Μεγάλη Πέμπτη, στο απόγειο του Θείου Δράματος, η τριαντάχρονη Αριστέα Νησιώτη αποφάσισε να γράψει τον επίλογο του δικού της: το φετινό καλοκαίρι θα ήταν το πρώτο της, ύστερα από χρόνια, μακριά απ’ τη θάλασσα. Δώδεκα καλοκαίρια τώρα έφτανε καραβοτσακισμένη και κάθιδρη στα νησιά, δεν θα τ’ άφηνε να γίνουν δεκατρία. Τετέλεσται, ψιθύρισε και, με χέρι σταθερό, διέγραψε ένα ένα τα μηνύματα του Τατιανού από το Nokia, συνεπής στον όρκο που είχε πάρει τον προηγούμενο Αύγουστο, πάνω από ένα χταπόδι πνιγμένο στο λάδι, σε μια τυχαία ταβέρνα στο Λιβάδι Σερίφου.
Εκεί άκουσε τον Λέανδρο να της ανακοινώνει ότι γυρνώντας πίσω θέλει να μείνει μόνος του για λίγο, ήταν μεγάλη ανατροπή το διαζύγιο που σχεδίαζε να πάρει, θα ήθελε να το ξανασκεφτεί ωριμότερα, τις μεγάλες ανατροπές οφείλεις να τις περνάς από κόσκινο, να τις ψειρίζεις. Δεν είμαστε πια έφηβοι, Αριστέα -αγόρευε ο επί οκταμήνου εραστής της-, ο παρορμητισμός δεν συγχωρείται όσο ερωτευμένος κι αν είσαι, που και ο έρωτας, εξάλλου, τι είναι; Μια ιδεοληψία είναι, η ανάγκη μας να αποδράσουμε απ’ την απάθειά μας μεταμφιεσμένοι σε περιπαθείς Ρωμαίους και Ιουλιέτες, έχω άδικο; Πίπες, ήθελε να του απαντήσει η Αριστέα, αλλά το σοκ την υποχρέωσε να τον ακούει κωφάλαλη, αν και αφρίζουσα (μέσα της). Μόνο τον κοίταζε, για την ακρίβεια κοίταζε μια αυτόν και μια τα εναπομείναντα πλοκάμια του χταποδιού στο πιάτο της, ξέφυγε το μυαλό της στη Θεώνη, την ξαδέρφη της, αλλεργική στο χταπόδι από αρχαιοτάτων, ένα απ’ αυτά τα πλοκάμια θα μπορούσε να γίνει ο δολοφόνος της και πώς να φυλακίσεις ένα νεκρό χταπόδι;
Μεγάλη Πέμπτη, επί ξύλου κρεμάμενη η Αριστέα Νησιώτη, έβλεπε τις αναμνήσεις της να γίνονται βόλια, μέχρι που σωριάστηκε βαριά τραυματισμένη στις υπόλευκες μαξιλάρες του καναπέ, μασώντας άκεφα τη λίμα των νυχιών της. Τόσα καλοκαίρια από νησί σε νησί, για να τιμήσει λες το επώνυμό της, που ποιος στο διάολο ήξερε πώς το φεσώθηκε; Πατέρας απ’ το Καρπενήσι, μάνα απ’ το Δομοκό, ίχνος αλμύρας, ραχούλες μονάχα κι αγριοπερίστερα, από πού κι ως πού γοργόνα η Αριστέα, ζευγαρωμένη να την ξεβράζει το κύμα στα λιμάνια και θεομόναχη να τη γυρίζει πίσω;
Πιο πληκτικό ανάγνωσμα για την παραλία απ’ τα καλοκαίρια της αδύνατο να βρει. Πάντα οι άλλοι ν’ αποφασίζουν το τέλος και πάντα παρά θίν’ αλός να της το ανακοινώνουν: ο Μίμης (μικρομηκάς, ελαφρύς στραβισμός) στη Σουβάλα της Αίγινας και ο Θωμάς (μετέπειτα συλληφθείς για ληστεία σε μπουγατσατζίδικο) στην Αχιβαδολίμνη της Μήλου, ο Ηλίας (μετέπειτα γκέι) στη Ζάκυνθο, στον Λαγανά, και ο Νικήτας (μετέπει- τα Θεοφύλακτος, μοναχός στην Ιβήρων) στην Ερεσσό, ένας συνδικαλιστής Κοσμάς στα Λιμενάρια της Θάσου κι ένας Αργύρης (μετέπειτα αποτυχημένος υφυπουργός) στη Σκιάθο, στην Αλυκή… κοπάδι οι νησιώτικοι χωρισμοί της.
Ενοικιαζόμενα δωμάτια, δίκλινα ξενοδοχείων, αντίσκηνα στην αμμουδιά: πλήθος καταλύματα ερώτων νευρασθενικών και λιγόψυχων, σκηνογραφίες εφήμερων, ξεθυμασμένων παθών. Αναβράζον έφτανε το σώμα της στις παραλίες, άνυδρο επέστρεφε στο φθινοπωρινό διαμέρισμα. Κάθε μελτέμι και καημός, κάθε ηλιοβασίλεμα και δάκρυα.
Ξεφύλλιζε απαρηγόρητη η Αριστέα τα κεφάλαια της θαλασσοδαρμένης αισθηματικής της βιογραφίας, ούτε κατάνυξη ούτε συμπάθεια της περίσσευε για τον βασανισμένο Ιησού, τα πάθη τα δικά της ποιος θα τα συμμεριστεί και ποιος θα την αναστήσει; Παραλίγο να βουρκώσει, αλλά το μετάνιωσε. Στην τηλεόραση ο Μπεν Χουρ με κολλαριστό μίνι, ποτέ δεν της άρεσε ο Τσάρλτον Ίστον, πολύ τετράγωνος για τα γούστα της, εκείνη τον άντρα τον ήθελε χωρίς γωνίες, αλλά απόψε κάτι της έκανε ο Χολιγουντιανός, αν τα φτιάχνανε σε ποιο νησί θα τη χώριζε; Αναρωτήθηκε ξαφνιασμένη με το ίδιο της το γέλιο.
Τότε ήταν που άρχισε τις διαγραφές, σε καμία κλήση του Τατιανού δεν θ’ απαντούσε, ούτε φυσικά θα τον ακολουθούσε στην Κύθνο φέτος το καλοκαίρι. Αν ήθελε να χωρίσει, μπορούσε ανετότατα και στη στεριά, περιττά τα νερά και τα καράβια. Δικαίωμα του κάθε Τατιανού να τρέχει στον οποιονδήποτε Δήμο Κύθνου, εργάτης καθαριότητας, τι άλλο να κάνω, ρε συ, Αριστέα, αφού τη βλέπεις τη γαμημένη την κατάσταση, τουλάχιστον εκεί θα έχω μια σιγουριά, στα σκατά, αλλά με σύμβαση ορισμένου χρόνου, μετά βλέπουμε. Τον άκουγε αναστατωμένη, δεν άντεχε άλλο παραθαλάσσιο χωρισμό του είπε, ποιος μίλησε για χωρισμό, απόρησε εκείνος. Δεν ξέρεις εσύ, του απάντησε κι έσβησε με λύσσα το Μάρλμπορο σ’ ένα κεραμικό τασάκι, ενθύμιον Τήνου (Αντώνης, σεκιουριτάς, Κάτω Ορμύλλια).
Ναζωραίος τέλος, Τατιανός τέλος. Ομοίως και τα νησιά, μονολόγησε η Αριστέα Νησιώτη αλλάζοντας κανάλι ακριβώς πάνω στην αρματοδρομία του Μπεν Χουρ, έχει πολύ θόρυβο η σκηνή, άσε τη σκόνη που σηκώνει, δεν αντέχει. Έπεσε πάνω σε κάτι λιοντάρια, προς στιγμήν νόμισε ότι το θρησκευτικό έπος συνεχίζεται αλλού, στα λιοντάρια δεν ήταν που έριχναν οι Ρωμαίοι τους πρώτους Χρστιανούς; Πλην όμως, αυτά εδώ, ακίνητα και χορτασμένα, αιώνες μαρμαρωμένα, το βλέμμα στο τίποτα. Τη Δήλο, λέει ο εκφωνητής, ο μύθος τη θέλει να πλέει άσκοπα στο πέλαγος χωρίς να στέκεται πουθενά, μέχρι να συνεννοηθούν Δίας και Ποσειδώνας και να μείνει ακίνητη, για να γεννήσει η Λητώ τα δίδυμά της.
Άσκοπα στα κύματα, ψιθύρισε αποσβολωμένη από την αιφνίδια απο- κάλυψη της συγγένειάς της με το εκκρεμές νησί και σκέφτεται μήπως η Δήλος είναι τελικά το τυχερό της, μήπως εκεί την περιμένει κάποιος Ζευς για να τη στερεώσει, νισάφι πια αυτό το σούρτα φέρτα στο Αιγαίο, διαλύθηκε! Κι ας μη γεννήσει εκεί, δεν είναι τα παιδιά η προτεραιότητά της, γι’ άλλα σταυρώνεται χρόνια τώρα η Αριστέα Νησιώτη… Στη Δήλο ίσως, χαμογέλασε. Την Κύθνο, Τατιανέ, ξέχνα τη!
σχόλια