Ταινίες ελληνικής παραγωγής συνεχίζουν να βραβεύονται σε διεθνή φεστιβάλ, δημιουργώντας συζητήσεις στους ειδικούς για γραφή και ρεύμα, ίσως και αναγέννηση. Ο Γιώργος Λάνθιμος έκανε την αρχή με τον Κυνόδοντα και φέτος απέσπασε βραβείο για το σενάριο του φιλμ Άλπεις στη Βενετία, εκεί όπου πέρυσι η Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη τιμήθηκε, διά της πρωταγωνίστριας Αριάν Λαμπέντ, με το Attenberg. Μ’ ένα διαφορετικού τύπου σινεμά, λιγότερο συμβολικό, ο Φίλιππος Τσίτος επίσης διαγράφει μια αξιόλογη πορεία σε ξένα φεστιβάλ: με τον Άδικο Κόσμο εντυπωσίασε στο Σαν Σεμπαστιάν. Και, βέβαια, υπάρχει η Στρέλλα του Πάνου Κούτρα, όμως με όλα τα αστρονομικά χάλια που έχουν συμβεί, όλοι μας αισθανόμαστε πως πάει πολύς καιρός από τα πρόσφατα ωσαννά. Πέρα από τη σαφή άνοδο στην ποιότητα κάποιων καλλιτεχνικών ταινιών που παράγονται στην Ελλάδα, την ποικιλία στο στυλ και την προέλευση των σκηνοθετών, καθώς και την ορατή υπογραφή των δημιουργών τους, υπάρχει και μια συμπάθεια στο ελληνικό πρόβλημα από πλευράς του ξένου σινεφίλ κοινού και των επιτροπών. Οι υποψηφιότητες και οι βραβεύσεις δεν είναι πράξεις φιλευσπλαχνίας, ωστόσο η οικονομική και πολιτική συγκυρία και ο αντίκτυπός τους σε σκεπτόμενους δημιουργούς φέρνουν την Ελλάδα σε μια θέση ελαφράς «ιρανοποίησης», όπου η λογοκρισία έχει αντικατασταθεί από την απουσία χρηματοδότησης, ιδιωτικής και κρατικής, και το εγχώριο κοινό, ενώ φυσικά επιτρέπεται να δει τις ταινίες, επιλέγει να τις αποφύγει, όπως δείχνουν τα πενιχρά εισιτήρια. Όπως και οι Ιρανοί, κινδυνεύουν να ταξιδεύουν στο εξωτερικό μ’ επιτυχία και να πλέουν σε πελάγη αδιαφορίας στην ίδια τους τη χώρα.
Οι δυο ελληνικές ταινίες που επιλέχτηκαν στο Διεθνές Τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έδειξαν πως η φετινή σοδειά δεν συγκρίνεται με την προηγούμενη διετία - τόσο ο αλά Crash Παράδεισος του Παναγιώτη Φαφούτη, όσο και ο υπερφιλόδοξος JACE του Μενέλαου Καραμαγγιώλη είναι ταινίες με κάποιες αρετές που δεν αναστατώνουν ούτε μένουν στη μνήμη. Όπως μας έδειξε και από το Βερολίνο ένας απ’ τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες που δουλεύουν στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, με το Man at Sea, βρίσκεται σε μια καμπή της έμπνευσής του, παρά το γεγονός πως η θεματική του είναι επίκαιρη όσο ποτέ. Και ο Νίκος Περάκης, ένας απ’ τους ελάχιστους που συνδυάζουν λαϊκό σινεμά και προβληματισμό, προσφέρει ένα μοντέλο που δεν είναι πλέον ελκυστικό. Από τις αναμενόμενες ταινίες της σεζόν που έρχεται (και μάλιστα από το πουθενά) είναι η Πόλη των Παιδιών του Γιώργου Γκικαπέππα, ενός σκηνοθέτη που, όπως και άλλοι (ο Γιώργος Σιούγας που γύρισε το Γάλα, για παράδειγμα), προέρχεται από την τηλεόραση και το θέατρο. Είναι ένα ευθύ σχόλιο για την κοινωνία της Μεταπολίτευσης με σημερινή ματιά, μια αυτόνομη, μικρή παραγωγή, που κέρδισε Έλληνες και ξένους κριτικούς στη Θεσσαλονίκη. Το ερώτημα είναι ποιος Έλληνας θεατής έχει αυτήν τη στιγμή το κουράγιο να πληρώσει για ν’ αντικρίσει το είδωλό του.
σχόλια