Η Δέσποινα ξύπνησε από την ξαφνική ησυχία. Είδε στο ρολόι της ότι είχαν περάσει μόλις πέντε λεπτά απ’ τη στιγμή που η μαμά πλάι της, θυμωμένη με τον αέρα, της είπε, ενώ έκλεινε τα μάτια, σταμάτα να στριφογυρνάς και κοιμήσου. Έχω αυτόν το σατανά να μουγκρίζει, έχω κι εσένα. Η Δέσποινα είπε μέσα της, κοιμήθηκα δύο λεπτά, μπορεί και ένα, και ο αέρας έφυγε. Ακουγόταν μόνο το μεσημέρι. Και το σπίτι. Και το ελαφρύ ροχαλητό του μπαμπά, που κοιμόταν στον σοφά του χολ.
Η Δέσποινα ανασηκώθηκε αργά. Τόσο αργά, που το μεγάλο κρεβάτι δεν έβγαλε κιχ. Ο Ζαχάρωφ, που ήταν ξαπλωμένος σε μια βαλίτσα, κλειστή και γεμάτη ακόμη, άνοιξε το ένα του μάτι και την κοίταξε. «Σσσς...», του έκανε το κορίτσι. Εκείνος άνοιξε και το άλλο, τέντωσε τον λαιμό κι αφουγκράστηκε. Σιωπή, του είπε η Δέσποινα χωρίς να μιλήσει, αλλά εκείνος, παρόλο που διάβασε τα χείλη της, άρχισε να κουνάει την ουρά, έτοιμος για παιχνίδι.
Η Δέσποινα του έδειξε τον θείο Φραγκίσκο που τους κοιτούσε απ’ τον τοίχο κάπως θυμωμένος, μέσα στην ωραία του στολή, λίγο πριν μπαρκάρει με το POLY που βούλιαξε αύτανδρο. Αύτανδρο, είπε με τα χείλη η Δέσποινα στον Ζαχάρωφ, επειδή εύρισκε τη λέξη τρομαχτική, και, πραγματικά, ο Ζαχάρωφ έβγαλε μια παραπονεμένη φωνίτσα και μαζεύτηκε πάλι.
Η Δέσποινα κοίταξε το κόκκινο ψαθάκι της πάνω στο σκρίνιο, που παραλίγο να της το αρπάξει ο αέρας απ’ το κεφάλι με το που κατέβηκαν απ’ το βαπόρι στη βάρκα που θα τους έφερνε στη Χώρα και να το δώσει στ’ άγρια κύματα να το γυρίσουν πίσω στον Πειραιά ή να το πάνε στην Αφρική. Ή πουθενά. Να γυροπλέει στη μέση του πελάγους για πάντα.
Κατέβηκε απ’ το κρεβάτι, φόρεσε το σορτς και τα πέδιλα και το κόκκινο ψαθάκι
και, περπατώντας πιο αθόρυβα κι από μια γάτα άκρη άκρη το μεγάλο δωμάτιο για να μην ξυπνήσει τα σανίδια, διέσχισε τα σιωπηλά πλακάκια του χολ, γύρισε αργά το πόμολο της πόρτας και την άνοιξε. Ο Ζαχάρωφ πέρασε σαν σίφουνας ανάμεσα απ’ τα πόδια της και όρμησε έξω, πριν προλάβει να τον σταματήσει.
Η Δέσποινα παραλίγο να φωνάξει. Έριξε μια ματιά πίσω της κι έπειτα βγήκε κι έκλεισε την πόρτα απαλά. Τον Ζαχάρωφ τον είχε καταπιεί το μεσημέρι. Το κορίτσι σκέφτηκε πως, αν εκείνη ήταν σκύλος, θα κατέβαινε στο ρέμα. Σταμάτησε στη βρύση. Μια γυναίκα στρογγυλή, με κόκκινα μαλλιά και φακίδες σ’ όλο της το πρόσωπο και στα μπράτσα, γέμιζε ένα μεγάλο πλαστικό μπιτόνι. Περιεργάστηκε με την ησυχία της τη Δέσποινα όσο περίμενε να γεμίσει, και στο τέλος, καθώς τράβηξε το μπιτόνι, τη ρώτησε:
«Εσύ δεν είσαι η εγγόνα της μαμής;»
«Ναι», είπε η Δέσποινα, που προτιμούσε να είναι η εγγόνα του καπετάνιου.
«Σήμερα ήρθατε;»
«Ναι», είπε το κορίτσι.
«Είδες τον Διάδοχο και την μπάντα στην Καμάρα;»
«Όχι».
Έσκυψε κι έπινε, ενώ προσπαθούσε να σβήσει απ’ το μυαλό της τα ψαλίδια, τις σύριγγες και τα εμαγέ λεκανάκια πίσω απ’ το τζάμι της εργαλειοθήκης της γιαγιάς, αφημένα εκεί και απείραχτα απ’ τον καιρό που πέθανε. Τρομαχτικά. Κατεβαίνοντας, πέρασε δίπλα απ’ τη γυναίκα που κουβαλούσε το μπιτόνι, γλιστρώντας στις λειασμένες πέτρες.
«Και πού πας με το κόκκινο καπέλο σου;»
«Να βρω τον σκύλο μου».
«Μη και κατέβεις εκεί δα κάτω στο ρέμα μονάχη, μες στο μεσημέρι, με τις διαόλοι και τα ζωτικά», είπε πίσω της η γυναίκα. Και της είπε και κάτι άλλο ακόμα που η Δέσποινα δεν άκουσε, γιατί είχε ήδη αρχίσει να τρέχει.
«Ζαχάρωφ...», φώναξε όταν ξεμάκρυνε τόσο, που το καλντερίμι είχε γίνει χώμα.
Της φάνηκε πως άκουσε γάβγισμα, κάτω χαμηλά, κι αντίθετα από εκεί που οδηγούσε το μονοπάτι. Τεντώθηκε για να δει, αλλά η ξερολιθιά ήταν ψηλότερη. Έψαξε και βρήκε ένα δυο πατήματα από πέτρες που προεξείχαν για να σκαρφαλώσειστάθηκε όμως για λίγο αναποφάσιστη, νιώθοντας τα φιδίσια μάτια να την παρατηρούν μέσα από τις σκοτεινές χαραμάδες. «Ζαχάρωφ...», φώναξε δυνατά, όχι τόσο για να την ακούσει ο σκύλος όσο για να τρομάξει το φίδι.
Πιάστηκε και σκαρφάλωσε και κάθισε στην καυτή πέτρα της κορυφής, όπου τεράστια κοκκινωπά μυρμήγκια με ανασηκωμένο κώλο έτρεχαν πέρα δώθε. Πρόλαβε να δει μια γκριζοπράσινη σαύρα να χάνεται σε μια σχισμή. Πάνω απ’ το κόκκινο καπέλο της έσκυβαν τα πυκνά κλαδιά μιας συκιάς. Έκοψε ένα σύκο. Μοσχοβολούσε αλλά ήταν αγίνωτο και τα δάχτυλά της γέμισαν γάλα που την έτσουξε. Παρ’ όλα αυτά, δοκίμασε με την άκρη της γλώσσας της τα ροζ σποράκια. Έπειτα έφτυσε στα χέρια της και τα καθάρισε όσο μπορούσε από το γάλα του σύκου για να μην τραβήξει η μυρωδιά του το φίδι. Τα χείλη της, όμως, είχαν πρηστεί. Πήδησε και τα πόδια της βυθίστηκαν στα ξερά αγριόχορτα. Μύρισε σύκο, φασκομηλιά και φιδόχορτο. Το κορίτσι φώναξε, «Ζα-χά-ρωφ...».
Όσο κατέβαινε, τα δέντρα γίνονταν ψηλότερα και πίσω απ’ τα τζιτζίκια και τα πουλιά ξεχώριζε σιγά σιγά τον ήχο του νερού. Όταν έφτασε στο ρέμα, οι καρυδιές σκέπαζαν τον ουρανό και το νερό ήταν σκοτεινό, με μικρές και αραιές κηλίδες ήλιου που χόρευαν. Η Δέσποινα είδε ανάμεσά τους ένα κοπάδι από νεροχελώνες.
Έβγαλε τα πέδιλα και προχώρησε. Τα δάχτυλά της πάγωσαν και, καθώς το νερό τής γαργάλησε τις γάμπες, γέλασε. Άκουσε πάνω της ένα πουλί «α λου λου... α λου λου...». «Α λου λου... Α λου λου...», του απάντησε το κορίτσι. Έπειτα έσκυψε και κοίταξε το νερό. Βαθυπράσινες και ασημένιες υδάτινες κορδέλες περνούσαν ανάμεσα στα πόδια της και τα δάχτυλά της έμοιαζαν από πέτρα. Για λίγο δεν άκουγε παρά το νερό. Κι έπειτα το αυτί της έπιασε ένα πνιχτό κρώξιμο. Κοίταξε πίσω της. Είδε λίγα μέτρα πιο κει έναν άντρα να στέκεται στην άκρη του ρέματος και να την κοιτά. Κρατούσε ένα μαχαίρι και το πόδι του πατούσε πάνω στο αποκεφαλισμένο κορμί ενός πτηνού που σφάδαζε και τίναζε τις φτερούγες, πιτσιλώντας με αίμα τις κροκάλες γύρω.
Για μερικά λεπτά, όσο κράτησε το σπαρτάρισμα του πουλιού, ο άντρας και το κορίτσι κοιτάζονταν αμίλητοι. Έπειτα ο άντρας έσκυψε κι έπλυνε τα χέρια του και το μαχαίρι. Η Δέσποινα ήθελε να βγει πριν κοκκινίσει το νερό, ήθελε να τρέξει να φύγει. Αλλά δεν κουνήθηκε. Περίμενε εκεί, παγωμένη, κι έβλεπε το κορμί της, ακέφαλο, να τρέχει γύρω γύρω, βάφοντας κόκκινες τις πέτρες. Και το κεφάλι της χώρια, με το κόκκινο ψαθάκι πάνω του, στερεωμένο με το λάστιχο κάτω απ’ το σαγόνι.
Ο άντρας πήρε από κάτω το πουλί, γύρισε κι έφυγε, μπήκε στη σκοτεινή φυλλωσιά κι έγινε ένα με τον κισσό που ανέβαινε στους βράχους και τους κορμούς. Η Δέσποινα βγήκε και με τα πέδιλα στο χέρι έψαξε να βρει το μονοπάτι, αλλά δεν έβλεπε τίποτ’ άλλο από καλαμιές, κισσούς, λειχήνες και βρύα, που γλιστρούσαν κάτω απ’ τα πόδια της κι έπνιγαν τα περάσματα.
Όταν το πόδι της πάτησε σε μια κοφτερή πέτρα, έβγαλε άθελά της μια φωνή. Κάθισε κάτω κι εξέτασε το πέλμα της. Είχε μια σχισμή που μάτωνε κι η Δέσποινα σκέφτηκε πως όλο της το αίμα θα χυνόταν από αυτήν τη σχισμή που έμοιαζε με λάμδα κεφαλαίο. Άκουσε βήματα στις κροκάλες και πριν τον δει, ήξερε ότι ήταν εκείνος που γύρισε για να τη βρει. Ο άντρας στάθηκε από πάνω της.
«Τι έχεις εκεί;», ρώτησε, και η φωνή του ακούστηκε σαν να έβγαινε μέσα από σπηλιά.
«Τίποτα», είπε το κορίτσι. Και μέσα της είπε, είναι αυτός που δεν πρέπει να του μιλάω.
«Πού πας;»
«Στη γιαγιά μου, την Αυγουστίνα, που είναι άρρωστη και με περιμένει».
«Πού είναι η γιαγιά σου η Αυγουστίνα;»
«Στις Μένητες», είπε γρήγορα, κι ευχήθηκε να μην ήξερε ο άντρας τη γιαγιά της, που είχε πεθάνει πριν από χρόνια.
Ο άντρας την κοίταξε λίγο αμίλητος. Έπειτα έσκυψε, πήρε τα πέδιλά της και της έδειξε την πλάτη του. «Ανέβα», της είπε μόνο.
Η Δέσποινα υπάκουσε, ενώ σκεφτόταν, είναι αυτός που δεν πρέπει να πάω μαζί του.
Πέρασε τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό του, που ήταν ιδρωμένος και είχε το χρώμα του κεραμιδιού. Το κεφάλι του μύριζε φιδόχορτο και κάτω απ’ την κοιλιά της η ραχοκοκαλιά του σάλευε σαν φίδι, καθώς ανέβαινε την όχθη. Τα τζιτζίκια, τα πουλιά και το νερό της έλεγαν διαρκώς, είναι αυτός που δεν πρέπει.
Λίγο πριν φτάσουν στις Μένητες, ο άντρας στάθηκε ξαφνικά. Ακούστηκαν ομιλίες και γέλια και τσουγκρίσματα ποτηριών. Ο άντρας έκανε άλλα δυο βήματα κι η Δέσποινα είδε πίσω απ’ τα κλαδιά το πλάτωμα με τις βρύσες, τα νερά που χύνονταν με θόρυβο από το διάπλατο στόμα των μαρμάρινων λιονταριών. Είδε ακόμα τους ανθρώπους. Στα λευκά και στα χρυσά. Στολές, σιρίτια και γυναίκες με λαμπερούς ώμους και με ποτήρια στο χέρι.
Ο άντρας έσκυψε και την άφησε κάτω. Η Δέσποινα γύρισε και είδε το πρόσωπό του, που έμοιαζε μαρμάρινο, σαν των λιονταριών, αλλά με το στόμα κλειστό. Της έδωσε τα πέδιλα και της έγνεψε να συνεχίσει μόνη. Έπειτα γύρισε και χάθηκε πίσω απ’ τα δέντρα. Η Δέσποινα φόρεσε τα πέδιλα, ανέβηκε στο πλάτωμα, πέρασε γύρω απ’ τη λαμπερή παρέα -έτσι κι αλλιώς κανείς δεν την πρόσεξε- και γύρισε στο σπίτι απ’ τη δημοσιά.
Βρήκε τον Ζαχάρωφ να την περιμένει έξω απ’ την πόρτα. Τον αγκάλιασε και του ψιθύρισε στο αυτί πως ήταν πραγματικά, όπως έλεγαν όλοι, ο πιο έξυπνος σκύλος των σκύλων. Μπήκαν αθόρυβα κι οι δυο. Έβγαλε το κόκκινο καπέλο της, το έβαλε πάνω στο σκρίνιο για να το βλέπει και ξάπλωσε δίπλα στη μαμά. Εκείνη άλλαξε πλευρό χωρίς να ξυπνήσει. Το κορίτσι ψιθύρισε, «Κατέβηκα στο ρέμα και βρήκα τον λύκο». «Μμμμ...», έκανε η μαμά στον ύπνο της και χαμογέλασε.
σχόλια