Η απόφαση του Gap Year έπεσε στο σπίτι κεραυνός. Από το «δε σε στείλαμε στο Cambridge για να γίνεις επαγγλεματίας τουρίστας» περάσαμε γρήγορα στο «δε θα τα καταφέρεις». «Έχεις μεγαλώσει σε αστικό σπίτι. Είσαι πολύ κακομαθημένος για να ξεκινήσεις δουλειές του ποδαριού, γυρίζοντας τον κόσμο» απεφάνθη η μητέρα. «Θέλεις απλά να φύγεις από κάτι, μακάρι να ξέραμε τι» επέμενε η οικογένεια.
Ακολούθησαν άλλα, πιο φαντεζί επιχειρήματα. «Γιατί δεν ξεκινάς μία καριέρα, και ταξιδεύεις αργότερα. Μπορείς μέχρι και να τη διακόψεις για κάποιους μήνες». «Αν έχεις υπογράψει σύμβαση με τις ουράνιες δυνάμεις πως θα ζήσω μέχρι τα βαθιά γεράματα, να σκεφτώ μήπως το αναβάλω». Περιττό να σου πω, δε συνεννοηθήκαμε. Αυτή τη λογική την έχω ακούσει από πολλούς. «Γιατί όχι αργότερα;» Λες και είμαστε στον παρόντα κόσμο με εγγύηση και έχουμε την πολυτέλεια να αναβάλλουμε σχέδια για το απώτατο μέλλον.
Όταν απέτυχε και το επιχείρημα της αναβολής, γυρίσαμε στο προηγούμενο, «δε θα τα καταφέρεις». «Πάμε στοίχημα;» Μόλις ξεστομίσω αυτό το «πάμε στοίχημα», μου λένε γνωστοί και φίλοι, έχει τελειώσει και η συζήτηση: είμαι αμετακίνητος. Αμέσως μόλις γύρισα στην Αθήνα, έπιασα τη «Χρυσή Ευκαιρία». Ζητούμενο: μια δουλειά εύκολη, που να θα μου έδινε τη δυνατότητα να εξοικονομήσω κάποια χρήματα για ταξίδια... Fundraising για τους ξενομαθείς.
Μέσα σε δυο τρεις μέρες, βρήκα δουλειά σε ένα κατάστημα τουριστικών ειδών στην Πλάκα. Δουλειά εύκολη και ευκαιρία να εξασκήσω και τις γλώσσες που ξέρω, σκέφτηκα. Το είχαν μια μεσήλικη κυρία και ο γαμπρός της. Δε λέω πως δεν έζησαν αντιπαθέστεροι άνθρωποι (υπήρξε και ο Χίτλερ και ο Στάλιν). Θα μπορούσαν όμως να είναι φιναλίστ. Ήταν σπάγγοι, νεόπλουτοι με έντονο κοινωνικό κόμπλεξ, δικαιολογημένο αν θες από την ανύπαρκτη παιδεία τους. Δεν τους άρεσαν οι Εβραίοι, δεν τους άρεσαν οι μαύροι, δεν τους άρεσαν οι Σλάβοι, δεν τους άρεσαν οι παρέες νεαρών (κάνουν φασαρία, δεν ξοδεύουν) ούτε οι ηλικιωμένοι (είναι όλο απαιτήσεις). Ήταν αδιάφροι και συχνά αγενείς με τους πελάτες. Κάθε μέρα, μάρτυρας μιας νέας χοντράδας, τους αντιπαθούσα περισσότερο. Πριν περάσουν δυο βδομάδες, αυτομόλησα σε άλλο κατάστημα, που το είχαν δύο νέα παιδιά, πολύ πιο ευγενείς – απελπισμένοι ότι θα διορίζονταν ποτέ, το είχαν ρίξει στο εμπόριο.
Θα πέρασα ένα μήνα μαζί τους. Η δουλειά εύκολη, και για πρώτη φορά μετά το μεταπτυχιακό βρήκα ευκαιρία να μιλώ κάθε μέρα τις «περίεργες» γλώσσες που είχα καταφέρει να μάθω «από δω κι από κει»: πορτογαλικά, εβραϊκά, καταλάνικα. Με τριγύριζε και μια σωρεία αντικειμένων που πιο κακόγουστα δύσκολα θα βρεις. Η Αθήνα, ενόψει των Ολυμπιακών που πλησίαζαν, είχε γίνει της μόδας. Πλημμύριζαν οι τουρίστες από τα πιο απίθανα μέρη. Πάνω στις αγοραπωλησίες, αν δεν είχε κίνηση, πιάναμε την κουβέντα. Δύο ήταν τα προβλήματα της δουλειάς, που τη διασκέδασα πολύ: η συνεχής ορθοστασία επί οκτώ ώρες μου προκαλούσε πόνους, ενώ τα χρήματα ήταν ελάχιστα. Τότε είχαμε ακόμη τις δραχμές, και νομίζω πως παίρναμε χίλιες την ώρα. Θυμάμαι πως για μεσημερινό και βραδυνό έτρωγα σουβλάκια, και γύριζα από την Πλάκα στο Παγκράτι με τα πόδια. Κάθε γεύμα μου στοιχίζει μία ώρα δουλειάς, σκεφτόμουν. «Είμαστε πωλητές σε τέσσερις γλώσσες εγώ, σε επτά εσύ, λίγο δεν είναι το χιλιάρικο την ώρα;» με ρώτησε ένα δεκαννιάχρονο παιδί. Ελληνοϊσπανός εκείνος, δούλευε για το καλοκαίρι να εξοικονομήσει για τις διακοπές.
Συνέχισα να ψάχνω τη χρυσή ευκαιρία, αλλά ξαφνικά μια ιδέα μου καρφώθηκε. Θυμήθηκα πως κάποιοι συμμαθητές μου από το σχολείο είχαν δουλέψει το καλοκαίρι σε κρουαζιερόπλοια, και το είχαν διασκεδάσει δεόντως. Συντόμως, βρέθηκα στον Πειραιά και προσγειώθηκα στο λογιστήριο ενός κρουαζιερόπλοιου. Έκανε το δρομολόγιο νησιά Αιγαίου – Κουσάντασι – Μάρμαρις (λυπάμαι, δεν είναι Μαρμαρίς και δεν πρόκειται για ελληνικό τοπωνύμιο!) και πίσω. Τώρα, να με χρησιμοποιήσουν στο λογιστήριο ήταν περίεργη επιλογή. Με πλήρωναν όμως 340.000 δραχμές το μήνα και δεν είχα κανένα έξοδο – ούτε διαμονής ούτε διατροφής. Συνθήκες ιδανικές για το στόχο της αποταμίευσης στην προ-ευρώ εποχή... Άσε που είχα και μια στολή μούρλια, λευκή, που έκαψε αρκετές καρδιές και μου πήγαινε γάντι.
Στο λογιστήριο, λοιπόν, ασχολούμουν με μια ατέλειωτη χαρτούρα. Δουλειά τυποποιημένη. Παράλληλα, με καλούσαν στη ρεσεψιόν όποτε ήταν απαραίτητες οι γλωσσικές μου υπηρεσίες – όταν Βραζιλιάνοι (πολύ σύνηθες) και Ισραηλινοί (πιο σπάνιο) τουρίστες δε γνώριζαν αρκετά καλά αγγλικά. Και μιας και είχα περάσει χρόνια πριν και την «τουρκική φάση μου» μαθαίνοτνας κάποια βασικά, ανέλαβα τη βοήθεια στην επικοινωνία με τους Τούρκους επιβάτες. Έτσι ήλθα γρήγορα σε επαφή με την παροιμιώδη ανικανότητα των Τούρκων στις ξένες γλώσσες (που μόνο οι Ισπανόφωνοι συναγωνίζονται). Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο μου έγραφα εδώ κι εκεί άρθρα ταξιδιωτικά.
Η εργασία μου αυτή μου παρέσχε, όπως αργότερα η στρατιωτική θητεία, πολύτιμη εσωτερική πληροφόρηση για το πώς λειτουργεί το ελληνικό κράτος και κοινωνία. Έμαθα έτσι πως οι λογιστές των κρουαζιερόπλοιων έμπαιναν πάντοτε στα λιμεναρχεία των νησιών δώρα φέροντες, και τα δώρα ήταν κούτες τσιγάρα. Τώρα, τι «δώρα δέχονταν» οι μη καπνιστές λιμενικοί μη με ρωτήσεις, θα σε γελάσω και θα ναι κρίμα. Είδα επίσης τους Τούρκους ελεγκτές υγείας να απολαμβάνουν δωρεάν γεύματα μετά από κάθε επίσκεψη στο εστιατόριο του πλοίου. Όλα αυτά, τότε ακόμα, μου έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση.
Γνώρισα ταυτόχρονα μία ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, τους ναυτικούς. Όπως και οι πιλότοι, που θα γνώριζα αργότερα κατά τη διάρκεια της θητείας μου, οι ναυτικοί είναι sui generis. Έχοντας γυρίσει τον κόσμο και δει και ζήσει πολλά, έχουν μια σοφία γέροντος που τους έρχεται πρόωρα. Αν και ελάχιστοι έπιαναν βιβλία στα χέρια τους, με έστελναν πραγματικά αδιάβαστο με τις παρατηρήσεις και τις συζητήσεις τους. Και με τις ιστορίες τους για ευτράπελα, ερωτικές περιπέτειες, επαναστάσεις και συμπλοκές στη δίνη των οποίων βρέθηκαν, μπλεξίματα με διεφθααρμένες αρχές μακρινών χωρών.
Δύσκολη ζωή, να είσαι κλεισμένος για μήνες μέσα σε ένα πλοίο, παρά τις πολύ καλές (τότε) αμοιβές που είχαν οι περισσότεροι. Τους χειμερινούς μήνες, που δε γίνονταν κρουαζιέρες, οι ναυτικοί τους περνούσαν «έξω» με τις οικογένειές τους, πολλοί απασχολούμενοι εποχιακά σε δεύτερη δουλειά. «Μη νομίζεις και η ζωή εκεί έξω είναι πολύ δύσκολη» μου είπαν πολλοί.
Η ζωή σε ένα πλοίο, για όσους τη γεύονται επί μήνες, έχει δικούς της κανόνες. Πρόκειται για μια μικρή κοινωνία με όλα τα σύμφυτα μειονεκτήματα. Πρέπει όμως να σου πω πως το ασύλληπτο ξεκατίνιασμα που συνάντησα σε άλλα ελληνικά περιβάλλοντα, πιο «αστικά» (γραφεία δικηγορικά, πηγαδάκια πανεπιστημιακών και διπλωματών), δεν υπήρχε μεταξύ των ναυτικών. Η κακεντρέχεια και ο άσβεστος φθόνος, που τόσο χαρακτηρίζουν δυστυχώς την ελληνική συμβίωση, ήταν μεγέθη αμελητέα στο πλοίο.
Όσο για την περίπτωσή μου, δεν ξέρω τι περίμεναν από την ξαφνική άφιζή μου, πάντως σίγοθρα δεν το βρήκαν. Αρχικά τους έκανα εντύπωση, μαθημένοι όμως οι ίδιοι στη μη συμβατική ζωή η ιστορία μου έπαψε γρήγορα να τους απασχολεί: με έβλεπαν ως «μέλος της ομάδας». «Σε περιμέναμε πιο σνομπ», μου είπαν πολλοί αρχικά. Αυτό αρχικά με εκνεύρισε, αργότερα με στενοχώρησε, γρήγορα όμως έπαψα να δίνω σημασία. Για καλό εξάλλου το έλεγαν οι άνθρωποι. Μια μέρα ο αρχιλογιστής έπεσε πάνω μου στο κατάστρωμα. «Τελικά, είσαι πολύ περίεργο άτομο» μου πέταξε ξαφνικά, αντί για χαιρετισμό, και μου τσίμπησε το μάγουλο. «Μάγος θα είστε» του είπα και, για πρώτη φορά, έσκασε στα γέλια.
Το πλοίο λοιπόν επρόκειτο να αλλάξει δρομολόγιο, και την αλλαγή αυτή την περίμενα πώς και πώς. Αντί για το Μάρμαρις, ένα αδιάφορο τουρκικό θέρετρο, μετά τα νησιά θα πηγαίναμε Βηρυτό και Τελ Αβίβ. Το Τελ Αβίβ το αγαπώ πολύ, ενώ στη Βηρυτό δεν είχα πάει ακόμη τότε. Το 2001, η πρωτεύουσα του Λιβάνου βρισκόταν στον πυρετό της μετεμφυλιακής ανοικοδόμησης. Ολόκληρα τετράγωνα στο κέντρο της τα καταλάμβαναν κτίρια διάτρητα από τους όλμους, τοίχοι που έμοιαζαν με τεράστιες τσιμεντένιες γραβιέρες. Αυτά όλα τα γνώριζα από το ίντερνετ. Πέθαινα να πάω στη Βηρυτό και το Τελ Αβίβ, αλλά δυστυχώς πολλοί πέθαιναν κυριολεκτικά.
Το 2001 ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα, με επιθέσεις αυτοκτονίας και νεκρούς. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σημειώθηκαν παραπάνω από 15 θανατηφόρες επιθέσεις στο Τελ Αβίβ, την Ιερουσαλήμ, τη Χάιφα, τη Νετάνια. Οι κάποιες αντιρρήσεις που προβλήθηκαν αρχικά για το προτεινόμενο δρομολόγιο άρχισαν να γίνονται χείμαρρος, καθώς καφέ, κλαμπ, εστιατόρια, σταθμοί λεωφορείων και καταστήματα του Ισραήλ γίνονταν γυαλιά καρφιά. Τελικά, η διεύθυνση αποφάσισε να αντικαταστήσει το δίδυμο Βηρυτός – Τελ Αβίβ με την Κωνσταντινούπολη.
Την Πόλη την είχα επισκεφτεί κατά τη διάρκεια μιας κρουαζιέρας (ως επιβάτης, όχι πλήρωμα!) σε μικρή ηλικία το 1986. Ήταν τα χρόνια Παπανδρέου – Οζάλ και η κρίση στο Αιγαίο. Ήταν τα χρόνια που τα νοικοκυριά στην Πόλη θερμαίνονταν με λιγνίτη, όχι με φυσικό αέριο, και τα πάντα ήταν μαύρα και βρώμικα. Θυμόμουν μια πόλη βρώμικη με κτίρια γκρίζα. Θυμάμαι πως με τους γονείς μου μιλούσαμε αγγλικά όσο μείναμε στην Κωνσταντινούπολη: μας είχαν συμβουλεύσει να μη μιλάμε ελληνικά «για την ασφάλειά μας». Δεν είχα καμμία καλή ανάμνηση και τώρα έφερα την αλλαγή βαρέως. «Καμμία διάθεση να δω την Πόλη δεν έχω αυτή τη στιγμή» μουρμούριζα. Που να ξερα. Μεγάλο λόγο να μην πεις.
σχόλια