Όταν εκφράζεται η δυσαρέσκεια και η απόγνωση για το γενικό «μας» χάλι, το ρητορικό παιχνίδι ισχύει υπό έναν αυστηρό όρο: την απόσταση αυτού που μιλάει από κείνους που αποσκορακίζει. Διαφορετικά, σκηνή και θεατές γίνονται ένα, το στόμα κολλάει, το αυτί και το νόημα αυτοκαταστρέφονται. Όποιος γλεντάει λοιπόν με τα ξένα πάθη, σε αυτή την παθολογική απόσταση μπορεί να διαβάσει νόστιμες ιστορίες μασκαρεμένης αυτοκατηγορίας συνειδήσεων που αναδιπλώνονται για να ανασάνουν, ένα ραβαΐσι τέλος πάντων τσακισμένων σκέψεων και αψίκορων ψυχισμών.
Το ζήτημα είναι απλό, κατ’αρχήν: ποιός μιλάει; Συνήθως ο ομιλητής μπορεί να είναι κάποιος που σώπασε πολύ, που σπούδασε τα λόγια και τις πράξεις των άλλων,ή έστω ένας άνθρωπος που δεν αντέχει τον εαυτό του και αποφασίζει να τελεσιδικήσει. Η κοινωνία, όπως ξέρουμε, δεν συγκροτήθηκε για να είναι όμορφη. Δεν έχει όμαιμες σχέσεις με την αρμονία και την τάξη. Ζει με το ελάσσον αλλά και με το μείζον, έχει χαοτικές ρήξεις, παίζει με τα άτομα που την απαρτίζουν και, κυρίως, δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Ακόμα κι αν βρίσκει κάποιον «φαρμακό» για να του φορτώσει τον ρόλο του εξιλαστήριου θύματος, έχει τη λεπτότητα να αναγνωρίσει αργά ή γρήγορα στο πρόσωπό του την δική της κρίση.
Στα καθ’ημάς, το αρχέτυπο του δημόσιου κατήγορου το διεκδίκησαν πολλοί, αλλά περίπτωση σαν του Ροϊδη δεν υπάρχει άλλη.
Ως γνωστόν, κάθε ευφυής άνθρωπος είναι λιγάκι άτυχος. Θα μπορούσε αυτός ο γόνος εμπόρων που ξενοσπούδαζε και ξενοέμαθε, να παραμείνει στην ξένη, να γράψει στη γαλλική ή σε άλλη γλώσσα, και να εξαντλήσει τον βίο του διαφορετικά. Αντί τούτου όμως, οι τροπές της τύχης τον έφεραν στην αρτιπαγή Αθήνα, και από την οδό Φιλελλήνων τον όρισαν δημόσιο κατήγορο του βασιλείου. Φυσικά, δεν ήταν ο μόνος. Πολλοί εκείνη την εποχή γλύκαιναν το σάλιο τους απαριθμώντας τα οικεία κακά. Αλλά ο Ροϊδης ερχόταν από νησί καθολικό, ήταν περήφανος για τα ευρωπαϊκά ήθη του, κατά συνέπεια το παρελθόν του διαμαρτυρόταν μέσα στις φλέβες του και θεωρούσε τιμή του να είναι τρελοαίματος και με γλώσσα που τσάκιζε.
Άλλωστε, δεν ψευδολογούσε. Παρατηρούσε και διαπίστωνε. «Αι Αθήναι», έγραφε, «έχουσι πεντάκις μυρίους κατοίκους και εφημερίδας υπέρ τας εκατόν, οι Παρίσιοι κατοίκους διακοσιάκις μυρίους και πολιτικάς εφημερίδας είκοσι το πολύ. Αν εις εκατόν χιλιάδας Γάλλων αναλογή μία εφημερίς, εις χιλίους Αθηναίους αναλογούσι δύο» (Ασμοδαίος, 1875).
Με αυτή την ευλογοφανή σύγκριση κατάφερνε (έτσι πίστευε τουλάχιστον) συντριπτικό πλήγμα κατά της ντόπιας πολιτικολογίας, που ήταν και παραμένει οικείο μας γνώρισμα. Ωστόσο, το βαθύτερο κίνητρο αφορούσε πάντα την δική του θέση μέσα στην πόλη (που ήταν και παραμένει σύνοψη της χώρας), και βέβαια την επιθετική διάκριση του ενός από τους πολλούς. Για να διαμορφώσει τον ψόγο του έκανε ταξίδια μέσα στο γραφείο του. Μιλούσε για του ντόπιους, αλλά ο ίδιος βρισκόταν στο Παρίσι.
Πρόκειται για μια νευρωτική κίνηση η οποία βασίζεται σε ένα απλό τέχνασμα: συγκρίνεις ανόμοια πράγματα, γελοιοποιείς τον περίγυρό σου, καπαρώνοντας όμως την θέση του αθώου-διότι όποιος εκφράζει την κατηγορία αποκλείεται να ευθύνεται για το γενικό χάλι. Ο κατήγορος τρυπάει τον μανδύα της Ιστορίας και το σκάει. Μιλάμε για νεύρωση διότι η καθημερινή σύγκριση συνεπάγεται και καθημερινή δίκη. Ο Ροΐδης πείστηκε σιγά σιγά οτι η μοίρα τον είχε στείλει για να διδάξει του συμπολίτες του αυτογνωσία και ρεαλισμό. Επ’ αυτού διέπρεψε, μόνο που ο ρόλος του υπεράριθμου μέσα σε μια κοινωνία δεν είναι μονοσήμαντος. Όποιος αρνείται να πάρει, έστω και άπαξ, τη θέση του άλλου και από κατήγορος να γίνει κι αυτός κατηγορούμενος, έχει καταργήσει μέσα του την αρχή της συμπάθειας. Ουσιαστικά, γλεντάει την ξένη δυστυχία-μέχρι σημείου μάλιστα να βλογάει τα γένια του που του έτυχε τέτοιο κελεπούρι. Καθημερινά, το μεροκάματό του είναι να βρίσκει αφορμές ώστε να νιώθει αποριγμένος, και έτσι να επωάζεται μέσα του η νέα κατηγορία.
«Ήρχισα από την οδόν Βουλής», εξηγούσε στους αναγνώστες του, «όχι εκ κακοβουλίας, αλλά μόνο διότι με κατεδίκασεν η κακή μου τύχη να κατοικώ εκεί πλησίον. Αλλ’ αν μίαν έχουμε Βουλήν, οδούς Βουλής έχομεν κατά δυστυχίαν πολλάς».
Το σημαντικό εν προκειμένω είναι η «κακή του τύχη» και βέβαια η ένταξή του στο «εμείς», που δύσκολα συμβιβαζόταν με τον χαρακτήρα του. Άρα, υπήρχε και «καλή τύχη»; Όταν ο Συριανός συγγραφέας μιλάει για «εμείς» αυτομάτως υπονοεί του «άλλους», που είναι βέβαια οι Ευρωπαίοι, τους οποίους συχνά πυκνά κατανομάζει: Άγγλοι, Γάλλοι κλπ. Αλλά την απλή σκέψη οτι το νεοπαγές βασίλειο αδυνατούσε-τότε, αλλά και τώρα- να συγκριθεί με χώρες που η πολιτειακή αρχή, τα θεσμικά θεμέλια και η διάπλαση του πληθυσμού είχαν παρελθόν αιώνων αρνιόταν να την εκφράσει. Αν στρεφόταν προς την Ιστορία του τόπου, το επιχείρημά του θα αποδεικνυόταν κάτι παραπάνω από καχεκτικό. Καίτοι δηλαδή παρακινούσε τους Αθηναίους να στραφούν και να δουν τι ακριβώς συμβαίνει γύρω τους, ο ίδιος δεν εγκολπωνόταν τα συμβάντα, τα ανήγε απηνώς στις εξαγγελίες των πολιτικών, και έτσι είχε το θήραμά του στο πιάτο.
Όταν δε, με την έκδοση της «Πάππισας Ιωάννας», θα προκαλέσει τη μήνι του κλήρου και θα πετύχει να αφοριστεί, ουσιαστικά η αποστολή του είχε ολοκληρωθεί. Ήταν ο ένας, περίπου μετονομασία της αλήθειας που ξεσκέπαζε τη φρικαλέα πραγματικότητα. Ποιός μπορούσε να αντιταχθεί σε διαπιστώσεις σαν κι αυτές: «Άνδρες τε και γυναίκες, έζων φύρδην μίγδην εν τοις μοναστηρίοις ως αι βδέλλαι εντός φιάλης ύδατος»; «Πολύ φοβούμεθα ότι οι ημέτεροι καθηγηταί καθιστώσι την κλασικήν αρχαιότητα ενδιαφέρουσαν και αγαπητή, όσω και οι παπάδες την ορθόδοξον θρησκεία»;
Αλλά και ποιός μπορούσε να υποστηρίξει οτι αυτό ο υπερπροικισμένος άνθρωπος είχε όντως αναλάβει ευθύνες έναντι στην κοινωνία που ετάχθη; Το σύνδρομο του «γίνομαι κάποιος» αποσκυβαλίζοντας τον περίγυρο παρέμεινα κλήρα των διανοουμένων και την ενδημούσας πτωχαλαζονείας.
Παραταύτα, ο πολίτης Ροϊδης δεν έμεινε αμέτοχος στην κοινωνία που χλεύαζε και ελεεινολογούσε. Διορίστηκε έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης όπου υπηρέτησε επί δεκαετία-αλλά οσάκις ο Θ. Δηλιγιάννης σχημάτιζε κυβέρνηση απολυόταν. Ο λίβελλός του Η Εθνική Βιβλιοθήκη εν έτει 1880 ουσιαστικά συνεχίζει το κατηγορητήριο κατά των εντοπίων ηθών. Ο αδελφός του Νικόλαος αυτοκτόνησε το 1884, ενώ στο μεταξύ, όταν επήλθε η κρίση του χρηματιστηρίου (Λαυρεωτικά, 1875) έχασε όλη του σχεδόν την περιουσία.
___________________
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 14/9/2006 στην έντυπη LIFO
σχόλια