O Σπύρος Πολυχρονόπουλος είναι ένας από τους πιο σημαντικούς νέους μουσικούς στη χώρα (και όχι μόνο). Ένας genius της παραγωγής, της ακουστικής και της σύνθεσης, έχει συνεργαστεί με κορυφαίους μουσικούς όπως οι Alva Noto, Murcof, Horchata, Hecq και πολλοί άλλοι και έχει κυκλοφορήσει μερικά εξαιρετικά άλμπουμ. Ακολουθεί το κείμενο του για την αισθητική της μουσικής, όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε στο mic.gr
Ι. Το Θέαμα
Για να ορίσω το τι είναι μουσική νιώθω την ανάγκη πρώτα να ορίσω τι είναι θέαμα. Κατά τον Γκυ Ντεμπόρ λοιπόν "το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων διαμεσολαβούμενη από εικόνες". Η ύπαρξη της "φθηνής μουσικής" συνεχίζει αμείωτα μέχρι και σήμερα διότι δεν την προσέχει κανείς ως καθαρό μουσικό γεγονός. Όλοι μπορούν εύκολα να κατανοήσουν τις απλές της φόρμες, να συμφωνήσουν με τα καθοδηγούμενα νοήματα και πλέον ως μία μάζα ανθρώπων με κοινά συναισθήματα να δράσουν. Έτσι προκύπτει η αντίληψή της κοινωνίας, της προσωπικότητας του ατόμου μέσα από το θέαμα, το οποίο επιβάλλεται δια του μονοπωλίου του στους καταναλωτές. Η μεσαία τάξη, ο στυλοβάτης του σύγχρονου καπιταλισμού, καταναλώνει θέαμα νωχελικά έχοντάς το αποδεχτεί ως το σκοπό της. Η μεσαία τάξη που δεν μπορεί, για οικονομικούς λόγους να καταναλώσει θέαμα, επαναστατεί. Είναι όμως πλέον γνωστά τα όρια αντοχής της μεσαίας τάξης τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο και φροντίζεται να μην ξεπερνιούνται. Επίσης φροντίζεται με επιστημονικό τρόπο τα μηνύματα να είναι αφενός εύκολα αντιληπτά αφετέρου παρόμοια σε κάθε γενιά, στολισμένα όμως με διαφορετικά χρώματα. Αυτή η διαφορά χρωμάτων από γενιά σε γενιά φαίνεται ως πρόοδος και εξέλιξη του θεάματος, το οποίο όμως φυσικά παραμένει σταθερό στις αρχές του, αλλάζοντας περιτύλιγμα με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Έτσι για το κοινό όπως υποστηρίζει και ο Αντόρνο "η κουλτούρα αντικαθίσταται από χειραγωγημένες ηδονές".
ΙΙ. Επίπεδα αντίληψης
Υπάρχουν επίπεδα κατανόησης της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Χρειάζεται αρκετή ενασχόληση με κάθε τι ώστε να έχουμε αντίληψη σε βάθος και τελικά σοβαρή γνώμη. Στην επιστήμη βλέποντας άγνωστους συμβολισμούς αρκετά συχνά υπάρχει η τιμιότητα να ακουστεί "δεν γνωρίζω", στη φιλοσοφία λιγότερο συχνά θα συμβεί κάτι τέτοιο γιατί όλοι πιστεύουν πως έχουν λόγο σε ό,τι αφορά τη σκέψη σε οποιοδήποτε θέμα. Στην τέχνη όμως και ειδικά τη μουσική αυτή η ειλικρίνεια είναι αρκετά σπάνια. Όλοι βιάζονται να συγκρίνουν τον ορισμό που έχουν αποστηθίσει για το τι είναι τέχνη από το θέαμα, που αδιάκοπα και νωχελικά καταναλώνουν, με οποιοδήποτε νέο καλλιτεχνικό ερέθισμα τους δοθεί. Εάν τελικά δεν πληρεί τις προδιαγραφές του θεάματος θεωρείται ως μη τέχνη. Στην άλλη περίπτωση που πληρεί τις προδιαγραφές ενδέχεται να μην έχει προέλθει από τα κανάλια του θεάματος, δεν τυγχάνει μεγάλης διάδοσης, κι έτσι γνωρίζει την περιφρόνηση ως μη αρκετό. Είναι πολύ συγκεκριμένο τι θα ονομάσει τέχνη κάποιος, ο οποίος δεν έχει ασχοληθεί σε βάθος με αυτή, "ό,τι πληρεί της προδιαγραφές του θεάματος και προέρχεται από αυτό".
Όπως αναφέρει ο Αντόρνο στο βιβλίο του "θεωρία της ημιμόρφωσης" το "great symphonies" είναι ένα best seller βιβλίο κομμένο ασύστολα στα μέτρα ημιμορφωτικής ανάγκης του κοινού στο οποίο ο Σίγκμουντ Σπάεθ προσπαθεί να πείσει τους αναγνώστες του ότι μπορούν με απλά βήματα να κατανοήσουν μεγάλα συμφωνικά έργα. Έτσι ώστε να μπορεί ο ακροατής να εντυπώνει τις αντίστοιχες μουσικές φράσεις στο στυλ των σουξέ. Για παράδειγμα το κεντρικό θέμα της 9ης του Μπετόβεν τραγουδιέται ως εξής: "Σήκω! Η φοβερή ενάτη είναι στα χέρια σου τώρα!". Ή ένα από τα πιο δραματικά μουσικά έργα ορχηστρικής μουσικής, το 2ο μέρος της παθητικής συμφωνίας του Τσαϊκόφσκι "Αυτή η μουσική έχει λιγότερο δραματικό ρόλο, δεν εμπεριέχει πια τόσο πόνο. Η λύπη τελείωσε, η θλίψη γιατρεύτηκε, ο Τσαϊκόφσκι είναι ήρεμος πάλι!". Υπάρχουν πάντοτε έξυπνα τρικ για να εξαπατηθεί το κοινό και να πλανάται πως έχει πλέον αντιληφθεί και βιώσει το έργο.
ΙΙΙ. Λαγνεία του παρελθόντος
Επικρατεί γενικά η άποψη πως οτιδήποτε παλιό είναι και καλό. Ωστόσο χρειάζεται ουσιαστική μουσική παιδεία, ώστε να διαχωριστεί ο ρομαντισμός της ανάμνησής από το καθαρό μουσικό γεγονός. Αυτός ο ρομαντισμός είναι ο βασικότερος λόγος για τον οποίο τα έργα τέχνης σήμερα έχουν μεγαλύτερη συναισθηματική αξία από αυτήν που είχαν όταν δημιουργήθηκαν. Έτσι για παράδειγμα, σήμερα θεωρείται πιο ποιοτική, η μουσική ντίσκο από την house. Αυτή η σύγχυση δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στην πρόοδο της τέχνης. Είναι ένας βασικός τρόπος παραγωγής συναισθημάτων για κάθε έργο να μπορεί να ανακαλέσει κάτι από τη μνήμη. Ο αληθινός συνθέτης όμως χρησιμοποιεί τη μνήμη αυτή ως γνώση για τη δημιουργία κάτι καινούριου. Ο Μπαχ ήταν ο πρώτος που έγραψε φούγκες κι ακόμη και στις μέρες μας μπορούμε να τις ακούμε ή να συνθέτουμε πάνω στη συγκεκριμένη φόρμα. Ωστόσο η φούγκα σήμερα στερείται τη δυνατότητα μετάδοσης σύγχρονων νοημάτων, ενώ αυτό που είναι σημαντικό είναι το να εξελίσσεται και να αλληλεπιδρά η τέχνη με την εκάστοτε κοινωνία. Η λαγνεία με την οποία ατενίζουμε το παρελθόν διαιωνίζει αρρωστημένα τα μουσικά στεγανά και συχνά τα καλλιτεχνικά έργα άνευ ουσίας, αναγνωρίζονται ως αριστουργήματα. Δε χρειάζεται τίποτε παραπάνω από την επανάληψη ενός κακόγουστου ροκ μοτίβου του '80, λίγο θυμωμένου και ψιλοεπαναστατικού βλέμματος στη σκηνή για να κατασκευαστεί ένα πρότυπο μεγάλου και ασυμβίβαστου τραγουδιστή. Αυτό το πρότυπο δε θα έπειθε κοινό το οποίο έχει ασχοληθεί σοβαρά με τη μουσική.
Όταν ο Καζαντζίδης τραγουδάει για ξενιτιά στους ξενιτεμένους Έλληνες ή ο Θεοδωράκης για επανάσταση στους Αθηναίους που βρίσκονται στο πολυτεχνείο, στην εποχή της χούντας, δε δημιουργούν τέχνη. Δημιουργούν μαζικά το ίδιο συναίσθημα σε συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που βρίσκεται σε μια κατάσταση. Ποτέ δε θα ονόμαζα κάτι τέτοιο "τέχνη" διότι στερείται πλήρως της ελεύθερης παραγωγής συναισθημάτων από τη μεριά του δέκτη. Το συγκεκριμένο κοινό όμως τους θεωρεί άμεσα μεγάλους καλλιτέχνες και το έργο τους αδιαμφισβήτητα αριστουργηματικό αφού κατάφεραν να συγκινήσουν. Έτσι τα έργα αυτά, περνώντας στην ιστορία σημαίνουν πολλά και για τις επόμενες νέες γενιές του εν λόγω κοινού, οι οποίες θα τα αντιμετωπίσουν ως ένδοξο παρελθόν. Έτσι από την πλευρά του ο καλλιτέχνης μετατρέπεται σε δημαγωγός και είτε εκφράζεται αληθινά έχοντας λαϊκή παιδεία είτε, δίνοντας στο λαό αυτό που θέλει, το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο. Η μη ουσία της στοχευόμενης τέχνης γίνεται εύκολα αντιληπτή εάν παρατηρήσουμε πως όταν προσπαθήσει κάποιος έξω από αυτήν την ομάδα ανθρώπων να βρει νόημα σε αυτά τα έργα, μένει απογοητευμένος. Η ουσιαστική τέχνη απευθύνεται σε όλους τους μυημένους σε αυτή και παιδευμένους ανθρώπους. Η μουσική που βρίσκεται στην κατηγορία που περιέγραψα θα έπρεπε να έχει ρόλο διασκέδασης και χαλάρωσης του πνεύματος. Είναι η θέση που θα έπρεπε να έχει σε κάθε κοινωνία, ώστε να μην εξαπατάται το κοινό, νομίζοντας ότι ασχολείται με κάτι πνευματικό.
IV. Ηθική τέχνη
Σύμφωνα με τον Άντλερ "το έγκλημα είναι μόνο ένα είδος αντικοινωνικής συμπεριφοράς, κάθε συμπεριφορά που δεν συμφωνεί με τα καθιερωμένα ήθη είναι αντικοινωνική με την ίδια ακριβώς έννοια... Οι άνθρωποι που δρουν αντικοινωνικά, είτε διαπράττοντας έγκλημα είτε παραβαίνοντας τα ήθη που είναι γενικός αποδεκτά, είναι εξίσου διεφθαρμένοι ηθικά". Άρα έχοντας αυτή την αντίληψη οι σύγχρονοι καλλιτέχνες που παραβιάζουν τα ήθη των συμπολιτών τους είναι ένοχοι. Όμως ο Κίρκεγκωρ υπερασπιζόμενος το χριστιανισμό τονίζει ότι "Η αλήθεια δεν μπορεί να κάνει συμφωνίες με τα επικρατούντα ήθη". Στηρίζει δε αυτή του τη θέση αναφερόμενος στο παράδειγμα του Σωκράτη, ο οποίος οδηγήθηκε στο θάνατο επειδή διακήρυσσε τα δικαιώματα συνείδησής του ενάντια στην αθηναϊκή θρησκεία. Τέλος, ο Τζον Ντιούι υπογραμμίζει πως "Η αδιαφορία για επικοινωνία με το άμεσο ακροατήριο χαρακτηρίζει όλους τους καλλιτέχνες που έχουν να πουν κάτι καινούριο".
Ο επιστήμονας, ο φιλόσοφος και ο καλλιτέχνης δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να λαμβάνουν υπόψη τον δέκτη του έργου τους ώστε να το προσαρμόζουν ανάλογα. Όσο γίνεται κάτι τέτοιο τόσο απομακρύνεται ο επιστήμονας από την αλήθεια, ο φιλόσοφος από την ουσιαστική κρίση και ο καλλιτέχνης από την έκφραση. Η ουσιαστική τέχνη διαφέρει από την αισθητική αντίληψη του κοινού γι αυτό πάντοτε δημιουργεί σύγχυση, είναι δύσκολα αντιληπτή και ποτέ δεν έχει καθολική απήχηση.
V. Mουσική για το κοινό
Η κατανάλωση θεάματος όταν επικρατεί καθολικά σε μια κοινωνία δημιουργεί την ψευδαίσθηση στους πολίτες ότι ασχολούνται με τέχνη. Αρχικά, αυτό συμβαίνει διότι επικρατεί η άποψη πως αυτό είναι τέχνη. Η σύγχυση όμως αυτή εμφανίζεται και σε προσωπικό επίπεδο διότι στον ακροατή γεννιούνται συναισθήματα, είτε αυτός ακούει "ουσιαστική μουσική" είτε όχι. Έτσι, δικαιολογεί τον εαυτό του και συνεχίζει να καταναλώνει θέαμα, πιστεύοντας πως το συναίσθημά του είναι αρκετό ώστε να ορίσει το εν λόγω ερέθισμα ως τέχνη. Αυτού του είδους το άκουσμα, το οποίο αδυνατώ να ονομάσω μουσική, σε ένα ακροατήριο δημιουργεί παρόμοια εάν όχι ολόιδια συναισθήματα. Όταν ένας τραγουδιστής επίμονα επαναλαμβάνει συγκεκριμένους στίχους ή ένας κιθαρίστας αναπαράγει με βαθυστόχαστο βλέμμα κακοπαιγμένα κλισέ, εκείνη την ώρα το κοινό συναισθηματικά φορτίζεται το ίδιο. Η διαφορά με ένα κοινό που θα ακούσει "σοβαρή μουσική" είναι ότι τα συναισθήματα των ακροατών του ποικίλλουν. Ο κάθε ακροατής νιώθοντας ελεύθερος με αυτές τις μουσικές φόρμες φθάνει σε μια υπερβατική κατάσταση και συνομιλεί με τον εαυτό του. Η μουσική για τον ακροατή γίνεται ένας δρόμος αυτογνωσίας και παραγωγής μοναδικών συναισθημάτων. Γι' αυτό σε καμία περίπτωση τα συναισθήματα που δημιουργεί ένα μουσικό έργο δε θα μπορούσε να είναι ίδια για ένα ολόκληρο κοινό. Είναι διαφορά ουσίας η μουσική για τον ακροατή να είναι ένα ερέθισμα με το οποίο ελεύθερα του δημιουργούνται συναισθήματα, από το να δίνεται ένα ξεκάθαρο μήνυμα δημιουργώντας μαζικά το ίδιο συναίσθημα. Η τέχνη απευθύνεται στον καθένα ξεχωριστά, σαν μοναδική προσωπικότητα και όχι σε μια ομογενοποιημένη μάζα ανθρώπων. Είναι μοναχικός δρόμος από τη μεριά του δημιουργού αλλά και του κοινού. Ο ακροατής αφήνει τη μουσική τότε να του δημιουργήσει συναισθηματική ένταση. Δεν είναι πλέον γι' αυτόν μουσική που θα ακούσει όταν είναι λυπημένος ή χαρούμενος, για να χαλαρώσει ή να χορέψει. Είναι ελεύθερος με τη μουσική ως ερέθισμα να φθάσει συναισθηματικά οπουδήποτε χωρίς απαραίτητα προδιαγεγραμμένη διάθεση.
VI. Mουσική για τον συνθέτη
Το θρόισμα των φύλλων, το τιτίβισμα των πουλιών, η βροχή δημιουργεί σε ορισμένους την ψευδαίσθηση ότι η φύση παίζει μουσική. Αν θεωρηθεί πως μπορεί να προκύψει τέχνη χωρίς την ανθρώπινη, ενσυνείδητη παρέμβαση μπορούν όλα να οριστούν ως τέχνη, ακόμη κι ένα μικρό αγοράκι που παίζει με τις νερομπογιές του δημιουργεί, χωρίς να έχει γνώση, ένα πίνακα ζωγραφικής. Τότε όμως είναι τα πάντα έργα τέχνης και τότε δεν έχει καν νόημα η ύπαρξή της ως έννοια. Χρειάζεται, έστω η μικρή, παρέμβαση του καλλιτέχνη ώστε να οριστεί κάτι ως καλλιτεχνικό έργο. Ο καλλιτέχνης επιλέγει ένα μέσο στο οποίο διοχετεύει την αγωνία του. Η σοβαρή και επίμονη ενασχόλησή του μουσικού με το όργανό του τον κάνει τελικά να το ξεπερνά. Έτσι, δεν έχει πλέον καν νόημα το όργανο που κρατάει ο μουσικός γιατί έχει πάψει να ακούγεται. Ακούγεται μόνο η έκφρασή του. Ο κάθε συνθέτης είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα με ξεχωριστές αγωνίες και διαφορετική αντίληψη. Όταν ξεπεράσει το μέσο τότε μπορεί να εκφραστεί ουσιαστικά παράγοντας μοναδική μουσική.
Δημιουργείται λοιπόν ένας δεσμός του καλλιτέχνη με το έργο του, αφού το έργο είναι το απόσταγμα της σκέψης του. Όταν αρχικά ο καλλιτέχνης έχει δημιουργήσει ένα πρωτότυπο έργο, εκφράζοντας τον εαυτό του, υπάρχει κάποιο κοινό που θα δεχθεί αυτό το έργο. Τότε, δημιουργείται ένας δεύτερος δεσμός του έργου με το κοινό. Ο τρίτος δεσμός ο οποίος δημιουργείται είναι του κοινού με τον καλλιτέχνη. Αυτός ο δεσμός ενδέχεται να εγκλωβίσει τον συνθέτη. Οι χειροκροτητές του πρώτου του έργου υπενθυμίζουν στον ίδιο πως πρέπει να είναι και το επόμενο του έργο. Έτσι επηρεασμένος από αυτό παύει να γράφει μουσική η οποία πηγάζει από τον ίδιο και γραφεί αυτήν που περιμένει να ακούσει το εν λόγω κοινό. Εκείνη τη στιγμή παύει να εκφράζεται και να παράγει τέχνη. Όταν ο συνθέτης παράγει στοχευμένη μουσική, η οποία φορτίζει συναισθηματικά παρόμοια το κοινό, τότε ο εγκλωβισμός του αυτός είναι αναπόφευκτος. Όταν όμως παράγει μουσική που αγγίζει με διαφορετικό τρόπο κάθε ακροατή, τότε δεν υπάρχει μόνο μια άποψη για το έργο. Έτσι, οι διαφορετικές απόψεις και τα συναισθήματα του κοινού δεν εγκλωβίζουν τον καλλιτέχνη αντίθετα τον βοηθούν να αντιληφθεί πολύπλευρα το έργο του και να ανακαλύψει νέες πτυχές του. Το σημαντικότερο όμως είναι πως μπορεί να απεγκλωβίζεται από τις ίδιες του τις εμμονές, όταν ο ίδιος το νιώθει ως ανάγκη. Είναι ο μοναδικός τρόπος ώστε ένας καλλιτέχνης να παραμείνει καλλιτέχνης και να τον γεμίζει για πάντα αυτή η μεταφυσική σχέση που έχει με τα έργα του, είτε το πράττει για να επικοινωνήσει με το κοινό είτε όχι.
VII. Η τέχνη που θα σώσει τον κόσμο
Επικρατεί η άποψη, στους καλλιτεχνικούς κυρίως κύκλους, πως η τέχνη θα σώσει τον κόσμο. Λακωνικά σχολιάζοντας, πιστεύω πως με την ίδια ευκολία που ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να σωθεί με την πολιτική έχει και με την τέχνη. Χρειάζεται ουσιαστική κουλτούρα για να αντιληφθεί κανείς σε βάθος την τέχνη. Ο ρηχός όμως τρόπος που αντιμετωπίζονται σήμερα όλα τα σοβαρά θέματα στη ζωή, καλλιεργείται καθημερινά από επαγγελματίες. Βασικό μέλημα όλων των καπιταλιστικών χωρών είναι να νιώθει ο πολίτης ήρεμος κάνοντας ανούσια πράγματα, τα οποία όμως ο ίδιος εκλαμβάνει ως ουσιαστικά. Σήμερα λοιπόν είναι όλοι ήρεμοι ακούγοντας ραδιόφωνο πιστεύουν πως άκουσαν μουσική και πλησιάζοντας τις κάλπες κάθε τέσσερα χρόνια πως έχουν πολιτική συνείδηση.
___
Ιανουάριος 2011
. Σπύρος Πολυχρονόπουλος / Spyweirdos
σχόλια