Κανένα ηλεκτροσόκ δε προκαλεί στο δέκτη του το είδος της δόνησης που προκαλεί ο θάνατος ενός αγαπημένου (καλλιτεχνικού) προσώπου. Τhat’s a fact.
Οι καλλιτέχνες, φωνές ανάλαφρες και τραγικές ταυτόχρονα υπάρχουν ως η εσωτερική φωνή μιας κοινωνίας που γνωρίζει πως τίποτα δε πρόκειται ν’ αλλάξει στην ουσία μετά το τέλος της παράστασης, καμιά αγχωτική νοσταλγία δε θα καταφέρει να ραγίσει το μασίφ οικοδόμημα της πραγματικότητας, τίποτα δε θα ξεθεμελιώσει τις στερεότητες που θα μας οδηγήσουν στα μελλοντικά αδιέξοδα.
Μονάχα η αίσθηση θα μείνει. Αυτή η μαγική αίσθηση που συμβαίνει όταν ερμηνευτής, κοινό και έργο ενώνονται, αποκτούν και χάνουν την ίδια στιγμή τον εαυτό τους και μετασχηματίζονται σε κάτι άλλο για λίγο. Ένας κοινός χτύπος καρδιάς που μέσα του υπάρχει και πάλλεται η φωνή μιας κοινωνίας.
Δεν συμβαίνουν εύκολα αυτά. Ο Θάνασης Βέγγος που πέθανε σήμερα υπήρξε από τους λίγους τυχερούς καλλιτέχνες που πέρασε στο αίμα των δεκτών του με ένα τρόπο καθημερινό, ανάλαφρο και τραγικό ταυτόχρονα και βαθιά σπαραχτικό. Είτε μέσα στη πρώτη του κινηματογραφική ντελιριότητα είτε στην ύστερη την πιο μελωδική ερμηνευτική σινεματική του φάση.
Mην προσπαθήσεις να διαχωρίσεις αυτές τις 2 ταυτότητες. Το υποκριτικό νευρόσπαστο της πρώτης περίοδου ήταν στη πραγματικότητα ο (δανεισμένος) καθρέφτης μέσα στον οποίο ο μεταπολεμικός θεατής ερχόταν σε επαφή με το ειδωλό του παιγμένο από τον Βέγγο ως ενσωματωμένη φωνή, πρόσωπο και κινησιολογία ενός πονεμένου ανθρώπου που στη πραγματική του ζωή δε μπορούσε να φωνάξει και να αντισταθεί και που στο πανί αντίκρυζε τη χαραγμένη απόγνωση παιγμένη ως ροκ εν ρολ λούπα.
Αν στη δεκαετία του 50 και του 60 μεγάλο μέρος του κόσμου ξεγέλαγε τη μιζέρια του αγκυροβολώντας στα βουγιουκλακικά φιλμικά βοσκοτόπια ένα άλλο μεγάλο κομμάτι έβρισκε στις κωμικές αναπαραστάσεις κομμάτια και αποσπάσματα από την πραγματική ζωή κωδικοποιημένα και φιλτραρισμένα με ένα τρόπο που το κάνανε να ανακουφίζεται μέσα από τη κωμική διαδικασία αλλά την ίδια στιγμή (όταν παίξιμο και σενάριο ήταν σπινθηροβόλα) να γνωρίζει την ήττα του και να την παραδέχεται.
Ο Βέγγος υπήρξε ο κατεξοχήν ηττημένος κωμικός φιλμικός ήρωας. Ένας ηττημένος σε συνεχή απόγνωση, γιατί γνωρίζει την ήττα και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να την αποτρέψει αλλά η σπαραχτική προσπάθεια του σε κάθε πλάνο να της ξεφύγει μας προκαλεί το γέλιο. Είναι η μάσκα μας, μια μάσκα γνωστή και τραγική. Και δοσμένη με ένα παίξιμο εντελώς μοντέρνο. Αν ο Ηλιόπουλος ενσάρκωσε ιδανικά τον ραφιναρισμένο έλληνα μικροαστό παιγμένο πάνω στις λεπτές κωμικές αποχρώσεις ο Βέγγος κινήθηκε στο εντελώς αντίθετο άκρο.
Οι δικοί του ήρωες, είναι συνεχώς στη πρίζα, η αθλιότητα των καταστάσεων που βιώνει δε προλαβαίνει να κολλήσει πάνω του, το συνεχές στριφογύρισμα ως ανθρώπινη σβούρα μέσα και έξω τον βοηθάει να ξεγλιστράει, μας βοηθάει ως θεατές να ελπίσουμε και μεις πως θα ξεγλιστρήσουμε. Το ντελίριο ως αγώνας, η κινηματογραφική αναπαράσταση ως μακιγιάζ της ήττας , το είδωλο του σινεμά ως η φωνή μιας κοινωνίας.
Δε ξέρω πότε συνέβη το καθοριστικό βήμα προς τη μυθοποίηση. Σύνεβη ερήμην του βέβαια γιατί λόγω χαρακτήρα και ιδιοσυγκρασίας κινήθηκε πάνω από κομματικά και καλλιτεχνικά στεγανά καμιά φορά και με εκείνη τη γλυκιά αφέλεια που κουβαλάν όσοι γνωρίζουν πως τους αγαπάνε αλλά η έλλειψη ματαιοδοξίας τους προστατεύει από στείρες σφυγμομετρήσεις (του κενού συναισθήματος).
Το σίγουρο ήταν πως άνηκε στην γενιά εκείνη που τα δομικά της συστατικά μπλέχτηκαν αξεδιάλυτα με τη εποχή που τους δέχτηκε μεγιστοποιώντας το σήμα τους και βοηθώντας τους να οικοδομήσουν συλλογικές αναμνήσεις τέτοιες που μόνο μέσα από αυτούς έβρισκε διέξοδο ώστε να εκφραστεί.
Ο θάνατος του καλλιτέχνη είναι
η τελευταία ερωτική πράξη με το κοινό του.
Το κοινό το ξέρει, το νιώθει για αυτό θρηνεί
(πολλές φορές σπασμωδικά).
Να θυμάσαι.
Τίποτα δε σταματάει στην Τέχνη.
Όλοι και όλα πεθαίνουν για να ξαναγεννηθούν.
σχόλια