Κάτι σε δένει πάντα με αυτό που σε έχει φέρει εδώ, ακόμα κι αν η πορεία φάνηκε οπισθοδρομική, ακόμα κι αν έφτασες εδώ που είσαι σήμερα όχι από επιλογή, ούτε από τύχη, αλλά από καθαρή μεταμέλεια. Αν καταφέρεις να σταθείς μία στιγμή στην αιχμή της ζωής, αυτό που άλλοι ονομάζουν συνειδητοποίηση και άλλοι απόσυρση, τα καρέ της πορείας σου μπαίνουν επιτέλους σε μια σειρά, η ζωή παύει να είναι video clip εναλλασσόμενων εικόνων προς εντυπωσιασμό, αλλά φωτογραφίες που παλιώνουν αργά, κιτρινίζουν από την φθορά του χρόνου, όπως κιτρινίζουν τα δάχτυλά σου από το αργό κάψιμο ενός τσιγάρου.
Εδώ που έφτασες, ζεις δύσκολα. Παλεύεις να κρατήσεις τις ισορροπίες ανάμεσα σε αυτά που έμαθες να διεκδικείς και σε όσα σε υποχρεώνουν να διεκδικήσεις. Τις μέρες που το σώμα σου δεν αντέχει να σηκωθεί, τότε που η μάχη μοιάζει χαμένη από χέρι κι εσύ ένας κουρασμένος μονομάχος σε μια άδεια αρένα, είναι η ίδια η επιβίωση που σου φωνάζει αυτό που δεν είχες σκεφτεί ποτέ. Να φύγεις. Σηκώνεσαι και το επαναλαμβάνεις συνεχώς από μέσα σου, να φύγω, περπατάς και τα πόδια σου κατευθύνονται προς έναν μόνο προορισμό, να φύγω, μιλάς και το στόμα σου θέλει να πει μόνο δύο λέξεις, να φύγω. Φαντάζεσαι μια νέα ζωή σε ένα καινούριο σκηνικό, τα ρουθούνια σου γεμίζουν από την μυρωδιά άγνωστων σωμάτων, τα μάτια σου καλύπτονται από τις εικόνες νέων προσδοκιών. Είσαι εσύ, είσαι εδώ, αλλά το εδώ δεν το αντέχεις πια, αρχίζεις να κοιτάς εισιτήρια, δουλειές και σπίτια σε μέρη που μπορεί και να μην πήγαινες ποτέ. Σε πείθεις στιγμιαία ότι μπορείς να απαλλαγείς από όλα τα κιτρινισμένα καρέ της ζωής σου, ότι το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένας αναπτήρας για να κάψεις το εδώ και μια άδεια βαλίτσα που θα γεμίσει από το εκεί.
Κι ύστερα κοιτάς την παλάμη σου και βλέπεις ότι κρατάς ακόμα τις παλιές φωτογραφίες, οι εικόνες της ζωής σου είναι πάντα εκεί και τελικά δεν είναι στάσιμες, κινούνται σε έναν κυκλικό χορό κι εσύ είσαι στην μέση. Το φως της μέρας πέφτει πάνω στο πατρικό σου σπίτι με την πλακόστρωτη αυλή, στις ορτανσίες που φουντώνουν κάθε άνοιξη, στο θρανίο που έγραψες το πρώτο σου σύνθημα, στην παρέα που πήγες τις πρώτες σου διακοπές, στον πρώτο έρωτα που έμεινε στην μέση και στους επόμενους που τέλειωσαν χωρίς ούτε ένα αντίο, στα πρώτα λεφτά που χάλασες σε ένα ατέλειωτο μεθύσι, στους δρόμους που περπατάς με κλειστά μάτια, στις καλημέρες που λες σε ένα σωρό οικείους αγνώστους. Οι κιτρινισμένες φωτογραφίες κρύβουν χρώματα που χρειάζεσαι, το παρατημένο πράσινο μιας βόλτας στον εθνικό κήπο, το τρικυμιώδες κόκκινο μιας ακόμα πορείας, το ανακατεμένο μπλε μιας ακόμα θάλασσας.
Καταλαβαίνεις ότι ξεκινάς να ζωγραφίσεις ένα κάδρο με προσδοκίες, προσπαθείς να χωρέσεις σε έναν καμβά περιορισμένων διαστάσεων τις εικόνες που σου έμαθαν να θαυμάζεις, δένεις το χέρι σου με ένα ξένο πινέλο που δεν ορίζεται από εσένα. Ύστερα επαναστατείς, καρφώνεις τον καμβά με το ξένο πινέλο και τον καταστρέφεις, δεν αποδέχεσαι κανέναν καμβά, καμιά περιορισμένη διάσταση, μαθαίνεις να γράφεις στους τοίχους, όλη η πόλη γίνεται ένας ατέλειωτος καμβάς.
Και αποφασίζεις να μείνεις. Όχι από ηττοπάθεια. Αλλά για να μην επιτρέψεις στους άλλους να σε διώξουν.
σχόλια