Με αφορμή τη συνέντευξή του στον Γιώργο Χρονά στο αυριανό τεύχος της LifΟ, ένα κείμενό του καθηγητή Γιάννη Γιανναρά που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής (27-Μαϊου 2007).
Ο Κεμαλισμός εν Ελλάδι
Του Χρήστου Γιανναρά
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άφησε να φανεί στην πράξη (με γεγονότα, όχι με «επικοινωνιακά» ρητορεύματα) ποιος εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο της χώρας του: Δεν είναι οι Ισλαμιστές το εμπόδιο, είναι οι δυτικόφιλοι (υποτίθεται) Κεμαλιστές: οι εθνικιστές υπέρμαχοι του «λαϊκού» (άθρησκου) κράτους.
Προκάλεσε τα αποδεικτικά γεγονότα ο Ερντογάν: Θα μπορούσε να είχε προτείνει για την προεδρία της Δημοκρατίας υποψήφιο που δεν έδινε λαβές για αντίδραση του κεμαλικού κατεστημένου – να προτείνει, π.χ., τον υπουργό του Αμυνας Βετζντί Γκονούλ: Είναι δικός του άνθρωπος, ισλαμιστής και θεωρείται μετριοπαθής – κυρίως, έχει σύζυγο που δεν φοράει μαντίλα. Ομως ο Ερντογάν πρότεινε τον Αμπντουλάχ Γκιουλ.
Ηταν αστοχία πολιτική, στρατηγικό σφάλμα αυτή η επιλογή; Η ευφυΐα και σοβαρότητα του Ερντογάν δεν συνηγορούν σε μια τέτοια ερμηνεία. Πιθανότερο μοιάζει να προχώρησε θελημένα στην πρόκληση. Εξώθησε τους Εθνικιστές να παρέμβουν, να οδηγηθούν στη νομικά αυθαίρετη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ακύρωνε την πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή για την εκλογή προέδρου. Οχι με καταγγελτικά ρητορεύματα αλλά με το γεγονός της απόφασης των έμφοβων δικαστών ο Ερντογάν έδειξε στον λαό του και στη διεθνή κοινή γνώμη ποιος αρνείται τους κανόνες της δημοκρατίας, ποιος εμποδίζει τον εξευρωπαϊσμό και εκσυγχρονισμό της Τουρκίας.
Η πολιτική πορεία του Ερντογάν, από το ξεκίνημά της ώς σήμερα, μοιάζει με συνειδητή ανάληψη ενός ιστορικού εγχειρήματος: Να καταδείξει ότι ο εκσυγχρονισμός και η πρόοδος ενός λαού, η πρόσληψη των επιτευγμάτων της δυτικής Νεωτερικότητας, δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την παραίτηση από την ιδιοπροσωπία του, την αλλοτρίωση του βίου, τον μεταπρατισμό, τον αποχαυνωτικό πιθηκισμό του δυτικού μοντέλου. Δεν είναι προϋπόθεση εκσυγχρονισμού ο «λαϊκός» (άθρησκος) χαρακτήρας της λειτουργίας και των στόχων μιας κοινωνίας, δεν εξασφαλίζει την πρόοδο η στανική επιβολή του μηδενισμού και αμοραλισμού της νεωτερικής φυσιοκρατίας.
Με βάση τα γεγονότα (και όχι τα ρητορεύματα) συντήρηση, καθυστέρηση και σκοταδισμός στην Τουρκία σήμερα αποδείχνονται οι Κεμαλιστές, οι εθνικιστές του «βαθέος κράτους» «Γκρίζοι Λύκοι» του παρακράτους. Ετοιμοι να καταλύσουν, οποιαδήποτε στιγμή, και τα προσχήματα δημοκρατίας, για να υπερασπίσουν το «λαϊκό» (άθρησκο) κράτος. Και αντίπαλός τους ο «ισλαμιστής» Ερντογάν που παλεύει για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη, για εκσυγχρονισμό χωρίς αλλοτρίωση, χωρίς απώλεια της αίσθησης του «ιερού».
Η πολιτική του Ερντογάν είναι η πρώτη σοβαρή (έμπρακτη και όχι ρητορική) αμφισβήτηση του άλλου ιστορικού εγχειρήματος: του κεμαλικού. Ο Κεμάλ μετέπλασε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε μιμητικό κακέκτυπο του νεωτερικού στη Δύση έθνους - κράτους. Αλλά η αυτοκρατορία δεν ήταν ένα απλώς μεγαλύτερο σε μέγεθος κρατικό σχήμα αναχρονιστικών θεσμών και οργάνωσης. Από τη ρωμαϊκή καταγωγή της η αυτοκρατορία ήταν μια «τάξη πραγμάτων» (ordo rerum): τρόπος και ευθύνη για την ειρηνική συνύπαρξη εθνών, φυλών, θρησκειών, παραδόσεων (pax romana). Αυτό τον «τρόπο» της αυτοκρατορίας αρνήθηκε ο Κεμάλ πιστεύοντας ότι έτσι «εκσυγχρονίζει» την Τουρκία. Και τη θεμελίωσε στον εθνικισμό, δηλαδή στο έγκλημα μεθοδικών γενοκτονιών, διαδοχικών εθνοκαθάρσεων.
Τον ρόλο του Κεμάλ, τηρουμένων των αναλογιών, διαδραμάτισαν στον Ελληνισμό ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αλλά ποιος τολμάει να εκστομίσει σήμερα, ακόμα και ως υπόθεση εργασίας, μια τέτοια (έστω προφανέστατη) πιστοποίηση; Κεμάλ, Κοραής και Βενιζέλος είναι τα ιερά ταμπού της κοινής μας εθνικιστικής ιδεοληψίας. Οι αυτουργοί αφανισμού του αυτοκρατορικού κοσμοπολιτισμού των Οθωμανών και της ελληνικής οικουμενικότητας λειτουργούν ως ειδωλοποιημένα σύμβολα θριάμβου του εθνικιστικού επαρχιωτισμού, του «λαϊκού» (δίχως αίσθηση του ιερού) ιμπεριαλισμού της Δύσης.
Τον εθνικισμό ο Ελληνισμός τον πλήρωσε με το ακριβότερο τίμημα: με το ιστορικό του τέλος. Επέζησε ο Ελληνισμός κάτω από τη Ρωμαιοκρατία, τη Φραγκοκρατία, την Τουρκοκρατία και τέλειωσε ιστορικά όταν έγινε εθνικό κράτος. Ακόμα και σκλάβοι, αγράμματοι, φτωχοί οι Ελληνες δεν έπαψαν να παράγουν πολιτισμό, ενεργό ετερότητα, πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια. Μόλις έγιναν έθνος-κράτος, μόνο μιμούνται. Ζωγραφική, αρχιτεκτονική, παιδεία, φιλόσοφος λόγος, κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί, θρησκευτικότητα, όλα μεταπρατικά, πιθηκισμός της Δύσης, όπως το ήθελε η «μετακένωση» του Κοραή. Ο εθνικιστικός μεγαλοϊδεατισμός του Βενιζέλου, ασφυκτικά κρατικιστικός, διπλασίασε την εδαφική επικράτεια, ναι. Αλλά και να την είχε τετραπλασιάσει, από τη στιγμή που καταλάβαινε τον Ελληνισμό με όρους έθνους-κράτους, τον καταδίκαζε να μετασχηματιστεί σε βαλκανική επαρχία.
Στην Τουρκία το πολιτικό τοπίο αρχίζει κάπως να αποσαφηνίζεται. Το κόμμα του Ερντογάν, κόμμα της πλειοψηφίας, επιστρέφει (συνειδητά ή ανεπίγνωστα, άσχετο) στον άξονα συνοχής της αυτοκρατορίας, που ήταν πάντα ο σεβασμός του «ιερού» (η religio imperii). Και μάχεται για εκσυγχρονισμό και πρόοδο χωρίς αλλοτρίωση. Αντιστέκονται με νύχια και με δόντια οι Εθνικιστές, για να διασώσουν το «άθρησκο» κράτος της στρατοκρατίας και των εθνοκαθάρσεων παραβιάζοντας αναίσχυντα τις ίδιες τις αρχές του δυτικού πολιτικού πολιτισμού που υποτίθεται ότι τους γοητεύει.
Οταν φτάνει κανείς από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα έχει εναργή την αίσθηση επιστροφής στην επαρχιωτική ασφυξία. Πολιτικά αναστήματα θλιβερής ανεπάρκειας ερίζουν μόνο και αποκλειστικά για την επανεκλογή τους και την καταλήστευση του δημόσιου ταμείου. Τους πλαισιώνουν μάζες αφελών ή κρετίνων, αποχαυνωμένοι χειροκροτητές των εξαπατητών τους, έτοιμοι με την ψήφο τους «να μεταλλάξωσι τυράννους».
Κανένα ίχνος πολιτικής αντίστασης στον αλλοτριωτικό Εθνικισμό, καμιά αντιπρόταση. Οποιο κόμμα και αν κυβερνάει, κυρίαρχοι στην Ελλάδα είναι οι Κεμαλιστές, μια μειονότητα «Γκρίζων Λύκων» που μάχονται για «λαϊκό» (άθρησκο) κράτος, για τον αφανισμό κάθε λείμματος ιστορικής αυτοσυνειδησίας και πολιτιστικής ετερότητας. Καυχώνται και αυτοπροβάλλονται σαν «διεθνιστές». Αλλά ο «διεθνισμός» τους είναι, απλά, η ιμπεριαλιστική αλαζονεία του ιδεολογικού επαρχιωτισμού τους. Το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα παραμένει άξεστα υπανάπτυκτο, η επαρχιωτική καχεξία ανήκεστη.
Ακολουθεί η απάντηση του κυρίου Ανδριανόπουλου στην Καθημερινή της Κυριακής (3/6/2007)
Πού φωλιάζει ο εθνικισμός;
Του Ανδρεα Ανδριανοπουλου
Τελικά τι ακριβώς είναι ο εθνικισμός; Οποιος δεν παρακολουθεί στενά τα κείμενα του ομότιμου καθηγητή Χρήστου Γιανναρά («Ο Κεμαλισμός εν Ελλάδι», «Καθημερινή», 28 Μαΐου 2007) καταλήγει σε αναπάντεχα συμπεράσματα. Σύμφωνα με αυτή την αενάως επαναλαμβανόμενη ανάλυση, επικίνδυνοι εθνικιστές που «κόντυναν» τον Ελληνισμό, οδηγώντας στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους υπήρξαν οι διαφωτιστές τύπου Κοραή και όσοι άλλοι συνέβαλαν στην επανάσταση κατά των Οθωμανών. Ο Ελληνισμός ήταν προορισμένος για άλλα μεγαλεία, μέσα από την παγκόσμια πολιτιστική ανταύγεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι το εύλογο συμπέρασμα - μεγαλεία τα οποία απολέσθηκαν όμως λόγω της κοντόθωρης ανάδειξης της ελληνικής κρατικής ανεξαρτησίας.
Αφού τσιμπήθηκα για να σιγουρευτώ πως δεν ονειρεύομαι –όσες φορές κι αν διαβάσει κανείς την επανάληψη αυτού του εξωγήινου σεναρίου καταπλήσσεσαι σαν να ήταν η πρώτη φορά– προσπάθησα να παρακολουθήσω τη λογική κατάληξη του παραπάνω απίστευτου επιχειρήματος. Με βάση αυτές τις αιτιάσεις μπορεί εύκολα να εξηγηθεί και η αρνητική αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην εθνική επανάσταση. Καθώς και η ευκολία με την οποία η τότε ηγεσία του ορθόδοξου μιλέτ αφόριζε τους επικεφαλής της εξέγερσης. Με βάση όλα τα παραπάνω, η διεκδίκηση σήμερα από την Εκκλησία ρόλου πρωταγωνιστή στην οικοδόμηση του νέου ελληνικού κράτους είναι απόλυτα ακατανόητη. Στόχος προφανώς της ορθοδοξίας ήταν η μακροημέρευση της «μεγάλης τροφού», της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ώστε ο Ελληνισμός, με την πολιτιστική του υπεροπλία, να κυριαρχούσε στο εσωτερικό της κληρονομώντας τις δομές και τα μεγαλεία της(!!)
Την προοπτική αυτή προφανώς, πέραν των Φιλικών και των Διαφωτιστών, οριστικώς κατέστρεψε αργότερα η εθνική επανάσταση του Κεμάλ. Που ανέτρεψε τον οθωμανισμό κι εγκαθίδρυσε το κοσμικό τουρκικό κράτος. Γι’ αυτό κατηγορείται κι αυτός σαν φιλοδυτικός «πιθηκιστής» που απομάκρυνε τους Τούρκους από τις γνήσιες παραδόσεις τους. Στήνοντας ένα τεχνητό κατασκεύασμα που επιβιώνει μοναχά με την καταπίεση και τη βία. Μαζί με τον Βενιζέλο, σύμφωνα πάντα με την ανάλυση Γιανναρά, δούλεψαν ουσιαστικά για το «κόντεμα» των λαών τους, βουλιάζοντάς τους σε μια θάλασσα τυφλού εθνικισμού και μυωπικής αντίληψης της πραγματικής τους οντότητας.
Φαίνεται πως μοναχά ο Ερντογάν, σύμφωνα με τη σχετική επιχειρηματολογία, ξεδιπλώνοντας τα καταπιεσμένα λάβαρα της θρησκείας, ξεγυμνώνει τη σχετική ιστορική απάτη. Οδηγώντας πίσω τους Τούρκους στη χαμένη τους αξιοπρέπεια και την ιστορική τους ακμή, φέρνει, σύμφωνα με την παρανάγνωση του κ. Γιανναρά, στο «λαϊκό» κράτος την «αίσθηση του ιερού». Το ότι ο Ερντογάν αποτελεί μια πραγματική ζωτική εκσυγχρονιστική διέξοδο για την Τουρκία θα είμαι ο τελευταίος που θα το αρνηθώ. Η θρησκεία όμως είναι το σχετικό προπέτασμα και όχι η ουσία. Η σύγκρουση στην Τουρκία είναι καθαρά κοινωνική. Κι όχι θρησκευτική.
Το κεμαλικό καθεστώς, κάτω από την επίφαση της διάσωσης του κοσμικού κράτους, επιχειρεί να διατηρήσει αλώβητη μια αδυσώπητη φεουδαρχική κοινωνική τάξη πραγμάτων, που με την ιστορική της ακινησία συντηρεί τα προνόμια μιας συγκροτημένης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Καταδικάζοντας έτσι τον υπόλοιπο πληθυσμό στη μιζέρια και τη δυστυχία. Το μήνυμα του Ερντογάν είναι διάγγελμα αλλαγής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Κάτι που οι στρατηγοί θέλουν με κάθε τρόπο να καταπνίξουν.
Σε καμία περίπτωση ο Ερντογάν δεν ξεθάβει τα μηνύματα του οθωμανισμού που συνέτριψε η επανάσταση του Κεμάλ. Για τον απλούστατο λόγο πως οι Τούρκοι δεν ήσαν παρά μια μόνο λαϊκή οντότητα ανάμεσα στις τόσες που απάρτιζαν την οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Κεμάλ της έδωσε τα εχέγγυα να ιδρύσει δικό της εθνικό κράτος. Και πάνω σε αυτό ακριβώς στηρίζεται ο Ερντογάν για να εκσυγχρονίσει τις εσωτερικές του δομές.
Εθνικισμός δεν είναι η αναγνώριση μιας καταπιεσμένης εθνικής ταυτότητας και η συνειδητή της πλέον πορεία προς την οικοδόμηση ενός αυτόνομου εθνικού κράτους. Εθνικισμός είναι η επιθετική ταυτοποίηση αυτής της εθνικής προσωπικότητας με μύθους ανωτερότητας απέναντι σε γείτονες και με αφηγήσεις μεγαλοσύνης για αμφίβολα επιτεύγματα και κατορθώματα. «Ακόμα και σκλάβοι, αγράμματοι, φτωχοί οι Ελληνες», υποστηρίζει ο κ. Γιανναράς, «δεν έπαψαν να παράγουν πολιτισμό, ενεργό ετερότητα, πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια». Πότε ακριβώς και πώς τα έκαναν όλα αυτά, δεν μας διευκρινίζει. Ενώ το στοιχείο της ανωτερότητας αλλά και της επιθετικής αντίληψης απέναντι στους γύρω («ελληνική οικουμενικότητα») είναι πάντοτε παρόν. Κοντά σε αυτά και η μελαγχολική παραδοχή πως χάσαμε την ευκαιρία της κυριαρχίας της «ελληνικής οικουμενικότητας», κληρονομώντας τον «αυτοκρατορικό κοσμοπολιτισμό [αλλά και τις εξουσίες βέβαια] των Οθωμανών»! Θρηνεί ο κ. Γιανναράς γι’ αυτή την απώλεια και αποκαλύπτει τους τρεις «αυτουργούς του αφανισμού του αυτοκρατορικού κοσμοπολιτισμού των Οθωμανών» και συνακόλουθα τους καταστροφείς του αυτοκρατορικού «μας» οράματος: Κοραής, Κεμάλ, Βενιζέλος!
Σαν τους ακραίους μουσουλμάνους Βαχαμπιστές, η πίστη σε αρχέγονα δίκαια και σε, θεϊκών περίπου καταβολών, καταξιώσεις ενέχει, πέρα από την επιθετικότητα ενός καταπιεσμένου εθνικισμού, και τα στοιχεία ενός εύκολα αναγνωρίσιμου φασισμού.
Και η απάντηση του κυρίου Γιανναρά (Υστερόγραφο στο κείμενό του "Ελληνοτουρκικά: Μια ακόμη εκδοχή", Καθημερινή της Κυριακής, 10/6/06)
"Στο άρθρο του κ. Ανδρέα Ανδριανόπουλου «Πού φωλιάζει ο εθνικισμός» («Κ» 3.6.07) δεν απαξιώ, απλώς δεν χρειάζεται να απαντήσω. Από την επιφυλλίδα μου της 27.5.07 αποκλείεται να κατάλαβε ο κ. Α. τα όσα εκθέτει στο άρθρο του: Τέτοια εκτρωματική παρανάγνωση της θεματικής και τόση αδιαφορία για λογική συνέπεια δικαιολογούνται μόνο ως αφορμή για τη συνεκφερόμενη χλεύη, όχι ως θέσεις και απόψεις που χρειάζονται απάντηση. Αν η χλεύη και η καταληκτική ύβρις του «φασίστα», που μου απευθύνει, ανακούφισαν τον κ. Ανδριανόπουλο, περιττεύει δικός μου σχολιασμός."
σχόλια