Τώρα χόρευαν κι απ’ το τραπέζι που έβλεπε στην πίστα μία κοπέλα έδειχνε με το δάχτυλο του δείχτη πλάγια προς τα πάνω, μια νεαρή μελαχρινή με κότσο πιασμένα τα κατάμαυρα μαλλιά της και στρουμπουλή, βαμμένη στα μάτια με πράσινο που θύμιζε στο πρόσωπο κήπο νυχτερινό· τέντωνε το χέρι σφιγμένο και γεμάτο και κοίταζε έναν συνδαιτυμόνα της καθισμένο απέναντι της, που για λίγο κοιτούσε εκείνη και μετά την τραγουδίστρια, το μπουζούκι και αυτούς που χόρευαν, με ένα κινητό στο χέρι εκείνος, ν’ αποτυγχάνει στην απομακρυσμένη του σύνδεση, και το φαϊ και το πιοτό παντού, στα πιάτα στα ποτήρια, με τα κρασιά και τα μαχαιροπίρουνα, τα κρέατα και τα σαλατικά και τις χαρτοπετσέτες· χαμογελούσαν αυτάρεσκα, ήταν για εκείνον που το τραγούδι έλεγε, ήταν για εκείνη που το τραγούδι έλεγε, και να που έπιασε γραμμή και υποθέτω πώς η άλλη άκρη της σύνδεσης θα άκουγε ή μπορεί και να το έβλεπε το γλέντι, γιατί κρατούσε το κινητό φάτσα στην πίστα, φάτσα στο στόμα της τραγουδίστριας και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, από περηφάνια για την κατάσταση, για κείνον, για κείνην, για την τέχνη, για τον κόσμο όλο που ξεχείλιζε τη στιγμή ετούτη, έβγαζε αφρό σαμπάνιας, μπουρμπουλήθρες που σπούσαν και λαμπύριζαν, κι άκουγε το τραγούδι το πρόσωπο που ήταν απών κι άκουγε το ξεφάντωμα που έχανε. Και η χοντρή δεσποινίς συνέχιζε να δείχνει με το δείχτη τεντωμένο προς κάποιον αφηρημένο κόσμο –τον οποίο προσέγγιζε όλο και περισσότερο μετά από κάθε της κίνηση– στην έκσταση υποθέτω ή προς το ταβάνι από ραμποτέ που πάνω του χτυπούσαν κι έκαναν γκελ τα πώματα απ’ τις σαμπάνιες που άνοιγαν (CAIR), ξοδεμένες για ένα ποτήρι, για μια γουλιά αυτού που χόρευε, κι ο μαγαζάτορας να δείχνει επίσης, μα όχι πάνω, παρά εμπρός: αυτόν που πλήρωνε και μ’ ένα νεύμα του χορευτή να ολοκληρώνεται το κέρασμα μιας ολόκληρης μποτίλιας –πάρ’ την, πάρ’ την, σαν να έλεγε στο γκαρσόνι που έστεκε από πίσω του, πάρ’ την, φέρε μιαν άλλη, πάρ’ την αυτή. Χαλάλι του, χαλάλι μας, και η σκηνή επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά και ιδιαιτέρως όταν χόρευε ο γαμπρός ή ο κουμπάρος ή η νύφη ή τα πεθερικά· οι σαμπάνιες έρεαν διάφανο μπουρμπουληθρένιο υγρό σε πίδακα και η λουλουδού στη μέση της πίστα με τα μάτια να γυρνούν και να πιάνουν ένα νόημα, μια χειρονομία, τον επόμενο αγοραστή των πέντε ρηχών πανεριών από γαρίφαλα, η οποία με ιεροτελεστία ιέρειας της αφθονίας έραινε το αντικείμενο του στιγμιαίου –τουλάχιστον– θαυμασμού, με ένα τέντωμα, μ’ ένα τίναγμα επάνω απ’ το κεφάλι του σαν ντέφι που έβγαζε γαρίφαλα και με μιαν υπόκλιση δεξιοτεχνική (η λουλουδού), ώστε να δείξει και αυτή με τη σειρά της ετούτον ή τον άλλον που πλήρωνε τη ζημιά, ενώ τα άνθη πετιόνταν και πατιόνταν πάνω στην πίστα, τα γαρίφαλα τα κόκκινα και τ’ άσπρα· κι ένα γκριζομάλλικο γκαρσόνι-Βέγγος με κοφτές γρήγορες κινήσεις σκούπιζε. Χαλάλι τους, τι είναι η ζωή; μία γουλιά, μια τζούρα. Πιες την τώρα και πέτα ό,τι μένει· πάνω στο κέφι. Χαλάλι του, χαλάλι της.
σχόλια