«Κι όπως θυμάσαι, μικρή με είχε συνταράξει το βιβλίο του Χρόνη Μίσιου!» μού λέει και ανακατεύει τον εσπρέσσο –τριάμισυ ευρώ ο εσπρέσσο, Κολωνάκι γαρ- και ρουφάει μια τζούρα από το ηλεκτρονικό τσιγάρο της. «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς...» μονολογεί με νοσταλγία.
Δεν θυμάμαι τίποτα τέτοιο. Θυμάμαι την Ελίζα, συμμαθήτρια μου στο φροντιστήριο, στα μέσα της δεκαετίας του '80, να έχει στο μαλλί ανταύγειες, να φοράει σακάκια με τεράστιες βάτες και να ανυπομονεί να μπει στην Νομική για να γραφτεί στη ΔΑΠ.
Εάν η λέξη «μαζί» είναι κατά τους επικοινωνιολόγους το πιο επιτυχημένο διαχρονικά σύνθημα, η Ελίζα αποτελεί τη ζωντανή απόδειξη. «Μαζί, μαζί, μαζί και στη βροχή!
Νομικάρια και Δαπίτισσα αποτελούσε το δίπτυχο της επιτυχίας για μια κοπέλα που ο πατέρας της είχε μάντρα οικοδομικών υλικών στους Θρακομακεδόνες. Σήμαινε χορούς στην «Αυτοκίνηση», εκδρομές στη Μύκονο, συναναστροφή με γιούς μεγαλοδικηγόρων. Οι μάχες στα αμφιθέατρα με τους Κνίτες και με τους Αναρχοαυτόνομους ποσώς απασχολούσαν τις νεαρές Νεοδημοκράτισσες - εκεί έλαμπαν τα αρσενικά της «μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης», που αργότερα στελέχωσαν τα υπουργεία ή –οι τυχερότεροι- πήραν εισιτήριο για τις Βρυξέλλες, ευρωβουλευτές, υπάλληλοι έστω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Δαπίτισσες εκδήλωναν το αγωνιστικό τους φρόνημα χορεύοντας στις ντισκοτέκ το "Life is Life" κι αλλάζοντας τους στίχους: "Life is Life, γαμώ το Πασόκ!»
Η Ελίζα στάθηκε η πιο τυχερή. Τα έφτιαξε με τον καλύτερο. Ναυτιλιακό δικηγορικό γραφείο – τρεις γενιές στον Πειραιά, παρακοιμώμενοι εφοπλιστών-, σπάνια μόρφωση και ήθος, πρωταθλητής του τένις συν τοις άλλοις και με συγκρατημένες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Υπήρχε βέβαια η μαμά του, που την περνούσε από λεπτό κόσκινο και είχε άποψη ακόμα και για τις σερβιέτες της. Υπήρχε κι ο μπαμπάς του, που της τσιμπούσε τα μάγουλα, ενίοτε –διακριτικά- και τον κώλο... Μα κάθετι έχει το τίμημά του. Ο Μάκης πάντως τήρησε το λόγο του: Επιστρέφοντας από το μάστερ του στο Λονδίνο, την παντρεύτηκε.
Γαμήλιο πάρτυ στο κτήμα Νάσιουτζικ, με τρεις υπουργούς προσκεκλημένους –δυό Νεοδημοκράτες κι έναν Πασοκτζή-, ταψιά με αστακομακαρονάδες (καινούργιο έδεσμα τότε στην Αθήνα) και ζωντανή μουσική – «Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ» - και πράγματι ένας στους δέκα εκεί μέσα οπλοφορούσε για τον φόβο της «17 Νοέμβρη»... Τι περισσότερο θα μπορούσε να ελπίσει η μικρή Ελισάβετ κι ας είχε το κορμί της Αφροδίτης της Μήλου, όπως της επαναλάμβανε ο Μάκης. Την εγκωμίαζε συχνότατα, την άγγιζε όμως αραιά και που, λες κι ήταν πράγματι φτιαγμένη από μάρμαρο...
Ο γάμος στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία: Διήρκεσε όσο να γεννηθούν η θυγατέρα και ο γιόκας κι έπειτα διαλύθηκε βελούδινα. Χώρισαν από τραπέζης και κλίνης. Ο Μάκης δεν ανεχόταν πλέον την ανόητη φλυαρία της και η Ελίζα την ομοφυλοφιλία του, όσο καλοκρυμμένη και αν ήταν. Συμφώνησαν ότι ποτέ δεν θα έπαιρναν διαζύγιο –όσο τουλάχιστον ζούσε η μαμά του- και πως ο Μάκης θα στήριζε οικονομικά τα όνειρα της Ελίζας, αρκεί να μην έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της οικογένειας.i
Το όνειρο της Ελίζας ήτανε τα life-style νταραβέρια. Άνοιξε στην αρχή γραφείο δημοσίων σχέσεων, μπήκε κατόπιν στις τηλεοπτικές παραγωγές –χρηματοδότησε ένα σήριαλ που πήγε άπατο-, συνδέθηκε τελικά με τις εθιμοτυπίες πεντέξι υπουργείων. Από εκεί έβγαλε επιτέλους λεφτά. Αγόραζε από τα μουσεία αυθεντικά αντίγραφα αμφορέων, χρυσών ειδωλίων και μακεδονικών ήλιων, τα οποία δώριζαν οι υπουργοί στους ξένους επισκέπτες. Γιατί έπρεπε να μεσολαβεί η Ελίζα ανάμεσα στα μουσεία και στα υπουργεία; Διότι έδινε μεγάλο ποσοστό του κέρδους της στα κομματικά στελέχη- σφωγγοκωλάριους του καθενός υπουργού. Κι έμεναν όλοι απολύτως ευχαριστημένοι.
Την θυμάμαι στα τέλη των 90ς να είναι συνεπαρμένη με το όραμα του Εκσυγχρονισμού. Κάπνιζε πούρα και αποστήθιζε φράσεις από τα μυθιστορήματα του Νίκου Θέμελη. Έχτιζε εξοχικό στην Πάτμο – «ένα παλιό λιοτρίβι, μοναστηριακής αισθητικής» μού είχε διευκρινήσει- συναναστρεφόταν εικαστικούς, είχαν ιδρύσει και μια ΜΚΟ για την προώθηση της μνήμης της Μελίνας Μερκούρη. «Καλά εσύ δεν ήσουν στη γαλάζια γενιά;» την είχα ρωτήσει τότε. «Πιστεύω εκ γενετής στην Ελλάδα των ανοιχτών οριζόντων» είχε ενοχληθεί. Το δαπίτικο παρελθόν της δεν τής φαινόταν τόσο ιδεολογικά μεμπτό όσο φτηνού γούστου.
Η πενταετία της επανίδρυσης του κράτους από τον Κώστα Καραμανλή συνέπεσε με τις προσωπικές τραγωδίες που αντιστοιχούν σε κάθε ανθρώπινη ζωή, άρα και στη ζωή της Ελίζας. Της ήρθαν, πράγματι, κατακέφαλα, μαζεμένες: Ερωτεύτηκε έναν αρχιτέκτονα και στο παραπέντε που θα έκανε αίτηση διαζυγίου, εκείνος την παράτησε για μια νεότερη φιλενάδα της. Ο Μάκης έπαθε καλπάζοντα καρκίνο, έλιωσε μέσα σε τρεις μήνες και της άφησε τα πεθερικά της. Ο γιός της μπλέχτηκε με ναρκωτικά, κατηγορήθηκε και για συμμετοχή σε μια ληστεία, ευτυχώς ξεμπέρδεψε σχετικά ανώδυνα το παληκάρι και τώρα δουλεύει εθελοντικά ως νοσοκόμος στην υποσαχάρια Αφρική. Η κόρη της έκανε αίτηση συμμετοχής στο "Big Brother"...
Όπως οι δεινόσαυροι είχαν ως κύρια οδηγία στον μικρό εγκέφαλό τους να ακολουθούν το κοπάδι ακόμα κι όταν καλπάζει προς τον γκρεμό, έτσι και η παιδική μου φίλη η Ελίζα ορίζεται από την ανάγκη να ανήκει στους πολλούς.
Μετά από όλα τα παραπάνω, περίμενα να τη βρω πιο σοφή, πιο αποστασιοποιημένη τουλάχιστον από την επικαιρότητα. Δεν φανταζόμουν πάντως πως θα άρχιζε να μου πλέκει το εγκώμιο του Σύριζα. Να μου μιλάει για τον Αλέξη και την Ρένα και για τον γάμο της Ζωής – «είδες; φτωχόπαιδο παντρεύτηκε!»- και για την «αριστερή απάντηση στη λαίλαπα των μνημονίων». Να την καταλαμβάνει εκείνη -που είχε μεγαλώσει με τη φωτογραφία των βασιλιάδων στο σαλόνι- ιερή συγκίνηση για τον Μανώλη Γλέζο.
Το πιο λυπητερό είναι πως δεν κινείται από υπολογισμό συμφέροντος. Δεν ελπίζει πως άμα ο Σύριζα γίνει κυβέρνηση, θα επωφεληθεί εκείνη προσωπικά. Όπως οι δεινόσαυροι είχαν ως κύρια οδηγία στον μικρό εγκέφαλό τους να ακολουθούν το κοπάδι ακόμα κι όταν καλπάζει προς τον γκρεμό, έτσι και η παιδική μου φίλη η Ελίζα ορίζεται από την ανάγκη να ανήκει στους πολλούς. Εάν η λέξη «μαζί» είναι κατά τους επικοινωνιολόγους το πιο επιτυχημένο διαχρονικά σύνθημα, η Ελίζα αποτελεί τη ζωντανή απόδειξη. «Μαζί, μαζί, μαζί και στη βροχή!» τη βλέπω να ξελαρυγγιάζεται στην κεντρική συγκέντρωση του Σύριζα, έτσι και οι εκλογές γίνουν το καταχείμωνο. Και να έχει -φορώντας κάτι κόκκινο, ένα μαντήλι, μιαν εσάρπα- την ηδονική αίσθηση πως κάνει κάτι το απαγορευμένο. Σαν στο πρώτο της ραντεβού.
Θα όφειλα να της χαμογελάσω τρυφερά. Το να διατηρείς, στο κατώφλι των πενήντα, ατόφιο τον εφηβικό ενθουσιασμό σου αποτελεί σχεδόν αρετή. Τι φταίει, στο κάτω-κάτω, η Ελίζα που εγώ διακατέχομαι ισοβίως από το σύνδρομο του «ναι μεν αλλά»; Που με γοητεύουν πάντοτε οι μειοψηφίες, ενίοτε δε και η μειοψηφία του ενός;
Δεν άντεξα όμως. Το ζιζάνιο μέσα μου με έτρωγε. «Σε έχει συνταράξει ο Χρόνης Μίσσιος;» της έκανα. «Τον μεγάλο αριστερό ποιητή, τον Κώστα Βάρναλη, τον έχεις μελετήσει;» «Όχι...» ομολόγησε. «Θες να σού αφιερώσω έναν του στίχο;» «Ναι!» ενθουσιάστηκε, φανταζόμενη πως ο στίχος θα μιλούσε για αγώνες και θυσίες, λάβαρα και μετερίζια. «Φρόνιμα και ταχτικά πάω με εκείνον που νικά...» της είπα και της έκλεισα το μάτι.
σχόλια