Γλ. Μπασδέκη:
Πότε ακριβώς πρωτοείδα τη Στέλλα, αδυνατώ να θυμηθώ. Με θυμάμαι όμως να παίζω «φύγε Στέλλα» - ήμουν η Στέλλα, που, αντί για τραγούδια, έλεγε ό,τι ποίημα θυμόταν από τις σχολικές γιορτές, πάνω στο πάλκο-ντιβάνι. Και οι δύο Στέλλες είναι ήδη σφαγμένες - η Στέλλα του Κακογιάννη δεν θέλει να δείξει ότι φοβάται. Η δική μας Στέλλα δεν το κρύβει. Το σώμα της, η γλώσσα της, μυρίζουν φόβο. Ο έρωτας κι ο θάνατος, η επιθυμία και η απώλεια είναι κοινοί τόποι. Εκεί οι κοσμοθεωρίες συντρίβονται και οι πολλαπλές αναγνώσεις ακυρώνονται. To αιμάτινο πάλκο της Στέλλας είναι η χώρα της - σ' αυτήν τη χώρα είμαστε όλοι κάτοικοι. Φυσικά και μας αφορά ακόμα ο μύθος της Στέλλας. Το σώμα που επιθυμεί σφαγιάζεται. Η Στέλλα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Η πολιτισμική ιστορία αυτού του τόπου κρύβει μαχαίρια και θυσιαστήρια. Η Στέλλα δεν θα φεύγει και το μαχαίρι θα καρφώνεται στην πλάτη της αενάως. Όλα τα πρόσωπα στο ΣΤΕΛΛΑ travel περιφέρουν τη μοναξιά τους, είναι ερείπια από έρωτα, έχουν καταστραφεί και θα ξανακαταστραφούν. Το πένθος τους έρχεται από έναν βαθύ χρόνο. Τα σώματά τους είναι σαν τις παρτιτούρες των ρομαντικών συνθετών, γεμάτα σημειώσεις εκτελέσεων, χωρίς κανένα περιθώριο αυτοσχεδιασμού. Η δική μου Στέλλα είναι υπερβολικά όμορφη, ακριβώς επειδή δεν έχει επίγνωση της ομορφιάς της. Ο λόγος της είναι θραύσματα πένθους, πενθεί για κάτι που δεν θυμάται ακριβώς. Ο ερωτισμός της Στέλλας είναι αυτά τα κουρελάκια μνήμης που έχουν κολλήσει πάνω στο σώμα της. Τι είναι η Στέλλα για μένα; Μια ανίδεη μηχανή θανάτου - ακραία αθώα, γι' αυτό και ένοχη.
Γ. Σκουρλέτης:
Την κουβαλάω χρόνια τη σφαγμένη Στέλλα. Η δική μας Στέλλα ανοίγει την τσαντούλα της και βγάζει τραύματα και γάζες στο πάλκο. Η Στέλλα του Κακογιάννη επέμενε σ' ένα «δεν θέλω να ξέρεις», έβγαινε από έναν πόλεμο με μια σκληρή περηφάνια που κουβαλούν οι επιζήσαντες. Και οι δύο Στέλλες, όμως, φοβούνται, και οι δύο γνωρίζουν το αναπόδραστο, και οι δύο προχωρούν με σταθερά βήματα προς το μαχαίρι. Αυτό το βαθύ πάλκο, αυτό το τραγούδι κι αυτό το σώμα ορίζονται πλέον ως ψυχογεωγραφία και ψυχότοπος μιας ολόκληρης χώρας. Η Στέλλα είναι λαϊκή με τον τρόπο του δημοτικού τραγουδιού - δεν πειράξαμε τίποτε απ' αυτό. Η λαϊκότητα της Στέλλας δεν είναι φολκλόρ, η λαϊκότητα της Στέλλας ορίζεται ως εθνική συλλογική μνήμη. Το λαϊκό στη Στέλλα είναι ένα «ωχ». Δεν τελείωσε η Στέλλα. Δεν τελείωσε η ιστορία των ανεπίδοτων επιθυμιών, δεν ξεπλύθηκαν τα αίματα. Όσοι θεώρησαν ότι η Στέλλα νίκησε το μαχαίρι θα πρέπει να κοιτάξουν γύρω τους και να το ξανασκεφτούν. Οι ήρωες πενθούν γιατί από ένστικτο και γνώση ξέρουν ότι είναι μόνοι τους πάνω στο πάλκο, ξέρουν ότι κανένας Θεός δεν θ' ασχοληθεί μαζί τους. Σε αυτό το βαθύτατα υπαρξιακό τοπίο ο έρωτας είναι πρωτίστως πένθος και μοναξιά - είναι μοιραίος, ανολοκλήρωτος, ρομαντικός δηλαδή. Εγώ, ως σκηνοθέτης, αφήνω το σώμα της να μιλήσει - η βασική γλώσσα της Στέλλας είναι το σώμα της. Το σώμα της επιθυμεί, ερωτοτροπεί, πενθεί. Αν το 1955 είχε υπάρξει πραγματικά, η Στέλλα δεν θα είχε ξαναοδηγηθεί στο Σφαγείο της. Δεν τελειώσαμε με τη Στέλλα, κανείς δεν απελευθερώθηκε, μια αφίσα της Μελίνας που κατάφερε χρόνια να μας παγιδέψει σε μια επίφαση θριάμβου και απελευθέρωσης ήταν η Στέλλα.
σχόλια