Καταγώγια, υπόγεια, «τρούπες», αίθουσες, ball rooms και άλλα νυχτερινά οικήματα προσφέρει η σεμνή μας πόλη ώστε να μπορέσουμε να σβήσουμε αυτό το πάθος για το ανικανοποίητο του έρωτα. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι πως απευθύνονται κυρίως στον αντρικό πληθυσμό και πως καταλήγεις σε αυτά όχι γιατί θες να δοκιμάσεις ξώψυχα και σώψυχα στα όρια της ντέκας, αλλά επειδή είναι τα μόνα που ξενυχτάνε και ξημερώνουν. Ο καψούρης και ο κοκάκιας, βλέπετε, στα- ματημό δεν έχουν. Αν φτάσεις στο γεμάτο MG στη Μαβίλη και δεις τη γρίλια του παντζουριού να κατεβαίνει σημαίνει πως ή θέλεις να ακούσεις ένα ακόμα τραγούδι του Μάλαμα ή πως κάτι δεν πάει καλά με τα συναισθηματικά σου. Επίσης, αν είσαι από αυτούς που πιστεύουν ότι το Batman στον Νέο Κόσμο μολύνεται από τους hipster ή πως το Piccadilly (με τη seventies μαρκίζα) στον Πειραιά δεν είναι για νεανίες που βρήκαν φτηνά ποτά, αλλά για πονεμένες ψυχές που θέλουν να ακούσουν ήσυχα δύο τρία λαϊκά τραγούδια. Τα καψουρόμπαρα δίνουν και παίρνουν στην Αθήνα. Άλλοτε συνοδεύονται και από τον τίτλο «pub». Μόνο που αντί για φασόλια, Άγγλους και μπίρες έχει γυναίκες. Ξακουστή είναι η Pub Love στο Σύνταγμα απέναντι από το πιο παράξενο μαγαζί-εστιατόριο με τη μεγάλη επιγραφή «Ροδόλφο». Το ντιζάιν είναι απλό (στην υπερβολή καμία φωτογραφία διάσημου ή ένα λάβαρο ομάδας), γιατί απλός είναι και ο στόχος τους: να φιλοξενήσουν όσο μπορούν παραπάνω τους πελάτες τους. Ο Σκαραβαίος στη Μαυρομιχάλη θυμίζει επαρχιακό μπαρ της δεκαετίας του ογδόντα. Τα κορίτσια που σερβίρουν είναι τόσο φιλικά που όταν πάνε στο περίπτερο ρωτάνε κάθε πελάτη ξεχωριστά αν θέλει τσιγάρα. Είναι το μόνο μέρος όπου μπορείς να φας ποικιλία κρεάτων στις 7 το πρωί και μετά να πιεις έναν φρέντο.Ένα βράδυ γνώρισα στην μπάρα του τον Βαγέχο (Βαγγέλης και Δημήτρης στη φυλή των Ναβάχο), έναν Ελληνοαμερικάνο-ινδιάνο λοκατζή, που αφού περιέγραψε πώς κατέσφαξε διάφορους Αγκολέζους, μετά μας εξομολογήθηκε ποια είναι η γυναίκα της ζωής του και μας παρακάλεσε να πάμε να τη δούμε στο θέατρο. «Η Ελένη η Φιλίνη», μας είπε και κέρασε άλλη μια γύρα μπίρες. Τα μπουζουξίδικα ανήκουν σε μια άλλη κατηγορία αφού (εξαιτίας και της κρίσης) τα «τελειωμένα» μπορεί και να έχουν περισσότερη πελατεία από τα trendy. Για παράδειγμα, πριν από δέκα χρόνια το Skyladiko Vip θα συγκαταλεγόταν στα μέρη που πηγαίνεις μόνο αν η βενζίνη σού φαίνεται αφέψημα. Σήμερα είναι ένα νορμάλ και απλό μπουζουξίδικο με ειλικρινές
όνομα. Η καψούρα στις πίστες που δεν έχουν στις μαρκίζες τους «τηλεοπτικούς» είναι η τελευταία ώρα του προγράμματος. Την ώρα που οι λουλουδούδες βγάζουν λογαριασμό. Γύρω σου είναι μόνο άντρες με ξεχαρβαλωμένα πουκάμισα και ελάχιστες γυναίκες που ανήκουν στο κάδρο, τόσο όσο και ο Τάσος Μητρόπουλος όταν φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Ο καλλιτέχνης βαριέται και οι θαμώνες «προσεύχονται» να μη σταματήσει το πρόγραμ- μα. Καμία άλλη κίνηση. Για τα στριπτιτζάδικα της Συγγρού, της Καλλιρρόης και της Πειραιώς δεν χρειάζεται καμία περιγραφή. Από μόνα τους είναι ο ορισμός της καψούρας. Τα κορίτσια είναι ταυτόχρονα τόσο κοντά και τόσο μακριά. Όλοι θέλουν να φύγουν με το κορίτσι όταν ανατείλει ο ήλιος, αλλά οι περισσότεροι συμβιβάζονται... με τον ταρίφα. Το ανικανοποίητο χτυπάει κόκκινο και όσα «σ' αγαπώ» και «θα σε παντρευτώ» να πεις σε έναν χορό, άλλα τόσα δεκάευρα θα χάσεις την άλλη μέρα. Πολλοί πιστεύουν πως επισκέπτεσαι τα παραπάνω γιατί θες να αποδείξεις στους γύρω και στην κοινωνία ότι έχεις πιάσει πάτο. Ότι αποζητάς να σε λυπηθούν. Λάθος! Πηγαίνεις γιατί μέσα από αυτήν τη διαδικασία είσαι εσύ σε θέση να λυπηθείς αυτήν ή αυτόν που δεν τα τακιμιάσατε και έτσι να τον ξεπεράσεις... Όπως λέει και ο Σταμάτης Γονίδης, «Δεν θα μάθεις ποτέ πόσο πόνεσα κι έκλαψα / Δεν θα μάθεις ποτέ πόσο μόνος μου ένιωσα / Δεν θα μάθεις ποτέ ν' αγαπάς / μια φωτιά θα 'σαι όπου περνάς/ Και θα καις ό,τι νιώθουν για σένα / Σε λυπάμαι, λυπάμαι για σένα».
Διάφορα /
σχόλια