Η Κοκό πριν τη Σανέλ
Από τη Δέσποινα Τριβόλη
To βιβλίο της Εdmonde Charles Roux Η Κοκό πριν τη Σανέλ πρωτογράφτηκε στη Γαλλία το 1974 - εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε διεθνώς με αφορμή τη μεγάλη έκθεση για την Κοκό Σανέλ στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης το 2005. Πέρσι, μάλιστα, το βιβλίο έγινε ταινία με πρωταγωνίστρια την Αudrey Tautou.Δεν ήταν η μόνη - πέρσι μόνο κυκλοφόρησαν άλλες δυο με θέμα τη ζωή της Σανέλ - απ' ό,τι φαίνεται η Κοκό είναι πάντα στη μόδα. Η συγγραφέας Edmonde Charles- Roux, διευθύντρια της γαλλικής «Vogue» για 12 χρόνια και φίλη της Σανέλ, έγραψε την απόλυτη βιογραφία της Κοκό. Το βιβλίο ξεκινά πριν καν τη γέννησή της το 1883 και καταγράφει τη μεταμόρφωσή της από απλή πωλήτρια σε fashion icon και φυσικά το πώς κατάφερε να επιβάλει αλλά και να πουλήσει το υπέροχο -αλλά αντισυμβατικό για την εποχή- στυλ της.
EDMONDE CHARLES-ROUX
Η ΑΤΙΘΑΣΗ: Η ΚΟΚΟ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΑΝΕΛ
Εκδόσεις Πάπυρος
Μτφρ. Μαρία Τσεκούρα
Σελ. 528 Τιμή: €20
Γιάννης Μακριδάκης
Ο συγγραφέας της Δεξιάς τσέπης του ράσου επιστρέφει με ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για την ερωτική σχέση δυο αντρών, με φόντο τα ιστορικά γεγονότα στη Χίο του πρώτου μισού του 20oυ αιώνα. Από τον Μ.Hulot.
Με ποια ιδιότητα συστήνεσαι; Ως συγγραφέας;
Μόνον ως συγγραφέας δεν συστήνομαι. Έχω και μια αλλεργία στους τίτλους, με κυνηγάει από μικρό παιδί και μου δημιουργεί ανατριχίλες ανεξέλεγκτες. Βασικά, συστήνομαι μόνο με το ονοματεπώνυμό μου και αν ερωτηθώ περαιτέρω, δηλώνω ότι «ασχολούμαι με τα βιβλία». Μια μέρα, όμως, ίσως καταφέρω να κατασταλάξω στη θάλασσα που με συναρπάζει, να αποκτήσω τις πρακτικές γνώσεις και τα εφόδια ώστε να μπορώ να συστήνομαι ως αλιέας. Αυτός είναι ο στόχος.
Ποια είναι η βασική ανάγκη που σου καλύπτει η συγγραφή; Γιατί ξεκίνησες να γράφεις;
Γράφω για να έχω την ψευδαίσθηση ότι διασώζω όσα ακούω να λένε γύρω μου, οι λογοτέχνες της ζωής. Γράφω γιατί έχω την ανάγκη να εκφράσω με λέξεις το μεγαλείο των στιγμών. Γράφω, τέλος, γιατί είναι το μόνο που ξέρω και μπορώ να κάνω για να νιώθω πως κάτι δημιουργώ κι εγώ και δεν πάει η ζωή μου στράφι.
Έχεις επιλέξει να ζεις στη Χίο. Πες μου μερικά στοιχεία που την κάνουν μοναδική. Αναρωτιέσαι ποτέ «τι κάνω εδώ;»;
Για μένα ένα είναι και μοναδικό το στοι-χείο που δίνει τη μοναδικότητα στη-Χίο. Η παιδική μου ηλικία. Όχι, δεν αναρωτήθηκα ποτέ τι κάνω σ' αυτό το νησί. Αντιθέτως, δυστυχώς, αναρωτήθηκα πολλές φορές τι κάνουν πολλοί άλλοι εδώ. Προσωπικά, πάντοτε ήξερα και ακόμα ξέρω τι κάνω, κι άμα έρθει η ώρα να τελειώσει η αποστολή μου και δεν έχω καταφέρει να κατασταλάξω στη θάλασσα, θα αποκτήσω μεγάλο πρόβλημα και ίσως φύγω.
Την περίμενες την ανταπόκριση που είχαν τα δυο πρώτα βιβλία σου - ειδικά σε μια εποχή που δεν είναι καθόλου εύκολο να σε προσέξουν, αν ζεις στην περιφέρεια, εκτός «κυκλώματος»;
Είμαι της άποψης πως ό,τι έχει μέσα του ψυχή δεν χάνεται στον δρόμο. Διότι παρόλη την παρακμή της κοινωνίας μας, που οφείλεται βέβαια στην οικονομικίστικη θεώρηση των πάντων, υπάρχουν ακόμα πολλοί ψυχωμένοι άνθρωποι, διάσπαρτοι σε κάθε επαγγελματικό κλάδο, οι οποίοι μπορούν ενστικτωδώς αλλά και από εμπειρία να αναγνωρίσουν τις αξίες και να τις πάνε παρακάτω. Για μένα η γνωριμία μου με τους ανθρώπους της Εστίας ήταν μια επιβεβαίωση αυτής της άποψης. Μετά προέκυψε ακόμα μια επιβεβαίωση. Η ανθρώπινη επικοινωνία με τους ανά την Ελλάδα αναγνώστες των βιβλίων μου. Τώρα, πλέον, νιώθω βέβαιος για την επιλογή που έκανα πριν δεκαπέντε χρόνια να αφοσιωθώ με αφέλεια και πάθος σε αυτό που ψυχανεμιζόμουνα.
Πώς μεταφράζεται η αναγνωρισιμότητα που σου έχουν προσφέρει τα βιβλία σου; Έχει αλλάξει αυτή η «δημοσιότητα» κάτι στην καθημερινότητά σου;
Η καθημερινότητα, κυρίως σε έναν μικρό τόπο, είναι δύσκολο να αλλάξει. Ίδιες συναναστροφές, ίδιες καταστάσεις. Αυξήθηκαν, βέβαια, οι αποδράσεις μου από το νησί διότι μου αρέσει να πηγαίνω σε σχολεία και σε βιβλιοπωλεία ανά την Ελλάδα, όπου μου κάνουν την τιμή και με καλούν, και σε κάτι τέτοια δεν λέω όχι ποτέ. Όμως η αποδοχή της γραφής μου και η «δημοσιότητα» ήρθαν να με βοηθήσουν, καταλυτικά μπορώ να πω, στην προώθηση αλλά και την ευρύτερη αποδοχή των απόψεων που εξέφραζα πάντοτε περί στάσης ζωής μέσα στην κοινωνία, περί πολιτικής, περί περιβάλλοντος και «ανάπτυξης» κ.λπ.
Ποιος είναι ο ιδανικός για σένα αναγνώστης; Έχεις κάποιον συγκεκριμένο στο μυαλό σου όταν ξεκινάς να γράφεις ένα βιβλίο;
Δεν έχω κανέναν στο μυαλό μου όταν ξεκινάω, αλλά έχω δυο τρεις καλούς φίλους που μου αρέσει να τους διαβάζω αυτά που γράφω πριν πάρουν την τελική τους μορφή και να μελετώ τις αντιδράσεις τους καθώς τα ακούνε. Κατόπιν, πριν τα γραπτά πάρουνε το δρόμο για την Εστία, τους τα δίνω τυπωμένα για να τα διαβάσουν και οι ίδιοι και να κάνουμε μια συνάντηση ρακοποσίας επί του προ-κειμένου.
Ένας φονιάς, ένας καταπιεσμένος μοναχός, ένας «γυναικωτός» άντρας. Και οι τρεις ήρωες των βιβλίων σου είναι περιπτώσεις ανθρώπων που λοξοδρομούν από αυτό που ονομάζουμε «ορθό» βίο. Τι είναι αυτό που κάνει πιο γοητευτικές αυτές τις περιπτώσεις;
Χρησιμοποίησες την κατάλληλη λέξη. «Λοξοδρομούν». Η λοξή πορεία με συναρπάζει, το έχω ξαναπεί. Αν και, κατά βάθος, νομίζω πως η μοναχικότητα και ο δρόμος της ψυχής είναι η ευθεία πορεία, ως αναπόφευκτες συνέπειες της προσωπικής καλλιέργειας. Απλά, είναι λιγοστοί αυτοί που βαστάνε σταθερά το τιμόνι στη ζωή, όλοι οι άλλοι σιγά σιγά λοξοδρομούν ομαδικώς προς την ίδια κατεύθυνση και τελικά φαντάζει λοξός ο σταθερός. Όπως και να 'χει, όμως, με γοητεύει αυτή η συνεύρεση του ανθρώπου με τον εαυτό του.
Έχεις επιχειρήσει να γράψεις κάτι εντελώς διαφορετικό, που να μην έχει σχέση με την ανθρωπογεωγραφία και την ιστορία του νησιού σου; Το σκέφτεσαι;
Ο καθένας που γράφει αντλεί από την ψυχή του, από τα βιώματά του. Δεν μπορώ και δεν θέλω να γράψω για κάτι που δεν ξέρω καλά. Θα δοκιμαστώ βέβαια και σε θέματα που δεν έχουν σχέση με το νησί. Ήδη βρίσκομαι σε βιωματική διαδικασία επ' αυτών για να αποκτήσω τις απαραίτητες γνώσεις.
Το περιβάλλον στο οποίο τοποθετείς τη δράση των ηρώων σου στον Ήλιο με δόντια είναι η Χίος των αρχών του 20ού αιώνα. Πόσο διαφορετική είναι η αντιμετώπιση ενός ανθρώπου με το «κουσούρι» του Κωνσταντή στις αρχές του 21ου αιώνα; Έχει αλλάξει καθόλου η κοινωνία;
Ακόμα υπάρχει ο φόβος των ανθρώπων για το διαφορετικό. Ακόμα οι άνθρωποι που διαφέρουν κατατάσσονται σε «κουτάκια» εντός του μυαλού των άλλων και παραμένουν εκεί, στο περιθώριο. Ίσως οι αντιδράσεις των πολλών έχουν γίνει κάπως πιο διακριτικές, πιο πολιτισμένες, η προκατάληψη όμως απέναντι σε κάθε είδους διαφορετικότητα καλά κρατεί. Και βέβαια υπάρχουν και κάποιοι που τη διαφορετικότητα τη μεταφράζουν σε κατωτερότητα, βαστούν λάβαρα και σημαίνουν πόλεμο ενάντια σε ό,τι θεωρούν κατώτερο, εκμεταλλεύονται με λαϊκισμό αυτή την προκατάληψη, καλλιεργούν με ύπουλο τρόπο αισθήματα φόβου στο ευρύ κοινό και φωνασκούν γελοία, δημιουργώντας όμως κλίμα που δεν αρμόζει σε ανθρώπινες κοινωνίες της εποχής μας.
Το περιοδικό που εκδίδεις, το «Πελινναίο», διανύει ήδη το δέκατο τέταρτο έτος του. Ποιο νομίζεις ότι είναι το πιο σημαντικό έργο που έχει προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια; Υπάρχει ανταπόκριση και αναγνώριση από τους ανθρώπους της Χίου; Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που έχεις να αντιμετωπίσεις σε ένα τέτοιο εγχείρημα;
Το «Πελινναίο» ξεκίνησε φιλοδοξώντας να αλλάξει τη νοοτροπία, να γνωρίσει τη Χίο στους Χιώτες, να καλλιεργήσει τον σεβασμό για τα έργα των ανθρώπων, για τον φυσικό πλούτο και για την πολιτιστική κληρονομιά του νησιού, να διασώσει αρχεία και ντοκουμέντα, να καταγράψει μαρτυρίες, να μελετήσει τεχνοτροπίες, να χαρτογραφήσει σπήλαια, να επαναχαράξει μονοπάτια, να δημιουργήσει μια εγκυκλοπαίδεια του νησιού σε τεύχη. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχει δημοσιεύσει πάμπολλες εργασίες που μένουν πλέον ως παρακαταθήκη για τους επόμενους μελετητές και έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο, και σε κάποιες διαστάσεις του ιστορικό πλέον, αρχείο με κάθε είδους τεκμήριο του νησιού. Είμαστε περήφανοι όλοι οι συνεργάτες διότι τώρα πλέον φαίνεται ότι από την εποχή που δημιουργήθηκε το «Πελινναίο» άλλαξαν πολλά στην αντιμετώπιση του νησιού από τους ανθρώπους του. Για κάθε τόπο εδώ στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να ακούμε ότι είναι καταπληκτικός, αλλά υποφέρει από τους κατοίκους του. Εμείς, εδώ, δώσαμε βάρος σε αυτό και έχουμε κατορθώσει να κάνουμε μεγάλα και αρκετά βήματα προόδου, έτσι ώστε το νησί να πηγαίνει από γενιά σε γενιά σε όλο και καλύτερα χέρια. Έχει ανταπόκριση και αναγνώριση η δουλειά μας. Αν δεν είχε, δεν θα ήταν πρακτικά δυνατό να συνεχίζεται η έκδοση για τόσο πολλά χρόνια. Η Χίος έχει ανθρώπους, ευτυχώς. Και εντός, αλλά και εκτός νησιού. Τους ευχαριστούμε.
Αξίζει τον κόπο να σπάμε τα καθιερωμένα στον τρόπο που εκφράζουμε έναν έρωτα - ή σε όσα ορίζουν κοινωνικά τη ζωή μας; Ειδικά όταν ζεις σε μια κλειστή κοινωνία κι έχεις να αντιμετωπίσεις την απόρριψη;
Δεν νομίζω ότι πρέπει κανείς να πράττει επιτηδευμένα σε βασικά θέματα ζωής. Αρκεί να μη φοβάται να ακολουθήσει τα θέλω του και να είναι οπλισμένος με αρκετή δόση αφέλειας ώστε να μην αντιλαμβάνεται τα παιχνίδια που σκαρφίζονται οι άλλοι γύρω του και του τα χρεώνουν ως δικά του, ότι δήθεν δηλαδή τα παίζει εκείνος. Μεγάλο όπλο η αφέλεια. Απαραίτητο συμπλήρωμα στο πάθος και την αυτοπεποίθηση. Έχοντας εφόδια αυτά, προχωράς απερίσπαστος και η πρόσκαιρη απόρριψη γίνεται γρήγορα «απόκτηση του ακαταλόγιστου» και μακροπρόθεσμα αποδοχή.
Ποια είναι η σχέση σου με τη θρησκεία; Πώς είδες την απόπειρα φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας;
Με τη χριστιανική θρησκεία με συνδέουν μονάχα παιδικές αναμνήσεις, τίποτα άλλο. Η Εκκλησία πρέπει να αντιμετωπιστεί από το σύγχρονο ελληνικό κράτος ως μια πλούσια και δικτυωμένη εταιρεία που προάγει έναν πνευματικό στόχο, να φορολογείται κανονικά, αλλά και να πληρώνει από ίδιους πόρους τους λειτουργούς της. Με λίγα λόγια, να αποκοπεί εντελώς από το κράτος και από το δημόσιο χρήμα και βέβαια να μην έχουν καμιά πολιτική και νομική ισχύ οι τελετές της. Δεν είναι δυνατόν σε ένα σύγχρονο κράτος να έχει ακόμη νομική ισχύ ο θρησκευτικός γάμος ή η θρησκευτική βάφτιση. Για να γίνει, όμως, αυτό πρέπει να ωριμάσει ο Έλληνας ως πολίτης, να αποκτήσει πολιτική συνείδηση και απομακρυνθεί από τη θρησκοληψία.
Πόσο μεγάλο φορτίο είναι να σε συγκρίνουν με τον Μάτεσι, με τον Θέμελη και τον Θανάση Βαλτινό;
Ρωτήστε αυτούς που με συγκρίνουν. Μάλλον εκείνοι έχουν νιώσει το φορτίο, αφού το να συγκρίνεις είναι πάνω κάτω το ίδιο με το να ζυγίζεις. Εμένα δεν με απασχολούν τέτοιου είδους συγκρίσεις, ούτε κανένα βάρος μού φορτώνουν, διότι γράφοντας δεν έχω κανέναν άλλο στόχο πέρα από τη στιγμιαία έκφραση. Στο προηγούμενο βιβλίο φτάσανε στο σημείο να με συγκρίνουν με τον Παπαδιαμάντη! Αυτά ικανοποιούν την ανάγκη των ανθρώπων να κατατάσσουν κάπου τα πρόσωπα και τα πράγματα για να νιώθουν οι ίδιοι ασφαλείς, ότι τα ορίζουν.
Μετά από την καταγραφή τόσων προσωπικών ιστοριών, σημαντικών και ασήμαντων, πιστεύεις ότι κάθε άνθρωπος έχει κάτι να σε διδάξει;
Καμιά άσημη προσωπικότητα δεν είναι ασήμαντη. Σ' αυτό έχω καταλήξει μετά από την ενασχόλησή μου με την καταγραφή μαρτυριών των ανθρώπων. Μια λέξη, μιαν έκφραση μπορεί να σου πει κάποιος και να αλλάξει η μέρα σου. Αρκεί να έχεις αυτιά για να ακούς.
Πες μου μερικά πρόσφατα ελληνικά βιβλία που ξεχώρισες. Τι διαβάζεις αυτήν τη στιγμή;
Δεν ξέρω πόσο πρόσφατα εννοείς: το Πανδαιμόνιο του Ακρίβου, το Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου του Σκαμπαρδώνη, το Μονοπάτι στη θάλασσα του Σουρούνη, το Σμιθ της Ηλιοπούλου, το Όλα πάνε ρολόι της Γκαλινίκη, ίσως να είναι και κάποια άλλα που μου διαφεύγουν αυτήν τη στιγμή και ζητώ συγγνώμη από τους δημιουργούς και τα έργα. Τώρα διαβάζω το Μέρες και νύχτες του Ισπανού Andres Trapiello και το βρίσκω εξαιρετικό.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ
ΗΛΙΟΣ ΜΕ ΔΟΝΤΙΑ
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Σελ.: 246, τιμή: €14
Ο αντιφατικός κύριος Λαμπράκης
Ένα συναρπαστικό αφήγημα για τον Χρήστο Λαμπράκη, τον εκδότη που αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο κανένας άλλος, είναι το βιβλίο του Ντένη Αντύπα Ο Χρήστος Λαμπράκης κοιμάται, απ' τις εκδόσεις Κέδρος. Ο συγγραφέας είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Mr Big, ως επιτελικός δημοσιογράφος του ΔΟΛ, και έχει την άνεση να μιλήσει άφοβα και νηφάλια για έναν άνθρωπο που είχε εξουσία και την ασκούσε με ηδονή και απολυτότητα.
Παράλληλα, σκιαγραφείται η «βυζαντινή» ατμόσφαιρα του ΔΟΛ, με τις συμπεριφορές μεταξύ δουλοπρέπειας και λιθοβολισμού, τις αζημίωτες σχέσεις με τους πολιτικούς, τη μεθυσμένη αλαζονεία της εποχής του χρηματιστηριακού μπουμ, τον Ψυχάρη σε ρόλο μπουλντόγκ και λοχαγού, τους διάττοντες αστέρες και την τελική μαραμένη εικόνα ενός δημοσιογραφικού οργανισμού που αναζητά επειγόντως το ρευστό ενός επιχειρηματία -όποιου να 'ναι.
Το αφήγημα έχει την απλότητα και τη ρώμη ενός καλού ρεπορτάζ, διαβάζεται μονορούφι και σίγουρα δεν θα το δείτε να παρουσιάζεται σε κανένα καθεστωτικό μέσο.
ΝΤΕΝΗΣ ΑΝΤΥΠΑΣ
ΣΣΣΤ!... Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
Εκδόσεις Κάκτος
Σελ. 160 Τιμή: €9,98
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ λέει
Εκτός από τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα, τα δοκίμια, τις μελέτες και τις κριτικές του στα «Νέα», ο Δημοσθένης Κούρτοβικ είναι γνωστός και για μια ακόμη του ιδιότητα: δεν συνηθίζει να μασάει τα λόγια του. Από τη Δέσποινα Τριβόλη.
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ δεν έχει περιορισμούς στο γράψιμό του: έχει γράψει από διηγήματα και μυθιστορήματα (το πιο πρόσφατο ήταν το άκρως επιτυχημένο Τι ζητούν οι βάρβαροι), μέχρι δοκίμια, μελέτες και μεταφράσεις. Είναι εξίσου γνωστός για τις κριτικές βιβλίου του που γράφει στα «Νέα», στις οποίες εκφράζει την άποψή του χωρίς να τον ενδιαφέρει ποιον θα δυσαρεστήσει· από τη διαμάχη του με τα ιερά τέρατα της ροζ λογοτεχνίας μέχρι μια πρόσφατη αντιπαράθεσή του με άλλους βιβλιοκριτικούς, ο Κούρτοβικ μοιάζει απρόθυμος να αυτολογοκριθεί. Τώρα επιστρέφει με μια επανέκδοση της μελέτης του Η εξέλιξη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας.
Πάνω στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα γράψατε τη διδακτορική σας διατριβή, ενώ διδάσκατε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90 στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Ιστορία της Ανθρώπινης Σεξουαλικότητας και Σεξουαλική Σημειολογία στην Τέχνη. Παρά τα χρόνια που περνούν, το θέμα εξακολουθεί να σας ενδιαφέρει. Τι είναι αυτό που σας κάνει να επιστρέφετε ξανά και ξανά στο συγκεκριμένο θέμα;
Υπάρχει πιο διαχρονικό θέμα από τον έρωτα; Οι χαρές και οι λύπες του απασχολούν κάθε άνθρωπο ως το τέλος της ζωής του, έστω ως αναμνήσεις, τα μυστήριά του δεν τελειώνουν ποτέ. Προσπαθώ να δοκιμάσω την αντοχή στον χρόνο αυτών που έγραψα πριν από περίπου μια εικοσαετία και θεωρήθηκαν τότε πρωτότυπα (και βαθιά φεμινιστικά) στο εξωτερικό, ενώ στην Ελλάδα εκείνης της εποχής ίσως λιγάκι περίεργα.
Πιστεύετε ότι ταιριάζει η ιδιότητα του κριτικού με αυτήν του συγγραφέα; Θεωρείτε ότι οι δυο ιδιότητες σάς βοηθούν να είστε καλύτερος κριτικός και συγγραφέας ή υπάρχουν στιγμές που η μία εμποδίζει την άλλη;
Θα ήταν αφύσικο να μην ταίριαζαν αυτές οι δύο ιδιότητες. Οι καλύτερες κριτικές γράφονταν πάντοτε από ανθρώπους που ήταν και καλοί συγγραφείς. Ο συγγραφέας μπορεί να καταλάβει τη δουλειά ενός άλλου συγγραφέα σε μεγαλύτερο βάθος από έναν «βέρο» κριτικό, γιατί πίσω από την τεχνική, το άμεσο θέμα κ.λπ., διακρίνει την ποιότητα, το εύρος της συγγραφικής συνείδησης, που για τον απλό κριτικό μπορεί να είναι κάτι ασύλληπτο, ιδίως όταν ξεφεύγει από τα γνωστά του καλούπια. Τώρα, σχετικά με το αν η κριτική ιδιότητά μου με βοηθάει ή όχι να είμαι καλύτερος συγγραφέας, στην ηλικία που βρίσκομαι την απάντηση τη δίνουν τα βιβλία μου - ό,τι άλλο κι αν πω εγώ είναι εκ του περισσού.
Ως κριτικός θεωρείτε ότι χάνετε μέρος από τη χαρά της ανάγνωσης;
Ναι, γι' αυτό όμως δεν φταίει η ίδια η κριτική, αλλά ο όγκος των βιβλίων που είμαι αναγκασμένος να παρακολουθώ.
Πιστεύετε ότι τα βιβλία χωρίζονται σε καλά και κακά;
Όχι. Πριν από λίγα χρόνια, μάλιστα, δημοσίευσα στη στήλη μου στα «Νέα» ένα άρθρο με τον προβοκατόρικο τίτλο «Κάτω τα καλά βιβλία!». Οι ηθικοπλαστικές, γλυκερές κουβέντες για καλά και κακά βιβλία συσκοτίζουν το γεγονός ότι πολλά «καλά» βιβλία είναι συμβατικά, πληκτικά και αδιάφορα, ενώ όχι λίγα «κακά» βιβλία περιέχουν γόνιμα ερεθίσματα για τη σκέψη μας.
Συζητήθηκε πολύ ένα άρθρο που γράψατε πριν από έναν χρόνο με τίτλο «Γλάστρες ονείρων ή τεφροδόχοι ονείρων» για τις συγγραφείς της γυναικείας παραλογοτεχνίας και τις αναγνώστριές τους. Πιο συγκεκριμένα, περιγράφατε αναγνώστριες που ανήκαν στην κατώτερη μεσαία τάξη και «έψαχναν εναγώνια να βρουν κάτι που τους είχε αρνηθεί η ζωή» με «τα ξασμένα, τα οξυζεναρισμένα ή τα σκληρά σαν πράσα μαλλιά». Θεωρείτε ότι οι αναγνώστες ενός βιβλίου μάς λένε κάποια πράγματα για το βιβλίο και για το συγγραφέα του ή ότι μπορεί κανείς να καταλάβει την αξία ενός βιβλίου από το ποιος το διαβάζει;
Οι μάζες δεν είναι το σύνολο των ατόμων τους. Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ψυχοσύνθεση, το δικό του υπόβαθρο εμπειριών και τους δικούς του λόγους να διαβάζει ένα βιβλίο. Όταν, όμως, ένα είδος βιβλίου γίνεται μαζικό φαινόμενο, μπορείτε να είστε βέβαιη ότι η μάζα των αναγνωστών του έχει ορισμένα κυρίαρχα κοινωνικά, ψυχολογικά, πολιτισμικά γνωρίσματα. Μια κυρία που διαβάζει ροζ λογοτεχνία δεν έχει απαραίτητα οξυζεναρισμένα ή σκληρά σαν πράσα μαλλιά και στερημένη όψη. Αν όμως βρεθείτε μπροστά σε καμιά πενηνταριά τέτοιες κυρίες, θα δείτε ότι αυτός ο «κοινωνιότυπος» επικρατεί. Τολμώ να προσθέσω ότι ακόμη και αν δεν φαίνεται στο παρουσιαστικό, μπορεί να κρύβεται στην ψυχή. Δεν τα έγραψα όλα εκείνα με απαξιωτική διάθεση, μάλλον με κριτική συμπάθεια τα έγραψα. Καταλαβαίνω, όμως, ότι από το συγκεκριμένο είδος αναγνωστριών κάθε μορφή κριτικής θεωρείται επιθετική, εχθρική και άδικη. Οι γυναίκες αυτές δεν θέλουν κριτική, θέλουν κατανόηση κι επιβεβαίωση.
Είχατε επίσης εκφραστεί το 2007 αρκετά αρνητικά για τις σύγχρονες Ελληνίδες συγγραφείς στο σύνολό τους σε ένα άρθρο με τίτλο «Η Σταχτοπούτα φοράει Πράντα», λέγοντας ότι «ότι τα χειρότερα μυθιστορήματα στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας γράφτηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια από γυναίκες και είχαν όλα φοβερή επιτυχία. Όσο χειρότερα, τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία τους». Τρία χρόνια μετά, έχετε διαβάσει βιβλία που να σας έχουν αλλάξει γνώμη;
Η κατάσταση είναι σήμερα ακόμη χειρότερη απ' ό,τι το 2007. Το διαπιστώνουν πλέον ενυπογράφως και δημοσίως γυναίκες δημοσιογράφοι ή συγγραφείς που τότε μου είχαν επιτεθεί γι' αυτές τις θέσεις μου.
Στο ίδιο άρθρο μιλούσατε μάλλον υποτιμητικά για τις σύγχρονες Ελληνίδες γενικότερα. Υποστηρίζατε, μάλιστα, ότι η σύγχρονη Ελληνίδα έχει μεγάλη σύγχυση, ενώ περνάει κάποιου είδους μεταβατική φάση στην οποία πρέπει να δείξουμε κατανόηση. Πού ακριβώς στηρίζετε την άποψη αυτή;
Δεν βρίσκω τίποτα το υποτιμητικό στο να πω ότι η σύγχρονη Ελληνίδα διατελεί σε σύγχυση. Το παραδέχονται άλλωστε πάμπολλες Ελληνίδες. Είναι κάτι που δεν έχει να κάνει με τη φύση της Ελληνίδας, αλλά με την ιδιαιτερότητα της σημερινής θέσης της. Μέσα σε δυο τρεις δεκαετίες η Ελληνίδα μπήκε δυναμικά στη σύγχρονη αγορά εργασίας, απελευθερώθηκε από μακραίωνες σεξουαλικές απαγορεύσεις, σταδιοδρομεί σε επαγγέλματα που κάποτε ήταν ανδρικό μονοπώλιο. Όλα αυτά έγιναν όμως τόσο απότομα, ώστε δεν πρόλαβε να τα επεξεργαστεί, να τα εσωτερικεύσει. Λειτουργεί ακόμη με τα στερεότυπα της μητέρας της και της γιαγιάς της για τον γάμο, την οικογένεια, τον ιδανικό άνδρα κ.λπ. Νοσταλγεί και συχνά επιδιώκει την ασφάλεια του παλιού, παραδοσιακού ρόλου της. Θ' αλλάξει αυτή η κατάσταση, αλλά όχι πολύ σύντομα.
Σε μια παλιότερη συνέντευξή σας είχατε πει ότι το βιβλίο που σας σημάδεψε είναι ο Μόμπι Ντικ. Εξακολουθεί να ισχύει αυτό;
Ό,τι σε σημάδεψε στην εφηβεία σου δεν σε ξεσημαδεύει ποτέ. Ας πω, πάλι με κάπως προβοκατόρικη διάθεση, ότι ο Μόμπι Ντικ είναι ένα πολύ ανδρικό μυθιστόρημα. Μιλάει για την ανδρική επική αυτοκαταστροφικότητα, την ηρωική, αλλά και απελπισμένη εμμονή στην προσπάθεια υπέρβασης των ορίων, τη σύγκρουση με τον φυσικό νόμο και τη μοίρα. Οι γυναίκες, που είναι πιο αποδεκτικά όντα και φυσικά πιο σοφά, δεν νομίζω πως θα καταλάβαιναν έναν πλοίαρχο Αχαάβ. Το πολύ πολύ να τον λυπόντουσαν.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Σελ.: 183, τιμή: €16
Ο απολεσθείς παράδεισος
Για πρώτη φορά στα ελληνικά ολόκληρο το έπος του Τζον Μίλτον από τις εκδόσεις Οδός Πανός.
Το έμμετρο έπος του Άγγλου ποιητή Τζον Μίλτον (1608-1674) που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1667 είναι ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της Αγγλίας, το οποίο μάλιστα καθιέρωσε τον ποιητή ως τον Άγγλο Όμηρο. Ο Απολεσθείς Παράδεισος (Paradise Lost) γράφτηκε από τον τυφλωμένο Μίλτον, ο οποίος απήγγελλε το ποίημά του στους βοηθούς του. Η Πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο, ο πειρασμός του Αδάμ και της Εύας από το Σατανά και ο εξορισμός τους από τον κήπο της Εδέμ είναι η βασική πλοκή του έργου, που αριθμεί πάνω από δέκα χιλιάδες στίχους. Ο Μίλτον θέλησε μέσα από αυτό το γιγαντιαίο έργο να εκφράσει την απελπισία του για την αποτυχία της επανάστασης, να «δικαιολογήσει τους τρόπους του Θεού πάνω στους ανθρώπους» και να υμνήσει την αισιοδοξία του για τη δύναμη των ανθρώπων. Ο Μίλτον εμπλουτίζει το έργο του με παγανιστικές εικόνες αλλά και αρχαιοελληνικές αναφορές. Ο μεταφραστής Αθανάσιος Δ. Οικονόμου δηλώνει στην εισαγωγή του βιβλίου για τον Μίλτον και τη θεματολογία του: «Άξιος συνεχιστής των μεγάλων εποποιιών του παρελθόντος, ο Μίλτον μάς εισάγει σε έναν περιπετειώδη κόσμο συγκρούσεων και αναταραχών κοσμοϊστορικής σημασίας, μένοντας πιστός στην αγιογραφική θεμελίωσή του, αλλά και αρυόμενος πληθώρα υλικού από απόκρυφες πηγές που είχε στη διάθεσή του. Βαθύτατες και διαφωτιστικές είναι και οι εσωτερικές ψυχολογικές συγκρούσεις των ηρώων του».
Η ελληνική έκδοση κυκλοφορεί με τα χαρακτικά του μεγάλου εικονογράφου της εποχής Γουσταύου Ντορέ.
ΤΖΩΝ ΜΙΛΤΩΝ
Ο ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Εκδόσεις Οδός Πανός
Μτφρ. Αθανάσιος Δ. Οικονόμου
Σελ. 526 Τιμή: €30
Τα σώματα είναι η μόνη αλήθεια
Η Κατερίνα Σχινά μετάφρασε πρόσφατα ακόμα ένα βιβλίο του Φίλιπ Ροθ, την Ταπείνωση, και αισθάνθηκε δέος μπροστά στην ωμότητα των σεξουαλικών περιγραφών. Από τη Μερόπη Κοκκίνη.
Πότε και πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τον Φίλιπ Ροθ;
Η αναγνωστική σχέση το 1980, όταν διάβασα αποσβολωμένη, στην πρώτη του έκδοση, το πιο αστείο και ιερόσυλο σεξουαλικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να μου πέσει στα χέρια, τη Νόσο του Πορτνόι, όπως είχε μεταφραστεί τότε «Το Σύνδρομο Πορτνόι»· η μεταφραστική όταν, το 2003, μετά από παραίνεση του Νίκου Γκιώνη των εκδόσεων Πόλις, καταπιάστηκα με τη μεταφορά στα ελληνικά των συνομιλιών του Ροθ με ομότεχνούς του (Πρίμο Λέβι, Ιβάν Κλίμα, Μίλαν Κούντερα, Μαίρη Μακάρθυ, κ.ά.), οι οποίες κυκλοφόρησαν τον επόμενο χρόνο με τίτλο Κουβέντες του σιναφιού.
Ποιες είναι οι δυσκολίες στην μετάφραση των έργων του (γνωρίζω ότι έχετε μεταφράσει κι άλλα βιβλία του);
Θα ήθελα να τα είχα μεταφράσει όλα, παρότι είναι δύσκολος, πυκνός, συχνά ερμητικός συγγραφέας. Ο λόγος του είναι μακροπερίοδος και σφιχτός· τίποτα δεν περισσεύει. Είναι ταυτόχρονα συνομιλητικός και στοχαστικός, σαρκαστικός και ιδιότυπα λυρικός. Το δύσκολο είναι να πετύχεις την ισορροπία, να μην προδώσεις τον τόνο του κειμένου, να στοχεύσεις σε μια πιστότητα (πιστεύω απόλυτα στη δυνατότητα μιας πιστής και συνάμα ωραίας μετάφρασης) που δεν θα ακυρώσει τη ζωντάνια του πρωτοτύπου.
Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την Ταπείνωση;
Ο Νίκος Γκιώνης ευθύνεται - μετά το Φεύγει το φάντασμα μού πρότεινε να συνεχίσω με την Ταπείνωση. Αλλά δεν «αποφάσισα»· η έννοια της απόφασης προϋποθέτει δίλημμα, δισταγμούς, αμφιθυμίες, ενώ εγώ απέναντι στον Ροθ έχω μονάχα μιαν απεριόριστη λαχτάρα να κονταροχτυπηθώ με τις δυσκολίες του.
Σας δυσκόλεψαν οι σεξουαλικές περιγραφές που υπάρχουν στο βιβλίο;
Κάθε άλλο. Αν υπήρξε κάποιος στιγμιαίος δισταγμός, ένας μετεωρισμός σε σχέση με τις μεταφραστικές επιλογές, αυτός είχε να κάνει με την απερίφραστη ωμότητα των περιγραφών. Πώς θα ηχούσαν στα ελληνικά; Μήπως πιο βάναυσα απ' ό,τι στο πρωτότυπο; Έπρεπε να βρω το ακριβές τους αντίστοιχο. Και επειδή η ερωτική σκηνογραφία απεχθάνεται την καλλιέπεια, δεν θέλησα ούτε να απαλύνω τις εκφράσεις ούτε να μετριάσω την ένταση. Ήμουν κι εγώ ωμή, όπως ο Ροθ.
Τι θα λέγατε στους επικριτές του, που τον χαρακτηρίζουν μισογύνη;
Θα έλεγα ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Δεν είναι μισογύνης ο συγγραφέας που αναγνωρίζει όλα όσα καθιστούν τις γυναίκες γυναίκες, που τις καλεί να απολαύσουν τη διαφορά τους από τους άντρες, που ερωτεύεται το σώμα τους και ενθουσιάζεται όταν η ομορφιά τους συνοδεύεται από ευφυΐα. Ο Ροθ, είναι αλήθεια, δεν ανέχεται τις γυναίκες που εκμεταλλεύονται το φύλο τους, που θυματοποιούνται, που αυτοδικαιώνονται συνεχώς, που βασανίζονται από ένα σύμπλεγμα εσωτερικευμένων λόγων το οποίο παράγει καταπίεση ή ηθελημένη εγκατάλειψη στην καταπίεση. Αυτό που υπογραμμίζει, σε όλους τους τόνους, είναι η συνενοχή ανδρών και γυναικών στο κατεξοχήν εξουσιαστικό παιχνίδι της σεξουαλικότητας. Αν δεν χαρίζεται, λοιπόν, σε κάποιες ηρωίδες του είναι γιατί τις θεωρεί άξιες σαρκασμού ή απόρριψης - όπως εξάλλου και πολλούς από τους ήρωές του. Και με αυτή την έννοια θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω ως και φεμινιστή - αφού δεν είναι το φύλο εκείνο που καθορίζει τη στάση του απέναντι στα μυθιστορηματικά του πρόσωπα.
Ποια είναι γνώμη σας για το στερεότυπο που θέλει τους μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες να σχετίζονται με μικρότερης ηλικίας γυναίκες;
Πρόκειται για στερεότυπο, πράγματι - αλλά η συχνότητα με την οποία συμβαίνει με κάνει να το βλέπω με επιείκεια, συμπάθεια και κάποια θλίψη, αφού πάντα, πίσω από την επιφανειακά ευφορική επιφάνεια, κρύβεται η αγωνία και λανθάνει το τέλος. Ο Ροθ, στα τελευταία βιβλία του, εικονογραφεί θαυμάσια τη μελαγχολία αυτής της ουσιαστικά ανέφικτης σχέσης.
Τι είναι αυτό που κάνει την Ταπείνωση ενδιαφέρον βιβλίο;
Η συντριβή του κεντρικού ήρωα από τη γυναικεία αυτάρκεια. Η δεξιοτεχνία με την οποία ο συγγραφέας αποκαθηλώνει τις ψευδαισθήσεις του ήρωά του. Η σπαρακτική του ευθύτητα. Η τόλμη με την οποία ξεδιπλώνει μια γεροντική φαντασίωση. Η επιμονή του να μας θυμίζει ότι το σεξ είναι ο πιο ειλικρινής δεσμός, τα σώματα είναι η μόνη αλήθεια και η συνομιλία τους η μόνη αισθητική.
Έχετε έρθει ποτέ σε επαφή με τον Φίλιπ Ροθ;
Ποτέ. Ούτε με τον Ροθ, ούτε με κανένα από τους συγγραφείς που έχω μεταφράσει. Αισθάνομαι κάποια συστολή απέναντί τους. Τους ξέρω τόσο καλά, που θα ήταν σαν να τους έβλεπα γυμνούς - ή το αντίστροφο.
Παρακολουθεί ο ίδιος τις μεταφράσεις του;
Πολύ στενά, μέσω της Τζέην Ασημακοπούλου, την οποία έχει εξουσιοδοτήσει να ελέγχει όλες τις μεταφράσεις του στα ελληνικά.
Η Ταπείνωση του Φίλιπ Ροθ, σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά, θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο από τις εκδόσεις Πόλις.
Η Κασέτα της Λούλας Αναγνωστάκη
Από τον Χρήστο Παρίδη
Χειμώνας 1981. Μόλις ξεκινούσε για τον τόπο μια μακρά περίοδο πολιτικής και κοινωνικής ομογενοποίησης: ευφορία, αισιοδοξία, ανάταση. Η καλλιτεχνική ζωή τότε ακόμα περιορισμένη. Οι «νεολαίοι» μπαινόβγαιναν σε κατώγια, μπουάτ, ρεμπετάδικα και πειραματικά θεατράκια, ντυμένοι με χακί τζάκετ και παλτά μοντγκόμερι τ' αγόρια, με τεράστια πουλόβερ ή ριχτά φορέματα με λαχούρια τα κορίτσια. Οι καλές θεατρικές παραστάσεις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, το αστικό θέατρο, είτε από πολιτική θέση είτε από ασχετοσύνη, ούτε να το πλησιάσουν (σε λιγότερο από είκοσι χρόνια τα ίδια ακριβώς παιδιά, ως κατεστημένο, θα κατέκλυζαν το Μέγαρο με gowns και πανάκριβα suits). Το υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης παρέμενε το μεγάλο τους άλλοθι.
Εκείνο, λοιπόν, τον χειμώνα άνοιξε την αυλαία του (τρόπος του λέγειν) ένα έργο που συγκλόνισε τους πάντες, που κυριολεκτικά τάραξε τα θεατρικά νερά της πρωτεύουσας. Ένα έργο γραμμένο με μοναδική μαεστρία από τη σπουδαία μας συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη. Νομίζω και το σημαντικότερο έργο που έχει γράψει σ' ολόκληρη τη σταδιοδρομία της, Η Κασέτα . Ξεκίνησε τις παραστάσεις της τον Νοέμβριο του '81, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, σκηνογραφία του Διονύση Φωτόπουλου και με τους Αρμένη, Βασιλακοπούλου, Ολυμπίου, Κουγιουμτζή, Κονιόρδου, Γεωργακόπουλο, Αθανασιάδου και Σπύρο Κωνσταντόπουλο. Η Κασέτα είναι ο σπαρακτικός επίλογος μιας εποχής και μιας γενιάς. Έκτοτε όλα θα άλλαζαν, οι άνθρωποι, οι γειτονιές τους, η πολιτική, η κοινωνία, η Ελλάδα όλη. Αλλά το συνταρακτικό αυτό έργο δεν είναι ούτε για την Ελλάδα, ούτε για τους πολιτικούς, ούτε για τις γειτονιές της Αθήνας.
Είναι ένα έργο βαθιά υπαρξιακό, βαθιά τρυφερό, βαθιά ανθρώπινο. Μια σύγχρονη -εσωστρεφής- τραγωδία. Ενός ήρωα που ασφυκτιά, ενός ευαίσθητου ανθρώπου που δεν ξέρει πώς να αποδράσει από τις συμβάσεις των ανθρώπινων αδυναμιών, που θέλει να κάνει την υπέρβασή του, το μεγάλο του άλμα πάνω και πέρα από την ίδια τη ζωή. Στέλνει μηνύματα -που μαγνητοφωνεί σε μια κασέτα μαγνητοφώνου- στον Αλί Αγκτσά, τον Τούρκο παρακρατικό που αποπειράθηκε να δολοφονήσει στις 13 Μαΐου του 1981 τον Πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ, κι εκφράζει στον κολλητό του τον θαυμασμό του γι' αυτόν. Τον άνθρωπο που τόλμησε να στρέψει το όπλο του ενάντια στο απόλυτο, ανά τους αιώνες, θρησκευτικό σύμβολο, ενάντια στην ίδια την ιστορία. Αυτό θα ήθελε να μπορούσε να κάνει κι ο ίδιος, αλλά εγκλωβισμένος, «πατημένος» από τον οδοστρωτήρα της μοίρας και της ζωής, όπως λέει, ανίκανος να στραφεί ενάντια και σε μυρμηγκάκι, στρέφει το όπλο του κατά του εαυτού του. Η μόνη και ύστατη λύση, για μια ζωή που δεν αντέχεται. Θυμάμαι ακόμα την παράσταση της εφηβείας μου. Τώρα που το διάβασα, λύγισα. Πιο πολύ από τότε.
ΛΟΥΛΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Η ΚΑΣΕΤΑ
Εκδόσεις Κέδρος
Σελ. 148 Τιμή: €12
Η δυναμική του αστικού πεδίου
Από τη Μερόπη Κοκκίνη
Στo λεύκωμα Νικηφορίδης - Cuomo, Αρχιτέκτονες, 1991-2009 που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιανός συγκεντρώνονται μελέτες που πραγματοποίησαν οι αρχιτέκτονες Πρόδρομος Νικηφορίδης και Μπερνάρ Κουόμο, μέσα από τις οποίες δημιούργησαν τεχνητά αστικά τοπία. Πολλές από αυτές είναι μελέτες με αφορμή διαγωνισμούς, βραβευμένες ή μη, πραγματοποιημένες ή όχι, και μαρτυρούν μια θέση απέναντι στον μετασχηματισμό τοπίων ή αστικών τόπων.
Στα κείμενα του λευκώματος αναφέρεται: «Ο δημόσιος χώρος μιας πόλης αποτελεί το σημαντικότερο συστατικό της στοιχείο, την κατεξοχήν εικόνα της στα μάτια πολιτών και επισκεπτών, είναι ο τόπος που προσλαμβάνεται και ερμηνεύεται από τον καθένα διαφορετικά, ανάλογα με τα προσωπικά του βιώματα και την αντίληψη που διαθέτει για την πόλη και τη ζωή του μέσα σε αυτή. Η περιήγηση ενός επισκέπτη στον δημόσιο χώρο, στα πάρκα και τις πλατείες μια πόλης αρκεί για να τον κατευθύνει στην κατανόηση της βασικής της δομής αλλά κυρίως στην πρόσληψη και κατανόηση της ατμόσφαιράς της».
Στο βιβλίο οι μελέτες παρουσιάζονται μέσα από θεματικές ενότητες: Οικειοποίηση - η κατάκτηση του δημόσιου χώρου, Ανάδυση - η συμφιλίωση των επάλληλων πόλεων, Επανένταξη - η απόδοση των αστικών θυλάκων, Οριοθέτηση - η αναγνώριση της εσωστρέφειας, Πλήρωση - η ενίσχυση του ορίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι Νικηφορίδης και Κουόμο συνεργάζονται από το 1986, καθώς η κοινή τους πορεία ξεκίνησε από την Αρχιτεκτονική Σχολή της Τουλούζης.
σχόλια