Αρκετοί ήσαν αυτοί που υποστήριζαν ότι η «δημοσιογραφία των πολιτών», μέσω των μπλογκ και του Διαδικτύου, θα απελευθέρωνε την ενημέρωση από τον ζυγό των μεγάλων «διαπλεκομένων» μεντιακών επιχειρήσεων. Γιατί η ίδρυση εφημερίδων, περιοδικών, σταθμών απαιτεί μεγάλα κεφάλαια, τόσο μεγαλύτερα όσο μεγαλύτερη η εμβέλειά τους. Αντιθέτως το Διαδίκτυο είναι φθηνό, ελεύθερο, παντού: ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει δικτυακό τόπο και να δημοσιεύει τις απόψεις και τις πληροφορίες του, καθιστώντας το δημιούργημά του προσβάσιμο παγκοσμίως. Θα έλαμπε επιτέλους η αλήθεια για τα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα, που την πνίγει η κατευθυνόμενη ειδησεογραφία των μεγιστάνων του Τύπου- η στιγμή που κάθε έντιμος πολίτης, κάθε ομάδα με περιορισμένα μέσα και αποκλίνουσες απόψεις θα συναντούσε το μεγάλο κοινό, είχε φθάσει.
Η «ελπίδα» αυτή δεν ήταν καινούργια: τον ίδιο ενθουσιασμό είχε δημιουργήσει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η εμφάνιση των προσωπικών υπολογιστών και του desk top publishing που έδινε στον καθένα τη δυνατότητα να τυπώνει σπίτι του εφημερίδες, περιοδικά, αφίσες. Κάθε grassroots κίνημα αποκτούσε τα μέσα διακίνησης των ιδεών του, θα ξεπήδαγαν παντού μικρά ρυάκια, η συμβολή τους θα γεννούσε το μεγάλο ποτάμι της αλλαγής. Τα ίδια λέγονταν κατά τη δεκαετία του 1950, όταν εμφανίστηκε ο ξεχασμένος πια πολύγραφος, τα ίδια πριν από 90 χρόνια (δεκαετία του 1920, αλλά σε άλλες χώρες) όταν ξεκίνησε η ραδιοφωνία. Κάθε γενιά έχει το δικό της μέσο που «απελευθερώνει» τον λόγο των πολλών από την «κυριαρχία» του κατεστημένου λόγου.
Ολες αυτές οι «ελπίδες» δεν διαψεύστηκαν επειδή τελικά το κατεστημένο κατάφερε να πνίξει τις νέες φωνές αλλά επειδή ήσαν και είναι εντελώς λάθος: στηρίζονται στη θεωρία της συνωμοσίας που απαιτεί τα μεγάλα μέντια να κρύβουν την αλήθεια για λόγους συμφερόντων- και ήρθαν τα τηλεγραφήματα του wikileaks να αποκαλύψουν ότι τα ξέρουμε όλα. Πέρα από ανεκδοτολογικές λεπτομέρειες, οι διπλωμάτες δεν γνωρίζουν περισσότερα από όσα οι ενημερωμένοι πολίτες και δεν γράφουν στις κυβερνήσεις τους διαφορετικά από όσα συζητάμε μεταξύ μας - που τα μαθαίνουμε από τα μεγάλα μέσα, προς τα οποία διπλωμάτες και πολιτικοί είχαν διαρρεύσει τις πληροφορίες, ενίοτε προτού ακόμη τις ανταλλάξουν μεταξύ τους.
Φυσικά, όλα αυτά τα εκάστοτε «νέα μέσα» άλλαζαν τον τρόπο που επικοινωνούμε, έδιναν μεγαλύτερες δυνατότητες έκφρασης, ενίσχυαν τον πολιτικό και πολιτιστικό πλουραλισμό· αναμφίβολα, υπήρξαν ομάδες που χρησιμοποιώντας τα κέρδισαν υποθέσεις που αλλιώς θα ήσαν χαμένες. Οπωσδήποτε, υπάρχουν σήμερα εξαιρετικές ιστοσελίδες που διακρίνονται για την ποιότητα του περιεχομένου τους, όπως παλαιότερα υπήρχαν τέτοια περιοδικά- όμως η γενική εικόνα είναι η ίδια σε όλες τις χώρες: ανάλογα με το μέγεθός της, πέντε, δέκα, είκοσι, κυρίαρχα μέντια και γύρω τους γαλαξίας από μικρότερα και όλο μικρότερα, ώσπου να φθάσουμε στην αστρική σκόνη των ιστοσελίδων κάθε φανατικού ακροδεξιού, κάθε παραγνωρισμένης μεγαλοφυΐας, κάθε «υποτιμημένου από τα κυκλώματα» ποιητή, μουσικού, συγγραφέα. Που αναδημοσιεύουν ο ένας τα κείμενα του άλλου και παινεύουν ο ένας τον άλλο πόσο σπουδαίοι και πόσο αδικημένοι είναι. Αντίστοιχοι, παλαιότερα, τύπωναν περιθωριακές εφημερίδες και δημοσίευαν τα μεγαλοφυή έργα τους «ιδίοις αναλώμασιν».
Το ότι το troktiko, το jungle ή το tromaktiko βρέθηκαν στις πρώτες θέσεις του ελληνικού web γιατί μας εκπλήσσει; Δεν ήσαν η «Αυριανή» των σκανδάλων, η «Απογευματινή» των εγκλημάτων, ο «Ελεύθερος Τύπος» των γυμνών φωτογραφιών της Δήμητρας Λιάνη, σε αντίστοιχες θέσεις την εποχή της κυριαρχίας των τυπωμένων εφημερίδων; Δεν είναι η «Sun» και η «Βild» πρώτες σε κυκλοφορία σε Βρετανία και Γερμανία και αντίστοιχες σε άλλες χώρες; Η επιτυχημένη συνταγή για μεγάλες κυκλοφορίες είναι τα 3S, λένε οι Αγγλοαμερικανοί: Sex, Scandals, Sports. Στην υπερπολιτικοποιημένη (λόγω της εξάρτησης πλειοψηφίας των κατοίκων της από το κράτος και τους πολιτικούς) χώρα μας, η αποκάλυψη σκανδάλων αποτελεί το βασικό μέλημα κάθε μικρού εκδότη που προσδοκά να γίνει μεγάλος- και αρκετοί, τα κατάφεραν, γιατί να μην ελπίζουν και άλλοι; Δεν έχουν καταδικαστεί εκδότες λούμπεν εντύπων (Μιχαλόπουλος, Ψωμιάδης, κτλ.), έμπιστοι κάποτε ισχυρών πολιτικών, για εκβιασμό; Γιατί να μη γίνονται εκβιασμοί και την εποχή του Ιnternet;
Τα μέντια άλλαξαν υπόστρωμα, αλλά τα βασικά παραμένουν ίδια- για τούτο δεν κατανοώ της ηθικές καταγγελίες περί «ανωνυμογραφίας των μπλόγκερ» όταν χωρίς κατοχύρωση της «ανωνυμίας των πηγών» δεν θα υπήρχε δημοσιογραφία, όταν όλες οι εφημερίδες έχουν ανώνυμες ή ψευδώνυμες στήλες, όταν κρίσιμα ρεπορτάζ δημοσιεύονται ανώνυμα για να προστατευθεί ο συντάκτης- όταν όλος ο «Εconomist» είναι ανώνυμος, ούτε καν το όνομα του διευθυντή του δεν αναφέρεται. Σημασία έχει ο τίτλος, αυτός εξασφαλίζει την εγκυρότητα- και η κουλτούρα των αναγνωστών, πόσο τους ενδιαφέρει η εγκυρότητα ή ο εντυπωσιασμός.
Πολύ περισσότερο δεν κατανοώ τη χρησιμοποίηση του νόμου περί «συκοφαντικής δυσφήμισης» που αποτελεί εργαλείο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των πολιτικών εναντίον των μέντια και των δημοσιογράφων- δεν κατανοώ τη χρήση του από δημοσιογράφους, έστω και εναντίον εκπροσώπων της λούμπεν δημοσιογραφίας. Οσοι διαθέτουν δημόσιο λόγο, δεν έχουν λόγο να καταφεύγουν στα δικαστήρια, έτσι διδάσκει παραδειγματικά η στάση, δεκαετίες τώρα, διακεκριμένων εκδοτών και διευθυντών, απέναντι σε όσα συκοφαντικά διακινούνται εναντίον τους, με πρόσφατο παράδειγμα τις αθλιότητες για το πραξικόπημα στην Κύπρο.
Η λούμπεν-φασιστοειδής δημοσιογραφία δεν αντιμετωπίζεται δικαστικά ή διοικητικά: η απήχησή της θα περιοριστεί μόνο όταν δεν προσκαλούνται εκπρόσωποί της σε δελτία ειδήσεων και ενημερωτικές εκπομπές και δεν φιλοξενούνται σε σελίδες εντύπων που θέλουν να είναι έγκυρα.
(tovima.gr)
--------------------------------------------
Διαβάστε και το σχετικό άρθρο του Στέλιου Κούλογλου Μπλογκ: περί ανωνυμίας και βλακείας.
σχόλια