Εσμιγε θαρρείς το βλέμμα του με τη θάλασσα. Τα γαλανά του μάτια με το μπλε του Αιγαίου. Αγνάντευε το πέλαγος και γινόταν πέλαγος κι ο ίδιος. Ολομόναχος, αυτός και το πέλαγος. Σαν να μην υπήρχαν τόσοι άλλοι στα καφενεία της πλατείας
των Μύλων.
Άφησε να πέσει μια χάντρα του κομπολογιού του και θαρρείς έκρουσε στο ρόπτρο του χρόνου κι άνοιξε η πόρτα του. Ο νους του φτερούγισε στο 1961. Μπαρκάριζε τότε για πρώτη φορά. Ο κόσμος ανοιγόταν μπροστά του και καρτερούσε να τον κατακτήσει. Όλο φλόγα διάβηκε τον καταπέλτη. Στην προκυμαία έκλαιγε η δόλια η μάνα του κι η αδερφή του. Αλίμονο σ’ αυτούς που μένουν να περιμένουνε.
Άφησε να πέσει δεύτερη χάντρα. Έκατσε ο χρόνος στο 2002. Στο τελευταίο ταξίδι του. Πώς κυλάει ο χρόνος; Πώς φτερουγίζει η ζωή και πάει; Από τότε ρίζωσε στο νησί. Εδώ, στη Χώρα της Ίου. Στον μενεξέ του Αιγαίου.
Η τρίτη χάντρα τον πήγε στο 1968. Χούντα για γέλια και για κλάματα κι ο καπετάν-Αντώνης παντρευόταν. Στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, όπου δυο αρχαιοελληνικές κολόνες στήριζαν την Αγία Τράπεζα. Από τις τριακόσιες εξήντα πέντε εκκλησίες του νησιού έλαχε αυτή. Λες να ήταν σημαδιακό; Παντρεύτηκε τη Φωτεινή του, φως αιγαιοπελαγίτικο κι άγαλμα αρχαιοελληνικό.
Η τέταρτη χάντρα ήχησε μεταλλικά κι ο ήλιος του χρόνου ανέτειλε χιλιάδες μίλια μακρύτερα, στην Αργεντινή. Τι χώρα κι αυτή! Ίδια η Ελλάδα. Ήλιος, κλίμα, τόποι, ως κι οι κληματαριές στις αυλές των σπιτιών θύμιζαν Ελλάδα. Μύριζε πατρίδα. Λες να έφταιξε και τούτο;
Πέντε λιμάνια διάβηκε με τη φαντασία του κυλώντας την πέμπτη χάντρα. Ανατολή και Δύση. Τι θες να σου κάμει ο ναυτικός; Άντρας είναι. Έκανε κι οκτώ μήνες, κι εννιά και χρόνο ολόκληρο και παραπάνω που δεν επέστρεφε στην Ίο και στη Φωτεινή του. Μάτια που δεν βλέπονται τα κλέβουν άλλα μάτια; Όχι, αλλά σκοτείνιαζε το φως της Φωτεινής εκεί στα μακρινά λιμάνια του κόσμου ή μόλις
που αχνόφεγγε. Γιατί έβγαινε το αγρίμι του κορμιού θεριεμένο κι ακράτητο κι έσβηνε ήλιους, φεγγάρια και καντήλια στον νου του. Όλα τα σάρωνε ο δαίμονας του κορμιού.
Πέφτοντας η έκτη χάντρα, ήπιε μια γουλιά απ’ το ούζο του, δοκίμασε το ξιδάτο χταπόδι και περιέφερε το βλέμμα του στον ορίζοντα. Δυτικά λούζονταν στο γαλανό του πελάγους η Σίκινος κι η Φολέγανδρος. Στα βορινά η Νάξος, η Πάρος και τα Κουφονήσια. Ανατολικά η Αμοργός. Στα νότια βρισκόταν η Σαντορίνη. Κύκλωναν οι νιφάδες του Αιγαίου την Ίο. Κύκλωναν και τον καπετάν-Αντώνη οι σκέψεις του. Πότε θαλασσινό χάδι και πότε κόμπος στον λαιμό.
Η έβδομη χάντρα τον έφερε στα βαφτίσια του δεύτερου γιου του, στα 1974. Έπεφτε η χούντα το ίδιο διάστημα. Όμως πιο σκοτεινός δεν ήταν ποτέ ο καπετάν- Αντώνης. Ούτε όταν πέθανε η μάνα του κι έμαθε το μαντάτο με τον ασύρματο, κάπου στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η Φωτεινή όλο: «Τι έχεις; Τι έχεις, Αντώνη μου;». «Τίποτε», της αποκρινόταν, «έγνοιες του καραβιού». Τι να της πει; Πως έκαμε αγαπητικιά στο Μπουένος Άιρες; Λέγονται τέτοια πράγματα;
Την όγδοη χάντρα την έσυρε με τα δάχτυλα. Ούτε κροτάλισμα, ούτε βιασύνη, περισσότερο σαν χάδι. Όπως το χάδι της Ιζαμπέλ, την οποία άφησε να τον οδηγήσει μέχρι και στα βουνά της Σιέρα ντε Κόρδοβα, όπου βρισκόταν το χωριό των γονιών της. Και δεν σταμάτησε εκεί, την πήρε και για έξι μήνες στο καράβι, στην καμπίνα του καπετάνιου. Κι ύστερα… τι τα θες… ο άνθρωπος έχει αδυναμίες… αρχαιοελληνικό άγαλμα ήταν κι η Ιζαμπέλ… την παντρεύτηκε στο Μπουένος Άιρες. Την παντρεύτηκε κι έστησε δυο οικογένειες. Μια γυναίκα στην Ίο και μια στην Αργεντινή. Κι αυτός μια να ξεμπαρκάρει εδώ και μια εκεί.
Ένατη χάντρα. Η Φωτεινή παραπονιόταν κοντά στο 1990 πως δεν έφταναν τα λεφτά που της έστελνε. Έπρεπε, βλέπεις, να στέλνει και στην Ιζαμπέλ. «Χαμήλωσαν τον μισθό», της έλεγε. «Η ναυτιλία περνάει κρίση». Έπρεπε να σπουδάσουν τα παιδιά τους, ο Νίκος, η Αρετή κι ο Τάσος. Αλλά κι η Ιζαμπέλ; Αφότου παντρεύτηκαν, δεν της επέτρεπε να δουλεύει στα μπαρ.
Άφησε να πέσει κι η δέκατη χάντρα. Τι τα θες; Άμα μπλέξει ο άντρας με δυο ψυχές, με δυο κορμιά, με δυο ονείρατα, εύκολα δεν ξεμπλέκει. Κι ό,τι κι αν κάμει, κάποια θ’ αδικήσει. Μπορεί και τις δυο. Κι όλο το φταίξιμο δικό του. Κανενός άλλου. Δικό του το φταίξιμο, δικές του κι οι ενοχές. Αλλά και δική του η γλυκάδα που βύζαξε τόσα χρόνια μια στην αγκαλιά της Φωτεινής και μια στης Ιζαμπέλ. Και τι είναι η ζωή; Τον έφαγε η αλμύρα της θάλασσας σαράντα τόσα χρόνια, ας έχει
και κάτι απ’ τη γλυκάδα της.
Με την ενδέκατη χάντρα σκοτείνιασε και τίναξε απότομα το κεφάλι του σαν να δοκίμαζε ν’ αποτινάξει τις σκέψεις του. Δεν είναι λίγο πράγμα να γυρίζεις σπίτι σου και να βρίσκεις τη γυναίκα σου μ’ άλλον. Ποιος το αντέχει; Ούτε κι εκείνος το άντεξε.
Δώδεκα το μεσημέρι. Όσες και οι χάντρες που πέρασε από τη μια μεριά του κομπολογιού στην άλλη. Ποιος να το πίστευε πως ο καπετάν-Αντώνης θα κάρφωνε δώδεκα μαχαιριές στο κορμί της Ιζαμπέλ. Νύχτα έγινε το κακό. Ο εραστής πρόλαβε και πήδηξε απ’ το παράθυρο. Πρόλαβε κι ο καπετάν-Αντώνης κι έφυγε απ’ τη χώρα πριν τον συλλάβουν. Γύρισε στην Ελλάδα και πια μπάρκαρε μονάχα σε πλοία που γυρόφερναν στη Μεσόγειο. Ωσάν τον Όμηρο που γύρισε και απόθανε στο νησί της μάνας του Κλυμένης, στην Ίο.
«Ε, καπτάν-Αντώνη! Τι τις αφήνεις τις χάντρες σαν να βαρούν δέκα οκάδες η καθεμιά;», του φώναξε ο Αλέκος ο μανάβης απ’ το διπλανό τραπέζι. Σηκώθηκε. Κοίταξε τριγύρω τα σπίτια με τ’ άσπρα και τα γαλάζια χρώματα, τα πλακόστρωτα σοκάκια, τα πέτρινα σκαλοπάτια, τις γλάστρες στα παραθύρια και τα πεζούλια και πέρα το γαλάζιο πέλαγος.
Ίδιο με τα γαλανά του μάτια που σκοτείνιαζαν όλο και πιο πολύ κι έπαιρναν σιγά σιγά το χρώμα του βυθού του Αιγαίου. «Βαραίνουν καμιά φορά και περσότερο!», αποκρίθηκε και τράβηξε κατά το σπίτι του, που ήταν σιμά στην Αγία Αικατερίνη, την εκκλησία με τις δυο αρχαιο- ελληνικές κολόνες να στηρίζουν την Αγία Τράπεζά της.
σχόλια