Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας - Αριάν Μνουσκίν
Έστω κι αν αρχικά με αποκάρδιωσε η δραματουργική ραθυμία της παράστασης -ασύνδετες εικόνες, αργοί ρυθμοί, άσκοποι μονόλογοι-, δεν μπόρεσα να μείνω ασυγκίνητη μπροστά στον ιδεαλισμό των Ναυαγών και τα -ετεροχρονισμένα αλλά έμπλεα μιας δίκαιης ομορφιάς- ιδανικά τους: δικαιοσύνη, αδελφοσύνη και, υπέρ πάντων, η (τρελή) ελπίδα για μια κοινωνία που θα χτιστεί με αμείωτη πάλη (και θύματα), αλλά με ηθική ακεραιότητα, πίστη στον άνθρωπο και τη συντροφικότητα. Είτε το αντιμετωπίσουμε ως μια θεατρική διαθήκη του Μαρξ είτε ως ένα μνημόσυνο σε όσα μάταια ήλπισε η ανθρωπότητα λίγο πριν της κόψει τη φόρα ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα θέατρο που εξευγενίζει.
Σκηνοβάτες Σταμάτης Φασουλής
Οι Σκηνοβάτες του Σταμάτη Φασουλή, με εξαίρεση ορισμένα χαριτωμένα σκετς, αποδείχθηκαν ένα πολύ αμήχανο θέαμα, προβληματικό ως προς το ύφος, το ήθος, το χιούμορ και τη θεατρική του ισχύ. Με τα διασκεδαστικά ενσταντανέ να έχουν πλέον ξεθωριάσει, το μόνο που θυμάμαι είναι μια σωρεία νερόβραστων ανέκδοτων και χαζοβιόλικων βρομόλογων: «Α, το πουτανάκι η Κασσάνδρα...», «Βρε, το πουστόπαιδο ο Ορέστης...» και την Αγαύη των Βακχών να τραγουδά αλά Αλίκη Βουγιουκλάκη «Το παιδάκι μου στον ώμο, για τον δρόμο μου τραβώ...».
(A)πολλωνία Κριστόφ Βαρλικόφσκι
Ο Πολωνός Κριστόφ Βαρλικόφσκι κατέθεσε ένα δημιούργημα δαιμονικής φαντασίας, πυρετώδους στοχασμού και προσωπικών εμμονών, γεμάτο από ετερόκλητα και αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία: μυθικά πρόσωπα αλλά και κακόγουστα ανέκδοτα, υφολογικές παραπομπές σε ταινίες τρόμου αλλά και στον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ή τον Ταντέους Κάντορ, live μουσικά ιντερμέδια αλλά και φλύαρους μονολόγους που αργά και σταδιακά έβρισκαν τον στόχο τους. Και πείστηκα πως ο 55χρονος Πολωνός είναι ένας απόλυτος σκηνοθέτης των καιρών μας, ικανός να δημιουργήσει έργα σαν αυτό, μια ροκ τραγωδία της εποχής μας, που συμπαρασύρει τον στοχασμό του θεατή από τους μύθους των αρχαίων Ελλήνων στα ιστορικά ντοκουμέντα του Ολοκαυτώματος και από κει στα σύγχρονα ανθρώπινα σφαγεία, τα οποία, όπως ακούστηκε στην παράσταση, «σίγουρα υπάρχουν και στην Αθήνα, απλώς κανείς δεν τα διαφημίζει».
Μήδεια - Αντώνης Αντύπας
Στη σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα η Μήδεια του Ευριπίδη διαβάστηκε με τους όρους θεάτρου λόγου: εκείνο που πρυτάνευε ήταν η παντοδυναμία του κειμένου. Εκείνο που απουσίαζε η βιωμένη σωματικότητα, η οποία θα απογείωνε το αποτέλεσμα. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν είδαμε απλώς ένα «ζωντανό αναλόγιο». Ο γνωστός σκηνοθέτης του Απλού Θεάτρου, αποδεχόμενος πως καμία σκηνοθετική ανάγνωση δεν επαρκεί όταν κάποιος βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ ένα τόσο σύνθετο έργο, επιλέγει μια αποκαθαρμένη από σκηνοθετισμούς ματιά. Αντί να προτάσσει ένα συγκεκριμένο σκηνοθετικό όραμα, αφήνει «ελεύθερο» τον θεατή ν’ ακούσει τον λόγο. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση την απόλυτα σύγχρονη, πολύσημη και κοφτερή γλώσσα του Γιώργου Χειμωνά (μετάφραση), ποιητική και συνάμα βάρβαρη, στεγνή και ταυτόχρονα υπερβατική, ειδικά όταν εκφερόταν από την Αμαλία Μουτούση.
σχόλια