Φτάνουμε στην παραλία και ψάχνουμε για σκιά, προχωράς μπροστά και προσπαθώ να πατήσω πάνω στις μικρές λακκούβες που αφήνουν τα πόδια σου στην άμμο - τον χειμώνα παίζαμε το ίδιο παιχνίδι στις λάσπες μπροστά από το σπίτι σου. Ευτυχώς που οι εποχές δεν μας χαλάνε τα παιχνίδια, μου λες, κι εγώ σκουπίζω τον ιδρώτα από την αγωνία μου να μη χάσω ποτέ τα σημάδια σου. Ξαπλώνουμε κάτω από το αρμυρίκι και κοιτάμε την θάλασσα, το βλέμμα σου ξεφορτώνει βροχές κι εγώ απλώνω την παλάμη μου για ομπρέλα. Για μια στιγμή ο θόρυβος χάνεται, δεν θα καταλάβω ποτέ αν τον αφήνουμε πίσω στην πόλη ή αν τον ρουφάει η θάλασσα, το εκκωφαντικό γαλάζιο νικάει την ηχώ της μνήμης. Στρίβεις τσιγάρο και τα δάχτυλά σου ερωτοτροπούν με το λευκό χαρτί, έχω αρχίσει πια να ζηλεύω και την πιο μικρή σου κίνηση, μην ζηλεύεις, μου λες, εσύ είσαι εδώ για να μου δίνεις την φωτιά.
Μπαίνουμε στην θάλασσα και αρχίζεις να κολυμπάς δίπλα μου, στέκομαι για λίγο ακίνητος να χαζέψω τα μαλλιά σου που κοκκινίζουν με τον ήλιο και τις φακίδες του προσώπου σου που μοιάζουν με σημάδια σε ξεχασμένο χάρτη. Αφήνουμε το νερό να ξεπλύνει τον βρώμικο χειμώνα, τα κύματα μοιάζουν με υποσχέσεις που πάντα ξεθυμαίνουν όταν βρουν στεριά. Βουτάμε τα κεφάλια μας κάτω από το νερό, πρέπει από τώρα να μάθουμε να κρατάμε την αναπνοή μας για να αντέξουμε στις ασκήσεις του φθινοπώρου. Άσε το φθινόπωρο τώρα, μου λες, είναι καλοκαίρι - πώς να σου εξηγήσω ότι πάντα αναπολώ τις στιγμές πριν εκείνες τελειώσουν.
Γελάς. Οι φόβοι σου, μου λες, είναι δυο μικρά βότσαλα στην παραλία. Πρέπει να τα πετάξουμε μαζί πίσω στην θάλασσα.
σχόλια