→Οι δυο ελληνικές συμμετοχές στη Βενετία, το Άτεμπεργκ της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη στο επίσημο διαγωνιστικό και η Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα στην Εβδομάδα Κριτικής, ήταν αμφότερες τουλάχιστον ενδιαφέρουσες, και τόσο διαφορετικές σε προσέγγιση, ύφος, συναισθηματική κλίμακα και φιλοδοξία. Κοινή τους χώρα η άλλη Ελλάδα, σύγχρονη και σκληρή, μακριά από τον νεφοσκεπή αγγελοπουλισμό και την ηλιόλουστη φαρσοκωμωδία.
→Ως παραγωγός των δυο ταινιών του Γιώργου Λάνθιμου, η Τσαγγάρη πιστοποιεί την καλλιτεχνική της συγγένεια με αυτόν - επίσης παραγωγό στο Άτεμπεργκ και συμπρωταγωνιστή στην ταινία. Οι δυο τους έχουν αναπτύξει μια αξιοζήλευτη φιλμική γλώσσα, και το Άτεμπεργκ έχει πολλά κοινά στοιχεία με την Κινέττα (ο χώρος ως μνήμη) και τον Κυνόδοντα (μια εσώκλειστη οικογένεια που πασχίζει να βρει εργαλεία έκφρασης και επικοινωνίας). Οι ομοιότητες σταματούν εδώ, ωστόσο. Η Τσαγγάρη βρίσκει την τρυφερότητα μέσα στο αποστειρωμένο σύμπαν της 23χρονης Μαρίνας, η οποία παρακολουθεί σε βίντεο με ευλαβική εμμονή τα παλιά ντοκιμαντέρ γύρω από τα ζώα του Ρίτσαρντ Ατέμπορο (εξού και ο παραφρασμένος τίτλος) στο BBC, μελετώντας και κατανοώντας κατ' αντιστοιχία το ανθρώπινο είδος που την απωθεί. Η Μαρίνα, μπαμπόθρεφτη, όπως ομολογεί στην κολλητή και πιο περπατημένη φίλη της, ζει με τον καρκινοπαθή, αρχιτέκτονα πατέρα της στα Άσπρα Σπίτια. Τον βλέπει να πεθαίνει, μηρυκάζει τα λεκτικά τους παιχνίδια, τον ωθεί να μετανιώσει την απουσία του, παράλληλα, ωστόσο, αναπτύσσεται, απεγκλωβίζεται από ένα arrested development, βηματίζει δειλά, πετάει το κουκούλι και κατακτά μια ακατοίκητη περιοχή του συναισθήματος που ακόμη την τρομάζει - άλλωστε, τα ζώα δεν φιλάνε, δεν γελάνε, δεν τα λένε. Η συναισθηματική ηλικία της ηρωίδας απασχολεί την Τσαγγάρη και πάλι, όπως και στην πρώτη της μεγάλου μήκους, το πιο πειραματικό The slow business of Petra going. Φαίνεται να έχει επενδύσει προσωπικά στη Μαρίνα της, να συνδιαλέγονται ψυχικά και επιστήθια, να κατανοεί πλήρως αυτά που εμείς σε πρώτη ματιά θα κρίνουμε ως ψυχρά και εξεζητημένα. Αυτό είναι το ύφασμα της ταινίας, όχι όμως και το απόλυτο περιεχόμενό της. Η βασική μου αντίρρηση είναι το μέγεθος της άγνοιας της Μαρίνας γύρω από οτιδήποτε είναι ανθρώπινο και πονηρεμένο - μια υπερβολή, αν σκεφτούμε πως δεν έχει μεγαλώσει στο απόλυτο στεγανό του Κυνόδοντα. Όχι πως δεν έχουμε δει τέτοιους ανθρώπους (μπορώ κατ' ιδίαν να σας ονοματίσω κριτικούς κινηματογράφου με προσβλητικό συναισθηματικό αυτισμό). Αυτή είναι και η μόνη μου ένσταση. Το Άτεμπεργκ είναι μια γυναικεία και ταυτόχρονα στιβαρή ταινία, μια ματιά στα αόρατα τραύματα, το πορτρέτου ενός θηρίου που δεν ξέρει όχι πώς να βγει από το κλουβί του, αλλά αν θέλει τελικά να δει την πόρτα της εξόδου απ' αυτό. Υπηρετείται από την πρωτάρα αλλά θαρραλέα Αριάν Λαμπέντ, ένα πανέμορφο κορίτσι που απέσπασε το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για έναν πολύπλοκο και δύσκολο ρόλο, με ακρίβεια κίνησης και έκφρασης. Μπράβο της!
→Η Χώρα Προέλευσης είναι μια πολυεπίπεδη σπουδή της νεοελληνικής κοινωνίας, με αφορμή μια παλιά ενδοοικογενειακή υιοθεσία και κορμό τον Εθνικό μας Ύμνο, όπως τον διδάσκει κατά τη διάρκεια της ταινίας μια από τις ηρωίδες (η Αμαλία Μουτούση) στην τάξη της. Σαν σπιράλ ανελίσσεται το παζλ μιας οικογένειας που σπαράσσεται από απωθημένα και άκρατη οργή. Τις υποψίες αιμομιξίας και ψυχικής ασθένειας δεν τις επιβεβαιώνει ο Σύλλας Τζουμέρκας, ο οποίος μας κρατά (ηθελημένα πιστεύω) σε μια συγχυστική απόσταση από την ταύτιση αλλά και την ειλικρινή κατανόηση των μελών αυτής της μπερδεμένης φαμίλιας, στις παρυφές των πρόσφατων έκρυθμων γεγονότων στους δρόμους της Ελλάδας. Το κάνει με μανιακά κοντινά πλάνα που ερμηνεύουν την αβεβαιότητα και ψάχνουν το ψέμα. Ο συσχετισμός της αγριάδας του ποιήματος του Σολωμού με το ελληνικό θυμικό είναι εξαιρετικά καίριος και φρέσκος - τη στιγμή που όλα πια ανάγονται στην αρχαία ελληνική τραγωδία, επιτέλους ένα κομμάτι ζωής πολύ πιο κοντινό και απτό στον τόπο που βράζει από νεύρα και υποκρισία. Λόγω της «στενής» κινηματογράφησης που συνεπάγεται απουσία εγκατάστασης των χαρακτήρων στον χώρο και τον χρόνο (υπερβολικά τα φλασμπάκ), το εγχείρημα είναι πιο συγκρουσιακό παρά διαφωτιστικό. Σύμφωνοι, η κάθαρση δεν συνεπάγεται λύση, αλλά η Χώρα Προέλευσης, που ευτυχώς δεν ταυτίζεται με την πατρίδα, παρασύρεται σαν ορμητικός συρμός από την πληθώρα των καταστάσεων που θίγει. Οι ερμηνείες, ωστόσο, είναι υψηλού επιπέδου.
→Τελικά, ο Ταραντίνο είναι αισθηματίας. Όπως στις Κάννες χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στον Μάικλ Μουρ της Weinstein που αποτελεί τη φάτνη που εγγυάται την καλλιτεχνική του ελευθερία τόσα χρόνια, στη Βενετία έδωσε το Χρυσό Λιοντάρι στην παλιά του αγαπημένη, τη Σοφία Κόπολα, για το Somewhere, που μου άρεσε πολύ, μέσα στην ελλειπτικότητά του. Είναι ταινία λεπτής παρατήρησης, ιαπωνικής καθαρότητας και γαλλικής αφαίρεσης, με την ίντριγκα να υποκαθιστά την πλοκή. Το σάουντρακ είναι θεϊκό.
→Μεγάλη ταινία είναι η Μαύρη Αφροδίτη του Αμπντελατίφ Κεσίς, η ιστορία μιας Αφρικανής που γίνεται θέαμα λόγω των ξεχωριστών γεννητικών οργάνων, στην καλή και κακή κοινωνία του 19ου αιώνα. Ένας άνθρωπος ελέφαντας του αγοραίου ερωτισμού, η γυναίκα αυτή έζησε φριχτά και πέθανε μόνη, αλλά δικαιώθηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν το σώμα της επιστράφηκε στον τόπο καταγωγής της. Πρόκειται για ένα αντικαθρέφτισμα του θεάματος, ένα φιλμ που μιλάει ανατριχιαστικά για τη διαχρονική διαστροφή της show business, που βάζει με δεξιοτεχνία τον θεατή στη θέση του όχλου και τον βάζει αντιμετωπίσει τις επιλογές του. Ο Κεσίς είναι ένας μεγάλος δημιουργός, σε αντίθεση με τον Γιέρζι Σκολιμόφσκι (Essential Killing), που απέδειξε αυτό που ξέρουμε εδώ και πολλά χρόνια, ότι δηλαδή είναι ικανότατος σκηνοθέτης, ευφάνταστος χειριστής ενός θέματος που ποντάρει στην εικόνα, στον ήχο αλλά όχι στα λόγια. Για το Essential Killing βραβεύτηκε ο Βίνσεντ Γκάλο, τελείως άλαλος στον ρόλο του (πιθανώς τρομοκράτη) Αφγανού, που σκοτώνει για να επιβιώσει - ως και γάλα βυζαίνει από μια φρικαρισμένη λεχώνα ο Γκάλο, ο οποίος ήταν στο φεστιβάλ, σύχναζε σε μια καντίνα στην οδό Σάντρο Γκάλο (απλή συνωνυμία, νόστιμα ναρκισσιστική) με διαφορετική ξανθιά κάθε βράδυ, αλλά δεν έκανε καμία δήλωση ή εμφάνιση για τα μάτια των ανθρώπων που πλήρωσαν τη μετάβασή του στη Βενετία. Just a prick or true diva;
Οι ταινίες του Φθινοπώρου:
1. SOCIAL NETWORK: Ο Ντέιβιντ Φίντσερ επανέρχεται με το χρονικό της ίδρυσης του Facebook από έναν νέο που πίστεψε στη μοντέρνα κοινωνική δικτύωση. Η ιστορία γράφεται με ταχύτατους ρυθμούς, συνεπώς ένα νωπό φαινόμενο αποτυπώνεται τόσο σύντομα. Πρωταγωνιστεί ο Τζέσι Άιζεμπεργκ
2. Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ: Ενδιαφέρουσα συνάντηση του σκηνοθέτη του εναλλακτικού και σκοτεινού Control, Άντον Κορμπέιν, με τον κατεξοχήν Αμερικανό σταρ Τζορτζ Κλούνι, που φλερτάρει με τα ανεξάρτητα σε λουστραρισμένο περίβλημα. Προβλέπεται περιπέτεια με κριτική ματιά στο είδος, ένα υπαρξιακό θρίλερ με διαφορετικό τόνο.
3. ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΕΝΑ ΟΠΛΟ ΚΙ ΕΝΑ ΝΟΥΝΤΛ ΜΠΑΡ: Ο Ζανγκ Γιμού διασκευάζει αρκετά πιστά το Μόνο Αίμα των αδελφών Κοέν, μεταφέροντάς το σε μια άγρια ασιατική Δύση, άρα και σε μια διαφορετική κουλτούρα. Αφαιρετικό και αρκούντως κωμικό, πρόκειται για ένα φιλμ που αναπτύσσει διάλογο μεταξύ φτασμένων δημιουργών, διατηρώντας το πνεύμα του πρωτότυπου και ανανεώνοντας πλήρως την οπτική παλέτα.
4. THE TOWN: Ένας ληστής τραπεζών ερωτεύεται ένα από τα θύματά του, μια διευθύντρια τράπεζας, που αγνοεί την πραγματική του ταυτότητα. Ο Μπεν Άφλεκ, που είναι πλέον και ανήσυχος δημιουργός αφηγηματικών ταινιών με twist, πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί δυο όμορφους ανθρώπους: τον Τζον Χαμ, από τους «Mad Men», και τη Ρεμπέκα Χολ, κόρη του sir Πίτερ, του τρανού σκηνοθέτη.
5. Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ: Ο χαμαιλεοντικός σκηνοθέτης Μάικλ Γουιντερμπότομ διασκευάζει τον παλπ συγγραφέα Τζιμ Τόμσον με θέμα έναν προβληματικό βοηθό σερίφη στο Τέξας που ξεμένει από άλλοθι. Ο Κιούμπρικ είχε αποκαλέσει την ιστορία φρικιαστική και διεστραμμένη και ήδη από το Βερολίνο στην ταινία έχει κολλήσει η ταμπέλα της αμετανόητης και ακραίας βίας.
σχόλια