιλοξενήθηκε από το Πανεπιστήμιο Μπιλγκί– που έβλεπαν τις μαρτυρίες και κλαίγανε. Εκεί, επίσης, υπήρχε η ίδια διαπίστωση. Γνώριζαν τη δική τους ιστορία, αλλά δεν είχαν ιδέα για το δικό μας κομμάτι.
Αυτή η διαπίστωση, ότι είναι κοινές οι εμπειρίες, προκαλεί μεγαλύτερη συγκίνηση. Είναι ίσως από τις πρώτες φορές που βλέπουμε μαρτυρίες Τούρκων που ζούσαν στην Ελλάδα, καθώς, όπως ισχυρίζεται η κ. Αποστολίδη, «οι Τούρκοι που έφυγαν πόνεσαν εξίσου και δεν μπόρεσαν να μιλήσουν γι’ αυτό. Στην Ελλάδα μιλούσαν, στην Τουρκία δεν μιλούσαν καθόλου γιατί ήταν λίγοι. Τώρα έχουν αρχίσει και τοποθετούνται δημοσίως, οπότε η εμπειρία στην Τουρκία είχε μεγάλο ενδιαφέρον».
Με αυτή την έκθεση αλλάζει ο τρόπος που βάζουμε στο μυαλό μας την έννοια της πατρίδας. Σύμφωνα με τον κ. Αβέρωφ, «μαθαίναμε ως τώρα ότι πατρίδα και ταυτότητα είναι ένα πράγμα, ενώ από αυτές τις εμπειρίες καταλαβαίνουμε ότι η πατρίδα είναι κάτι πιο σύνθετο. Μπορεί να υπάρχει ένας Τουρκοκρητικός που ζει στο Αϊβαλί και πατρίδα του να είναι η Τουρκία, αλλά το “μεμλεκέτ”, δηλαδή η χώρα του, να παραμένει η Κρήτη. Έχει να κάνει με θέματα πολιτισμού, ιστορίας και γλώσσας».
Το εντυπωσιακό είναι ότι στην Ελλάδα, την Τουρκία, τη Γερμανία και την Πολωνία οι ανταλλαγές γίνονται επίσημα, με υπογραφές κρατών, και συστηματικά. «Είναι σαν μια επέμβαση χειρουργική: θα είναι πολύ αποτελεσματική, θα πονέσει πάρα πολύ, αλλά στο τέλος οι πληγές θα γιατρευτούν. Δεν βλέπεις σκηνές πανικού και βίας, δεν γίνονται σε συνθήκες πολέμου, αλλά σε ειρήνη. Είναι σκηνές παγωμάρας». Ο κ. Αβέρωφ συνεχίζει πως «κάτι ανατριχιαστικό, που είδαμε και στην Ινδία και στην Κύπρο, είναι η διακοινοτική βία. Δεν είναι σε επίπεδο στρατού, αλλά πολιτών. Γείτονας, ας πούμε, επιτίθεται σε γείτονα. Στην Ινδία ήταν θρησκευτικά τα κριτήρια, ενώ στην Κύπρο έπαιξε ρόλο και το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας. Στην ελληνοτουρκική περίπτωση συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Για παράδειγμα, οι Έλληνες του Πόντου έφτασαν στη Δυτική Μακεδονία πριν φύγουν οι Μουσουλμάνοι, και για περίπου έναν χρόνο έμεναν στα ίδια σπίτια».
Βραχυπρόθεσμα η ανταλλαγή πληθυσμών έμοιαζε να λύνει σημαντικά τα προβλήματα. Η Ελλάδα και η Τουρκία, που έχουν το copyright αυτής της κίνησης, ωφελήθηκαν η πρώτη οικονομικά, καθώς απορρόφησε μια δυναμική μεσαία τάξη, και η δεύτερη πολιτικά. Ο κόσμος θεωρεί ότι το πείραμα πέτυχε. Ο κ. Αβέρωφ έχει διαφορετική άποψη: «Μακροπρόθεσμα το συμπέρασμα είναι ότι αντί να λύνει μια διαμάχη, τη διαιωνίζει. Όταν ο άλλος ζει στη γειτονιά σου, τον βλέπεις και συμμετέχεις στη ζωή του, δεν είναι πολύ εύκολο να διατηρήσεις μαζί του διαμάχη και πόλεμο. Είστε ο ένας μέσα στον άλλον.
Εκεί που δημιουργείται πραγματικά το μίσος, είναι όταν αυτός είναι μακριά και δεν τον βλέπεις. Οι ιστορίες που είδαμε και στα ελληνοτουρκικά, αλλά και στην Ινδία και στην Κύπρο, δηλώνουν ακριβώς αυτό. Πριν από την ανταλλαγή τους μιλάνε για προβλήματα, αλλά με όρους συμβίωσης, γειτονίας. Ο Τουρκοκύπριος σου λέει ότι πρώτα μίλησε ελληνικά και μετά τούρκικα. Πάντα υπάρχει η έννοια του “άλλου”, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι όταν ο “άλλος” ζει δίπλα μου, όταν υπάρχει νταραβέρι, μπορούμε να τα βρούμε».
Περισσότερα για την έκθεση >> εδώ
σχόλια