Κάνοντας να μπω φουριόζικα στο μαγαζί, έδωσα μια γερή κουτουλιά στην κάσα της εξώπορτας. Και να ένα καρούμπαλο! Δεν έφταιγα μόνον εγώ, μ' έσπρωξε άτσαλα κι ένας της παρέας, ο Λάκης ο «Φερέγγυος» – απ' την καυχησιά του τού βγήκε το παρατσούκλι, έκανε όλο τον άνθρωπο της μπέσας και της φερεγγυότητας, ενώ ήταν ένας... «Σιγά, ρε Λάκη, με σακάτεψες!» ούρλιαξα. Τι να 'κανε κι αυτός, σκουντούσαμε ο ένας τον άλλο να χωθούμε μάνι μάνι μέσα στη «Σεχραζάτ» γιατί είχαμε γίνει παπί. Έβρεχε τρία μερόνυχτα! Βροχή της Θεσσαλονίκης εκείνου του καιρού, Παναγία μου! Το νερό είχε περάσει μέχρι μέσα απ' τα εσώρουχά μας!
Στη «Σεχραζάτ» ερχόμασταν για πρώτη φορά. Συστημένοι! Η σάλα του μαγαζιού ήταν πανύψηλη, γύρω στα έξι μέτρα, και τεράστια, μια απέραντη άπλα, να μην έπιανε ίσαμε διακόσα πενήντα τετραγωνικά; Παλιότερα πρέπει να χρησίμευε για βιοτεχνία. Σταθήκαμε δυο λεπτά στον προθάλαμο να βγάλουμε τα μουσκεμένα πανωφόρια μας, μα για να στεγνώναμε εκεί μέσα δεν επρόκειτο, αμφιβάλλω αν είχανε καν θέρμανση, την πούντα την είχαμε στο τσεπάκι, δεν το συζητάμε. Μου πονούσε και το καρούμπαλο, έτρεχε και λίγο αίμα, «τράβα στον πάγκο, ρε συ, μην κάθεσαι έτσι σε λέω, να σε βάλουνε τίποτα ιώδια» μου λέει ο «Σε λέ-Με λέ», χασαπόπουλο στο Καπάνι, που μιλούσε με βαριά σαλονικιώτικη προφορά. Αγαλμάτωσα δίπλα στο μπαρ κάνοντας χώρο για να περνούν τα γκαρσόνια, ενώ έψαχνα την ευκαιρία να απασχολήσω ένα πρόσωπο που έμοιαζε υπεύθυνο. Στον πλαϊνό τοίχο μού έκανε παρέα μια μεγάλη ασπρόμαυρη αφίσα του Πρίσλεϊ με κιθάρα και μεγάλο φτιαχτό «πακέτο», παραφουσκωμένα δηλαδή με βαμβάκι γεννητικά όργανα. Δίπλα του ακριβώς είχαν στήσει ένα πρωτοποριακό εικονοστάσι: μεγάλων διαστάσεων, δαφνοστεφανωμένο, και στο εσωτερικό του μια εικόνα του Αϊ-Γιώργη του Δρακοντοκτόνου εξ ευωνύμων, μια εικόνα του Αϊ-Νικόλα του Ασπρογένη εκ δεξιών, και στη μέση ένα πλαστικό εκμαγείο καθολικής Παναγιάς σε χτυπητό πορτοκαλί χρώμα. Το σύνολο φωτίζονταν από μικρά, παρδαλά, εορταστικά λαμπάκια που αναβόσβηναν εκνευριστικά, κρεμασμένα κάτω απ' την κορνίζα του εικονοστασίου σαν ντούμπλες σε νυφικό γιορντάνι. Πιο χαμηλά, ένα αλουμινένιο καντήλι καρφωμένο στον τοίχο έφεγγε με κανονικό φιτίλι, όπως στις εκκλησιές. Μόνο ένας τύπος στο πνεύμα του Άντι Γουόρχολ, και στο πιο προχωρημένο, σκέφτηκα, θα μπορούσε να προτείνει τέτοιο μούλτι-κούλτι ψυχεδελικό ποπ ντιζάιν. Καθώς το πρόσωπο του μπαρ με περιποιούνταν δεόντως, η ματιά μου αιχμαλωτίστηκε απ' το εικονοστάσι που είχαν τοποθετήσει λίγο πιο πέρα, μια μεγάλη χρωματιστή φάτνη από χαρτί, με τον νεογέννητο Χριστό, την Παναγιά, τους ποιμένες και τους αμνούς, από εκείνες της σειράς που αγοράζονται κατά κόρον τις παραμονές των γιορτών. «Αυτή η φάτνη θα είναι το γούρι μου γι' απόψε» μουρμούρισα κάνοντας στα μουλωχτά τον σταυρό μου, «η φάτνη της "Σεχραζάτ"».
#quote#
Η παρέα έκοβε κίνηση, όλοι όρθιοι, το μαγαζί ήταν πίτα. Παρασκευή βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων του '90. Ο φίλος μου ο Άλεξ, ένας παίδαρος σουβλατζής απ' τη Χαλκηδόνα, παίδαρος-παμπαίδαρος, είχε σταμπάρει ένα άδειο τραπέζι, το μοναδικό, κοντά στην πίστα. Έπιασα απ' το χέρι ένα γκαρσόνι που περνούσε τυχαία από μπροστά μου και του το υπέδειξα. Με κοίταξε κάπως στραβά. «Καρντάση μου, οκτώ άτομα είμαστε, ίσα ίσα χωράμε εκεί πέρα, κάνε κάτι να μας βολέψεις». «Εντάξει» μου λέει βαριεστημένα. Αμάν, αδερφέ μου, πολύ βαρύς κι ασήκωτος, κι είχε ο δερβίσης κάτι μυρωμένα χυτά ολόξανθα μαλλιά, «μαλλιά αγγέλου» –αυθόρμητα άρχισα ν' απαγγέλλω χαμηλόφωνα τους πρώτους στίχους απ' τον «Ορέστη» του Βάρναλη: «Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα, λύσε τα να φανείς ως είσαι ωραίος...», κι είχε ο άτιμος ένα πρόσωπο, γλυκό μέλι, ίδιος ο κινηματογραφικός Τάτζιο του Βισκόντι ήτανε–, μου 'ρθε στον νου η θανάσιμη αγωνία του Ντερκ Μπόγκαρτ κάθιδρου, κατασπαραγμένου στο ψυχορράγημά του από έναν οίστρο αλγολαγνείας. «Χάρισέ μου, σε παρακαλώ, τ' ονοματάκι σου, να ξέρω πώς να σε προσφωνώ για τις παραγγελίες». «Κλήμης» μου λέει κοφτά, κι αποχωρεί. Α μπα, δεν ταίριαζε καθόλου η φάτσα του με το τσαμπουκάλεμά του. Ούτε τ' όνομά του, βέβαια, που ξυπνούσε μαθησιακές μνήμες βιβλικών αναγνωσμάτων. Κλήμης, ε; Θανατηφόρος φαίνεσαι κι εσύ, αγόρι μου, ψυχή τε και σώματι, τι Τάτζιο, τι Κλήμης, τι Θάνατος στη Βενετία, τι «Θάνατος στη Σαλονίκη», το ίδιο κάνει.
Οκτώ αγόρια ήμασταν, τι αγόρια, άντρες ολόκληροι, από είκοσι δύο μέχρι τριάντα τριών χρονών, ευειδείς και ρωμαλέοι, ερωτιδείς αθεράπευτοι, θανατηφόροι κι εμείς, αλλά τότε δεν το ξέραμε ή, μάλλον –παρόλο που ήμασταν υποψιασμένοι–, δεν αφήναμε το φαρμάκι του ναρκισσισμού να μας διαβρώσει, από ένστικτο αυτοπροστασίας πιθανόν, προτιμούσαμε να σταλάζει μέσα μας αργά αργά για να ζήσουμε πιο αυθεντικά τη νιότη μας, «χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε» συμπεραίνει σοφά ο Καρούζος. Ωραίοι με την έννοια που δίνουν οι αρχαίοι στη λέξη, στην ώρα μας δηλαδή, αλλά και αγόρια, με την έννοια που δίνουν πάλι οι αρχαίοι στη λέξη, άγουροι, άωροι, ανώριμοι ακόμα κι ας είχαμε φορτωθεί μέχρι τότε μ' ένα σωρό ερωτικές περγαμηνές, για τις ομολογημένες μιλώ, για τις ανομολόγητες «θου, Κύριε...», κι όλοι μας σχεδόν «άντρες με βίτσια», θα 'λεγε ψευτοευγενώς κάποιος από εκείνους τους επιμελώς συγκαλυμμένους νοικοκυραίους –ενδημικό συμπλεγματικό φρούτο κι αυτό, που κατά καιρούς παίρνει διαστάσεις επιδημίας– από τους πουριτάγκες δηλαδή, χωρίς, υποτίθεται, βίτσια. Και ψάξε τώρα εσύ να αποκρυπτογραφήσεις τα βίτσια και τις αποχρώσεις τους. Των δικών μου, πάντως, οι λαδιές είναι ανεξίτηλες.
Ο καπεταν-Γιάννης ήταν ο μικρότερος κι ο πιο μπερμπάντης και παιδί της αμαρτίας απ' τις πρώτες πρώτες καύλες του, είχε λογοδοθεί με μια εγχειρισμένη, δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του, τη Μαριλού, έλεγε «η αρραβωνιαστικιά μου» κι έλιωνε, απορώ τι της έβρισκε, δεν φτάνει που ήταν μπροστά του γριά, ήτανε και στρίγγλα κι άχαρη –«πάρε τα μάτια μου και δες την» σου λέει ο λαός–, υπάρχουν στη ζωή καλλιμάρτυρες, υπάρχουν και τερατολάγνοι, τι να πει κανείς, εκείνος ήτανε μινιόν, μπισκετάκι τρέλα, ένας μελαμψός Ερμής τσέπης, δούλευε λαμαρινάς δώδεκα ώρες την ημέρα στον Εύοσμο – κι αντί να της τα παίρνει, της τ' ακουμπούσε ο χάφτας μέχρι δεκάρας, κρίμα το ασικλίκι του.
Έλειπε η Μαριλού, «πάω, μωρό μου, για δουλειές στην Αθήνα», δουλειές να τις κάνει ο Θεός, το 'χαψε ο βλάκας και φυλάει κάθε απόγεμα, μόλις σχολάσει, στο σαλόνι, πάνω απ' το μαύρο τηλέφωνο, ντριν ντριν ντριν, να χτυπήσει για να σαλιαρίσει με τη λάμια, «μαναράκι μου», ξερογλείφεται εκείνη, «καϊνάρα μου» μουγκρίζει ο δικός μας – κρυφά απ' τη μάνα του, που κάθε τόσο βάζει τις φωνές απ' την κουζίνα «αχ, θα σε φάνε από τόσο νωρίς αυτές οι πουτάνες οι γυναίκες, πρόσεχε την καύτρα του τσιγάρου σου, βρε μπουνταλά, προχτές βρήκα μια γόπα αναμμένη και μου 'καψε το καρό το σεμεδάκι, αφηρημένε, το χαράμισες και το 'χω απ' την προίκα μου».
Μια χαρά μας χώρεσε το τραπέζι, είχε ένα κλαδί από γκι χριστουγεννιάτικο στη μέση, είχε κι ένα φαναράκι μ' ένα χοντρό κερί που βοηθούσε να διακρινόμαστε μέσα στο μισοσκόταδο. Σιγοντάριζε την αίσθηση παρανομίας και την καυλιάρικη προδιάθεσή μας ο χαμηλός φωτισμός. «Το ημίφως έχε το τσιράκι των δαιμόνων» είχε αποφανθεί κάποτε ο αδελφός Αγάπιος, Αγιορείτης μοναχός απ' τη Μονή Κουτλουμουσίου, τυραννισμένο θύμα συνωμοσίας των ερωτικών δαιμονίων της νύχτας κι εκείνος ο μακαριστός.
Ο Λόης ο Σερραίος, ο φροντιστής, ο Κότσος ο Πόντιος, ο μυταράς απ' το Κιλκίς κι ο Ηρακλής, που τον φώναζαν «πρωτευουσιάνο» μα δεν ένιωθε Αθηναίος, αφού ήταν απ' τη Δραπετσώνα κι έβριζε «άι γαμήσου στα Σούρμενα» ήταν οι άλλοι τρεις της παρέας.
Έσταζε από ψηλά το ταβάνι, κόντρα πλακέ ήτανε, τι να σου κάνει, δεν είχε απόψε η βρόχα σταματημό, κάλλιο να χιόνιζε, θα ήταν πιο υγιεινά και πιο ατμοσφαιρικά χρονιάρες μέρες, μα πού τα χιόνια, ξεχάστηκαν φαίνεται στον Μύτικα, στην κορυφή του Ολύμπου.
«Μπορεί ν' αρρωστήσουμε, αλλά αξίζει τον κόπο», είπε ο «Σε λέ-Με λέ», «έχει νταλαβέρι εδώ μέσα, καλό νταλαβέρι». Είχε κόψει κίνηση κι είχε μυριστεί διάφορα ψηστήρια από γύρω.
Πέρασε ο Κλήμης μια στιγμή βιαστικά από δίπλα μας, ενώ απ' το ολόφωτο πάλκο εκτελούσαν το εποχικό σουξέ «Ξανθέ μου άγγελε, με βασανίζεις, στο πέρασμά σου με συγκλονίζεις», ασορτί για την περίσταση, αμάν, μας πήρανε πρέφα, σκέφτηκα, όμως «Κλήμη, Κλήμη», φώναξα, «πέφτουν επάνω μας τα νερά, κάνε κάτι», τι μιλάς τζάμπα, ρε βλάκα, αφού στάζαμε ολόκληροι, «ο βρεμένος τη βροχή δεν τη φοβάται», και σάμπως μπορούσε να σώσει την κατάσταση το παιδί –σ' όποιον δεν άρεσαν τα βρεγμένα κωλάδικα, ας πήγαινε στο Κρατικό Θέατρο που είναι προφυλαγμένα και στεγνά, να 'βλεπε την Αντιγόνη Βαλάκου στην Επιστροφή της γηραιάς κυρίας, αλλά μπορεί να 'σαι καυλοράπανο και να κάνεις πιάτσα σε χώρους ντεκαυλέ;– όμως να, έτσι, κάτι για να του πω, ν' ακούσω τη φωνή μου να τον καλεί «Κλήμη, Κλήμη», σημασία όμως ο λεγάμενος, δεν του ξαναδίνω πρόσωπο, είπα, μ' έχει γραμμένο στ' αρχίδια του κι ας άφριζα μέσα μου, όσο τον χάζευα από μακριά τόσο με ταξίδευε ανέξοδα σε τεχνητούς παραδείσους, δεν χρειαζόμουν αφιόνια σαν του Μπωντλαίρ, αρκούσε μόνο ο φωτοστέφανος του Κλήμη για να φτάσω στην απογείωση. Κατέφτασε ένα άλλο γκαρσονάκι, πολύ πρόθυμο, και μας σέρβιρε τα ουίσκια μας που αρχίσαμε να τα ρουφάμε γιαβάσικα και να το διασκεδάζουμε, αλλά το μάτι γύρω τριγύρω μας γαρίδα.
Μια αλλοπρόσαλλη κομπανία είχε αναλάβει να παρουσιάσει –όπως κάθε Παρασκευοσάββατο, μας είπαν– ένα πλουραλιστικό ρεπερτόριο, που ξεκινούσε με ελαφρά, περνούσε σε λαϊκά και σε βαριά λαϊκά, κορυφωνόταν με σκυλάδικα και οργίαζε στο φινάλε με καρσιλαμάδες και μπέλι ντανς για να καταλήξει προς το χάραμα σε λάγνα ταγκό και βαλσάκια. Δυο μπουζούκια, δυο κιθάρες, ένα ακορντεόν, ένα βιολί, ένα ντραμς κι ένα ντέφι. Έπαιζε η ορχήστρα εκείνη την ώρα χαρούμενα και πιο βαριά λαϊκά εναλλάξ για να κάνει κλίμα. Νταβραντισμένος πρώην οικοδόμος ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, η Μπέλλα. Δεν πλησιαζόταν, αν σε παρεξηγούσε, λέει, μπορεί, σε στιγμή εξοργισμού, να σε καθάριζε. Κάθε εικοσάλεπτο άλλαζε τραγουδιστής, ο Τζίμης Καλύβας με το μουστάκι ταβανόβουρτσα, ο Βάσος Γιαχνής με την κόμη καλλιεργημένη τεχνηέντως ως την κωλοτρυπίδα, η Ζαργάνα η κοκαλιάρα, η «μυαλό κουκούτσι» Ραδίκω, η άλλη η Σουρτούκω, που δεν μαζευόταν απ' τα σοκάκια, και η Κλάρα Μπελ, χοντροκομμένη και άχαρη σαν τη συνονόματή της αγελάδα, την γκόμενα του Γκούφυ στις ιστορίες του Ντίσνεϊ.
Λίγο πριν από τις δώδεκα είπε σύσσωμη η ορχήστρα –με τη συνοδεία και τις επευφημίες όλων των θαμώνων– τα κάλαντα των Χριστουγέννων και ακολούθως, προς έκπληξίν μας, το «Σάιλεντ Νάιτ» στα αγγλικά και τα ελληνικά, και το «Έλατο» στα γερμανικά και στα ελληνικά, μιξτ γκριλ.
«Μέρι κρίσμας του γιου» μου ευχήθηκε αγγλιστί απ' το αντικρινό τραπέζι η Μαϊτού, μια σιτεμένη Γαλλίδα ζωγράφος, μέγας ηδονοθήρας, που παρεπιδημούσε τότε στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε ανακαλύψει το ελιξίριο της νεότητας ρουφώντας κάθε νύχτα, ως βαμπιρέλα του σεξ, εκλεκτό αρρενωπό συνοικιακό νέκταρ νέας εσοδείας. «Μπον αννέ, μάι σουίτ Μαϊτού» αντευχήθηκα αγγλογαλλιστί κι εγώ, σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι.
Μπορεί ο Κλήμης-Τάτζιο να μη μου 'ριχνε ούτε ματιά, μα ο φίλος μας ο Πόντιος έκανε σβέλτα κονέ με τη Σουλτάνα, μια μπάνικια τρανς, σε δυο λεπτά βγήκε έξω και γύρισε μετά από ένα δεκάλεπτο. «Τι έγινε, μορφονιέ, τα ψήσατε;» ρώτησε ο «Σε λέ-Με λέ». «Τι να ψήσουμε, ρε συ; Καμιά ρέγγα; Είπαμε τα δέοντα, παίξαμε και λιγάκι». «Δηλαδή;». «Χαμουρευτήκαμε, κάναμε κι ένα βιαστικό πλακοψώλι πάνω απ' τα ρούχα». «Τι είναι, ρε, το πλακοψώλι;» ρώτησε ο Σερραίος ο φροντιστής, που ήταν ο πιο άβγαλτος. «Κατά το πλακομούνι, Λόη μου, και το πλακοψώλι. Ξέρεις τι μεγάλη καύλα είναι! Ξιφομαχία! Δυο σηκωμένες πούτσες διασταυρούμενες να πιέζει η μία την άλλη, ν' αλλάζουν θέση μάχης και να παλεύουν ποια θα βγει νικητής. Αφού πασαλείφτηκα! Α, είμαι πολύ τυχερός απόψε» είπε ενθουσιασμένος ο Πόντιος. «Το παιχνίδι θα έχει και συνέχεια. Άφτερ μιντνάιτ». «Με την τραβεστί, ρε συ, έκανες τέτοια τζιβιτζιλίκια;» απόρησε ο Άλεξ. «Ναι, φίλε μου, κι είχε μια ψωλή παλούκι». «Αδικία, μεγάλη αδικία» διαμαρτυρήθηκε ο «Σε λέ-Με λέ». «Αυτός ο Θεός δεν ξέρει τι κάνει! Βλέπεις ένα ντερέκι δυο μέτρα, καλλίγραμμο και μπρατσαρά, και την έχει μπάμια, κι έρχεται μια λούγκρα καλιαρντή και σου πετάει ένα λοστάρι, κάτσε καλά». «Και τι να το κάνεις; Μήπως έχει και τόση σημασία το μέγεθος;», είπε ο «Πρωτευουσιάνος», «αυτό που έχει αξία είναι η τέχνη». «Η τεχνική, θες να πεις» πετάχτηκε ο Άλεξ. «Άλλο τέχνη και άλλο τεχνική; Τέλος πάντων. Τι λέει ο λαός;». «Τι;». «Άμα σε γαμήσει κανείς, να 'ναι μάστορας». «Ε, ρε, κουβέντα που πιάσατε χριστουγεννιάτικα», πετάχτηκε ο Λάκης ο «Φερέγγυος», «μας ακούει κι η Παναγιά απέναντι». «Το ίδιο κι ο Χριστός! Μας ακούει και μας βλέπει. Όμως ολόκληρος ο άνθρωπος –ο κάθε άνθρωπος– κι όλα τα όργανά του βέβαια, και προπαντός τα γεννητικά, είναι ιερά, ό,τι πιο ιερό υπάρχει» χώθηκε η αφεντιά μου. Άγια είναι τ' αρχίδια μας, άγιοι είναι κι οι κώλοι μας.
Εκεί πάνω θυμήθηκε ο Λόης ο Σερραίος, ο φροντιστής, που ήταν ο πιο διστακτικός, τη μάνα του και αναφώνησε: «Α, ρε μάνα, τι γιο έκανες! Τα σωστά παιδιά τ' αφήνουν όλα πίσω τέτοιες μέρες και κάνουν Χριστούγεννα στο πατρικό τους». «Σιγά, μωρή παρθενορραφή, και τι θα πάθει η μάνα σου, θα γιορτάσει με καμιά γειτόνισσα», είπε ο καπεταν-Γιάννης, ο μελαμψός Ερμής τσέπης, «εγώ, αν ήταν εδώ η κούκλα μου και δεν έλειπε στην Αθήνα για δουλειές, θα την είχα βγάλει να το κάψουμε, μέρα που είναι, ως το πρωί». Ξίνισα τα μούτρα μου, η Μαριλού, η μικρανεψιά του Φρανκεστάιν, και κούκλα! «Έπρεπε να κατέβω στη Δραπετσώνα κι εγώ» είπε ο Ηρακλής ο «Πρωτευουσιάνος», «θα περνούσα ζάχαρη σε κανένα κουτουκάκι ζόρικο με τα παλιά φιλαράκια». «Εσύ μη μιλάς», πετάγομαι εγώ, «γιατί έχεις μεγάλο γκελ και θα σου φέξει απόψε». «Άι γαμήσου στα Σούρμενα» μου αποκρίθηκε ο «Πρωτευουσιάνος». Τώρα γιατί στα Σούρμενα και όχι στα Σεπόλια, τρέχα γύρευε. Ο «Σε λέ-Με λέ» τι να 'λεγε ο καημένος, ήταν πεντάρφανος, μια γιαγιά τον μεγάλωσε που την είχε χάσει κι αυτήν τελευταία. Κατέβασε το κεφαλάκι του λυπημένος. «Ε, φίλε, εντάξει», του κάνω, «άντε, "καλές γιορτές"» και τσουγκράμε τα ποτήρια. «Όσο για μένα», είπε ο Λάκης ο Φερέγγυος, «όπου με βγάλει, είμαι το "παιδί του δρόμου εγώ", να, αυτό ακριβώς που λέει το τραγούδι». Κι ακούγονταν πράγματι εκείνη την ώρα απ' τα μικρόφωνα το σπαραχτικό λαϊκό άσμα του Μητσάκη:
Τα καρδιοχτύπια μου και τα ξενύχτια μου
μου 'χουνε φάει τη ζωή μου τη μισή,
είμαι το παιδί του δρόμου
και στενάζω απ' τον καημό μου
και για όλα, και για όλα φταις εσύ
Ο Άλεξ ο παμπαίδαρος δεν μίλησε καθόλου. Σαν τι να πει, άλλωστε! Απ' τη μια ήταν αναίσθητος, δεν του καιγόταν καρφί για τίποτα, και απ' την άλλη ήταν γόης ακαταμάχητος, το δαχτυλάκι του να κουνούσε, θα έκανε μπροστά του παρέλαση όλη η Θεσσαλονίκη, αρσενικά και θηλυκά. Όσο για μένα, δεν ήθελα να 'μαι πουθενά αλλού, βρισκόμουν στον Παράδεισο.
Έπαιρνε το αυτί μου από γύρω μαζί με τις χριστουγεννιάτικες ευχές και κάμποσες κουβέντες αλλόκοτες. Δυο φανατικοί, ένας νεοδημοκράτης κι ένας πασοκτζής, μάλωναν δυνατά. «Θα φύγω, ρε αρχίδι» είπε στο τέλος ο πασοκτζής. «Και τι θα κάνεις, βρε μαλάκα, θα πας σπίτι σου να δεις τσόντα, πώς γαμάει ο Αβέρωφ τον Κουτσόγιωργα;». Δυο άλλοι, σουρωμένοι πίτα, εκεί που καβγάδιζαν, τα εύρισκαν ξαφνικά και φιλιόντουσαν στο στόμα. Μια κωλοπετσωμένη τρανς δήλωσε μεγαλόφωνα στους συμπότες της «εγώ δεν χάνω διαδήλωση για διαδήλωση, είμαι κομμουνίστρια απ' τα γεννοφάσκια μου». «Κοφ' το, καλέ» της τη βγήκε ένας πολιτικοποιημένος κουλτουριάρης, «πούστης και κομμουνιστής ίσον θάνατος, δεν είδες τι έπαθε ο Παζολίνι;».
Όλο ξαφνικά έσκασε μύτη ο Κλήμης –ώρα την ώρα ο μπαγλαμάς ομόρφαινε περισσότερο, αφού «είναι του ματς, του ματς» σχολίασε ο Λάκης για την ομορφιά του και συμφώνησαν κι όλοι οι άλλοι–, μα πλησίασε με άλλο ύφος, ευγενικό και τρυφερό τώρα, τι μεταμόρφωση είν' αυτή, είπα, για να δούμε πού το πάει ο τζόβενος, μα «φύλαγε τα ρούχα σου», παιδάκι μου, ωστόσο έσκυψε απροσδόκητα προς το αυτί μου κι εγώ, σαν έτοιμος από καιρό, «ακούω» είπα, κάνοντας κάπως τον αδιάφορο, «μήπως οι κύριοι επιθυμούν και δεύτερο γύρο ποτά» ρώτησε κι η φωνή του μέλι έσταζε αυτήν τη φορά, «ναι, φίλε Κλήμη» απάντησα σοβαρά, «έφτασε» είπε κι έστριψε χαμογελώντας πονηρά. Ατένισα ενστικτωδώς προς την είσοδο του μαγαζιού και καρφώθηκα στη φάτνη, «έλα Χριστέ μου, σήμερα που 'χεις και τα γενέθλιά σου, κάνε το καλό» προσευχήθηκα.
Στο μεταξύ, σιγά σιγά όλοι οι φίλοι, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, βολεύονταν. Ο Ερμής τσέπης, όλα κι όλα, παιδί της καρδιάς, έμεινε πιστός στην απουσιάζουσα «καλλονή» αρραβωνιαστικιά του και γύρω στη μία πήρε ένα ταξί και αποχώρησε. Ο μάγκας ο Πόντιος, ο Κότσος ο μυταράς, είχε καψουρευτεί τη Σουλτάνα που τον περίμενε απέξω στις δυόμισι ακριβώς, τη φόρτωσε στο αμάξι του και φύγανε για άλλες τρέλες. Ο «Σε λέ-Με λέ», ο Σαλονικιός, τακίμιασε μ' ένα κιμπάρικο παλικαράκι απ' το απέναντι τραπέζι, τα κουβεντιάσανε και αποχώρησαν μαζί λίγο πιο πριν. Εκεί γύρω στις δύο έφυγε και ο Άλεξ ο παμπαίδαρος με μια τσίφτισσα, μια κουκλάρα συνοδευόμενη, το μόνο γνήσιο θηλυκό του μαγαζιού –πλην της παροπλισμένης Μαϊτού–, παράτησε τον παρτενέρ της και ακολούθησε το κολασμένο κορμί του σουβλατζή μετά από ένα σύντομο φλερτ με τα μάτια – σαν πιστό σκυλάκι. Τον Ηρακλή τον «Πρωτευουσιάνο» τον κόλλησε πάνω στο ζεϊμπέκικο που χόρευε ένα παιδί, κάτσε καλά, να το φας ολόκληρο, μπουκιά και συχώριο, θα πέρασε κατόπι μέγκλα, όπως είχα προβλέψει. Ως και ο Λόης ξέχασε τα μιξοπαρθενίστικα και βολεύτηκε κι αυτός μ' ένα συμπαθητικό αγροτόπαιδο απ' τα Κύμινα.
Αχ, και τι να 'χουν γίνει εκείνα τα ωραία απελευθερωμένα αλάνια, μας έριξε η ζωή σ' όλες τις άκρες του πλανήτη, σαν τα σκοτωμένα πουλιά στην ανεμοδούρα σκορπίσαμε, άλλος εδώ κι άλλος εκεί. Και κανένα χαμπέρι. Μα, ίσως καλύτερα.
Είχα απομείνει στο τραπέζι ολομόναχος. Όμως εκεί που κόντευε να με πάρει το παράπονο, έτσι που 'χα μείνει ξεροσφύρης και μπουκάλα, νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου, γυρίζω, ήταν ο Κλήμης ουρανοκατέβατος. «Δεν βαρέθηκες ακόμα; Εγώ μόλις σχόλασα, η ώρα πήγε τρεις, φίλε, είσαι για μια τσάρκα;» με ρώτησε κοιτώντας με κατάματα. Και πριν προλάβω να πω λέξη με κράτησε απ' τη μασχάλη και «πρόσεξε, ήπιες πολύ, γιαβρί μου», είπε τρυφερά, «το εργαλείο μου αναμμένο μας περιμένει απέξω, έλα να το καβαλήσουμε, ο καιρός καθάρισε, πάμε στο λιμάνι να πάρουμε φρέσκο αέρα και να ρομαντζάρουμε, φαίνονται γυαλί ο Μακρύγιαλος και η Μεθώνη κατάφωτα, μέρα που είναι το γλεντάνε κι οι απέναντι». Σηκώθηκα και «ό,τι πεις, καλέ μου Τάτζιο» ψελλίζοντας βγήκα και σάλταρα στη μηχανή του Κλήμη μαγεμένος.
Το γούρι της βραδιάς μου, η χριστουγεννιάτικη φάτνη της «Σεχραζάτ», είχε κάνει το θαύμα της.
σχόλια