Ζεστό βράδυ στο Μπάιος -μουσική. Βέσπες στην Πειραιώς, παπιά, παιδιά στα κράσπεδα. Βερμούδες με αντίντας, αδύναμες γάμπες, τριχωτές με άσπρα καλτσάκια, βρωμισμένα. Πολλά τι-σερτ. Ιδρώτας. Βρετανική αισθητική, σε βαλκάνιο μίξερ. Αισθήματα άδηλα, θαμμένα κάτω από μια μεμβράνη βαρεμάρας. Βλέμμα ανετάριστο -η βλεφαρόπτωση του στυλ- βηματισμός ημιπαράλυτος, ή μάλλον παραλυτικού και μόλις σηκώθηκε από το καροτσάκι. Τα πέλματα σέρνονται, μπερδεύονται - θα 'ταν εξαίσιο να δεθεί κόμπο το σώμα μόνο του, εκεί που πάει να πάρει ένα μπιρόνι.
Ηρθα ν' ακούσω ένα ντι-τζέι. Στο άντρο της Κουρασμένης Γενιάς. Κουρασμένος κι εγώ, αλλά με άλλο τρόπο. Σέρνω τα πόδια μου στη βερολινέζικη σάλα, την εξεζητημένα ανεκζήτητη, ανάμεσα στους νάρκισσους, που χορεύουν λίγο και μετά σωριάζονται στο πάτωμα, ανέκφραστοι μέσα στη χλαπαταγή.
Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτά τα παιδιά είναι η φύρα της εποχής. Η παράπλευρη απώλεια μιας σκοτεινής, άγονης κουλτούρας, που εξέφρασε μόνο άγχη και δάκρυα. Εγγόνια του Ιαν Κέρτις. Οι Αταίριαστοι της Δύσεως. Συνειδήσεις υψηλές που βαριούνται την κατάσταση των πραγμάτων κι αδυνατούν να βάλουν τον τρυφερό τους ώμο στον τρόχο. Ομως κάτι δεν κολλάει. Χίλιοι ποιητές δεν χωρούν σε ένα δωμάτιο. Κάποιοι απ' αυτούς θα γίνουν οι αυριανοί μπρόκερς. Οι αυριανοί μαλάκες. Είκοσι οκτώ θα λυσσάξουν τη γυναίκα τους στο ξύλο. Εκατόν πενήντα θα κλέψουν κάποιον πιο αδύναμο. Διακόσιοι είκοσι τρεις θα γλείψουν κάποιο κόμμα για γλίσχρα ανταλλάγματα. Ενας θα σκοτώσει. Τρεις θα ληστέψουν. Εφτά θα ψευδομαρτυρήσουν.
Και αντιστρόφως: όλοι οι σημερινοί ξεφτιλισμένοι, οι κυνικοί, οι δολοφόνοι, οι σκουπιδιάρηδες ήταν κάποτε νέοι. Με μαλλάκια ανέμελα. Με τι-σερτς νεωτερικά. Με ποιητική βλεφαρόπτωση. Οι πιο άρρωστοι μπίζνεσμαν ήταν κάποτε στους δρόμους με δραματικά πανό υπέρ της δικαιοσύνης. Ενάντια στα αφεντικά. Ενάντια στη διαπλοκή - που τόσο ποθούσαν να τους αρπάξει μια μέρα στα χρυσά πλοκάμια της. Οπως τους άρπαξε. Και ήρθαν στα ίσα τους. Κι έκτοτε, ούτε ποίηση ούτε πανό. Μόνο μπίζνες. Με κοινωνική συνείδηση. Οπως οι μπίζνες του Μπόνο. Του κορυφαίου υποκριτή.
Ο Μάνος Χατζιδάκις το έλεγε. Δεν με ενδιαφέρουν όλοι οι νέοι. Από τους νέους θα ξεπηδήσουν οι αυριανοί βασανιστές, οι αυριανοί φασίστες. Με ενδιαφέρουν οι νέοι που έχουν καλό γονίδιο, ποιητική προοπτική. Ο υπέροχος Μάνος! Εννοούσε ότι η νεότητα, ασχέτως της ηδονικής της εξιδανίκευσης, δεν είναι μια αξία, καθαυτή. Οπως η τιμιότητα, η φιλία, η γενναιότητα... Η νιότη είναι μια πλαστελίνη, ένας χλωρός μίσχος, μια αλάνα - χώμα και νερό. Ολα μπορούν να της συμβούν. Η αξία της κρίνεται εκ του αποτελέσματος - όχι από τα τροχιοδεικτικά της (Αχ που 'σαι νιότη που δείχνεις πως θα γινόμουν άλλος... κ.λπ.).
Είπα πλαστελίνη. Να 'τη απόψε. Η γενιά του ελαφρού υλικού. Του ανοιχτού σε όλα. Του υπολογιστικού κυματισμού. Της κλαίουσας ιτιάς (κατά προτίμηση, σε μια έπαυλη στο νυχτερινό L.A.). Κρέμονται από ένα τσιγκέλι αόρατο, άπνοοι, ξέπνοοι, και πίνουν μπίρες. Απαλά ένα κύμα από beats τούς πηγαινοφέρνει, σα φύσημα πάνω στο νερό, βράδυ Τετάρτης και μετά πάλι τίποτα. Πολύ θα ήθελα να ξέρω ποιος είναι ανάμεσά τους ο αυριανός Χατζιδάκις. Ο αυριανός Δαμιανός. Να τον πλησιάσω και να πάρω από την κρυφή δροσιά του δύναμη. Συνέχεια. Διάρκεια. Είναι εκείνο το ξεήγκλωτο που κοιτάει το πάτωμα; Αυτός που σκόνταψε; Πώς είναι τα δωμάτιά τους; Τι τραγούδια έχουν στο αϊ-ποντ που κρατούν;
Από αυτή την άποψη -του ότι όλα μπορούν να συμβούν στη νιότη- η κουρασμένη γενιά έχει όψη ειλικρινή. Ειλικρινέστερη από τους παλιούς ιδεολόγους, τους κνίτες, τα φρικιά. Ούτε ορμή ούτε φανφάρες ούτε μεγάλα λόγια. Ενα έρπειν στις πολυθρόνες τού Μπάιος και των Σταρμπακς. Το χαλάρωμα του δρομέα πριν από τη μεγάλη κούρσα. Λίσο μασάζ, ρε Μάρω, να τρέξει το απρόθυμο αίμα στην καρδιά - και η καρδιά ένας μυς είναι! Αυριανέ Χατζιδάκι, αυριανέ Πολυχρόνη, αυριανέ γιαπάκο της συμφοράς, έλα να πέσουμε στα πατώματα, ν' ακούσουμε ύπτιοι τον Σπούκι. Αύριο θα μπούμε στην παραγωγή. Αύριο θα δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος. Αύριο για κάθε λέξη μας θα κόβουμε απόδειξη. Τώρα, κουλ ντάουν. Σκάσε ν' ακούσουμε. «Πιότερο επιθυμώ να δω, παρά να πω»!
Εξαϋλωμένη νύχτα. Κάπου έχει βρέξει. Υγρασία και άπνοια. Με περιμένουν σε άλλο μπαρ, αλλά δεν έχω σθένος. Μετά τα 40, ένα άλλο είδος κούρασης πολιορκεί τον άνθρωπο. Πιο πανούργα. Πιο οριστική. Ανεβαίνω στο Λυκαβηττό, τα ζευγαράκια κρατούν τα μπόσικα. Χαχανίζουν ημιλιπόθυμα στο σεληνόφως. Κάτι κρύβει τη θάλασσα. Ελάχιστα άστρα. Δεν είναι ώρα για χρησμούς - ξέμεινα και από λάλον ύδωρ, η Πυθία! Ας πάμε για ύπνο, ωραία μου παιδιά, ωραίοι μου μαλάκες.
Καληνύχτα, Τζον Μπόι. Καληνύχτα, αρνάκια μου. Καληνύχτα, μαμά...