Το καλοκαίρι είχε ήδη έρθει στην Κάρπαθο όταν έπεσε το τηλεφώνημα της μάνας μου. Αφού τελείωσε με τα «Καλό Πάσχα, πώς λες να τα πάμε στο Ευρωμπάσκετ του Ιουνίου, ανησυχώ, τι σ’ έπιασε να μετακομίσεις στην Κάρπαθο νέος άνθρωπος;», άρχισε να με πιέζει να κάνω Πάσχα με τη συντοπίτισσα (τελείως άγνωστη σ’ εμένα) θεία Γεωργία. Που είναι μόνη στον κόσμο χωρίς κανέναν τούτες τις άγιες μέρες, που αν δεν φάω μαζί της, θα πεθάνει απ’ τη στενoχώρια!
Μου πέρασε απ’ το μυαλό να υποκριθώ ότι πήγα και μετά να πω πως είχε ήδη πεθάνει, αλλά δεν μπορούσα να δέσω αεροστεγώς την ιστορία κι αγόρασα ανόρεχτα ένα μισολιωμένο σοκολατένιο αβγό. Φτάνοντας στο άσπρο σπιτάκι της, εντόπισα τη συγκεκριμένη γριά πίσω απ’ τις κουρτίνες να κοιτά έξω με έντρομο (και λίγο μοχθηρό) ύφος. Χτύπησα πολλές φορές, κι όταν δεν μου άνοιξε, έκανα μεταβολή, κάπως ανακουφισμένος. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό περίμενε για ν’ ανοίξει και να πει: «Τίνος είσαι συ;».
Μέσα η τηλεόραση, ανοιχτή λες από πάντα, έπαιζε «Δυναστεία», αφίσα του Γκάλη στον τοίχο, άδεια μπουκάλια Απέλια σαν εικαστική συλλογή σε ράφι. Είπε έντρομη: «Απ’ του χάρου τα δόντια γλίτωσα» και «έμαθες για την Εταιρεία Δολοφόνων; Ήμουν η επόμενη». Νόμισα ότι η Εταιρεία ήταν κάποιο σίριαλ, κι όμως σκότωνε γέρους και την έπιασαν τη Μεγάλη Τετάρτη - κάτι που κανονικά θα έπρεπε ν’ ανακουφίσει τους ηλικιωμένους, αλλά μάλλον τους κόμπλαρε ακόμα περισσότερο. Βγήκαμε στον πίσω κήπο, όπου προς μεγάλη μου έκπληξη (μην πω οργή) ήταν στοιβαγμένοι περίπου είκοσι άγνωστοί μου άνθρωποι, οι οποίοι χόρευαν μεθυσμένοι δημοτικά, σουβλίζοντας αρνί.
Με το που με είδαν, οι συζητήσεις και οι χοροί διακόπηκαν, τα τσουγκρίσματα έμειναν στον αέρα - και τα δημοτικά σταμάτησαν μυστηριωδώς. «Τίνος είσαι συ;», ακούστηκε από δέκα διαφορετικές μεριές ταυτόχρονα. Χοντρές κυράδες και φαφούτηδες παππούδες με πλησίασαν όπως πλησιάζουν τα κοράκια έναν νεκρό σκίουρο. «Του Πάνου είναι», είπε η θεία Γεωργία, ψιλοκακόβουλα, λες και δεν το πίστευε πραγματικά.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και κατάλαβα την παγίδα στην οποία είχα πέσει. Η θεία είχε τηλεφωνήσει σ’ ένα σωρό κόσμο εκβιάζοντάς τους ψυχολογικά, πιστεύοντας πως οι περισσότεροι δεν θα έρχονταν. Κι όμως, ήμασταν όλοι εκεί, στριμωγμένοι και μάλλον εκνευρισμένοι, συγγενείς ή/και συμπαθούντες, για να κάνουμε παρέα στη σταρ της ημέρας, τη «μόνη στον κόσμο» που «αργοπεθαίνει ξεχασμένη» αυτές τις άγιες μέρες.
Δεν έκρυψα την ενόχλησή μου. Κάθισα στην άκρη με το σοκολατένιο αβγό (το οποίο αποφάσισα να μη δώσω!), αποφεύγοντας τσιμπήματα στο μάγουλο, συζητήσεις για τη νέα βιντεοταινία του Ψάλτη και την ΑΤΑ και την κρίση στο γάμο του Αντρέα Παπανδρέου και τα σιδερότυπα της «Μανίνας» και τον Μάικλ Τζάκσον και τους «Ρεπόρτερς». Όλοι μου έλεγαν συνέχεια Χριστός Ανέστη με ύφος σαν να το πιστεύανε στ’ αλήθεια κι εγώ τους απαντούσα «οπωσδήποτε» (χαμογελώντας συγκαταβατικά) ή «ναι, καλά» (ψιλοειρωνικά).
Ευχήθηκα να είχα γουόκμαν και την κασέτα των Cure για ν’ αποφύγω τις -ας το παραδεχτούμε- απαίσιες στριγγλιές των γριών που «τραγουδούσαν» δημοτικά απ’ το κασετόφωνο. Ο κόσμος μιλούσε για τον Φραντζή που τεμάχισε τη γυναίκα του σε δεκάδες κομματάκια κι η θεία κοιτούσε καχύποπτα κάθε κίνηση που θα σήμαινε την πιθανή ύπαρξη μελών της Εταιρείας Δολοφόνων στη γιορτή της. Μουρμούριζε συνέχεια για τον γιατρό, που δεν την αφήνει να πιει αλκοόλ λόγω της καρδιάς της. «Πόσων χρόνων είσαι;», τη ρώτησα από ανθρωπολογική περιέργεια.
«Εβδομήντα πέντε», απάντησε. Έκρυβε χρόνια. Όταν επέστρεψα απ’ την τουαλέτα (είναι τρομακτικό πόσα αυτοκόλλητα Μάικ Νάιτ και Κιτ απ’ τον «Ιππότη της Ασφάλτου» μπορεί να έχει κανείς στο μπάνιο του), την έπιασα να πίνει στα κρυφά. Με λίγο λόξιγκα άρχισε να μου λέει για τον πόλεμο, τις μελαγχολικές ομορφιές της Καρπάθου, τον άντρα της, που πέθανε αργά και βασανιστικά από καρκίνο, τις νύχτες στο νοσοκομείο, την ατελείωτη -ατελείωτη, το τόνισε!- μοναξιά.
Δεν μυξόκλαιγε, όπως θα περίμενα. Ήταν ήρεμη, χαμογελαστή, λες κι ένα βάρος έφευγε σιγά σιγά από πάνω της. «Είκοσι χρόνια φοράω μαύρα», είπε κλείνοντάς μου το μάτι. «Είκοσι χρόνια μαύρα και στενοχώρια…». Το βλέμμα της συννέφιασε. «Θα με χορέψεις;», είπε ξαφνικά όλο ελπίδα. Ντράπηκα ν’ αρνηθώ.
Μου ζήτησε μια εξηντάρα κασέτα απ’ το υπνοδωμάτιο. Έτρεξα. Είχα ζαλιστεί κι εγώ απ’ το κρασί: το πνιγηρό δωμάτιο έμοιαζε με νεκροταφείο που γύριζε επικίνδυνα γύρω μου. Παραμέρισα κιτρινισμένες φωτογραφίες (αυτή αγέλαστη σ’ όλες, είτε ήταν 10 χρόνων είτε 30 ή 60) και μια ξεφτισμένη γραβάτα. Η κασέτα λεγόταν «Δημοφιλή Άσματα των ’60s» - δεν μπόρεσα να μη χασκογελάσω.
Το γλέντι βρισκόταν στην εκνευριστική του κορύφωση, με όλους να χορεύουν σ’ έναν κύκλο, σε ημιάγρια κατάσταση. Η θεία με περίμενε όλο προσμονή. «Βάλ’ την». Έδιωξε τον κόσμο απ’ την πίστα. Παραγγελιά. Η καμπούρα της είχε εξαφανιστεί και τα μάτια της έλαμπαν. «Στου σπιτιού μου την αυλή...», τραγούδησε μπερδεμένους στίχους, σαν κοριτσάκι, «με κοιτάζει ένα παιδί, ω ω ω ω... στη μαμά μου θα το πω!». Μ’ έπιασαν τα γέλια και άτσαλα αρχίσαμε να χορεύουμε. Γρήγορα το σώμα μου λύθηκε κι αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε ντροπιαστικά, σαν μικρά παιδιά, τραγουδώντας δυνατά, αγνοώντας τα τριγύρω χάχανα.
Γελούσε, στ’ αλήθεια γελούσε. Μου έπιασε το χέρι κι ένιωσα σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Συνέχισε να γελάει κι έμοιαζε 50 χρόνια νεότερη. Και, ξαφνικά, δεν ήμουν στον κηπάκο με τις σούβλες και τους ανεπιθύμη-τους συγγενείς, δεν ήμουν στο 1987, δεν μ’ ένοιαζε που έχανα τα ραντεβού για καφέ.
Την αγκάλιασα σφιχτά για ένα αργό (νομίζω το «Sealed with a kiss») κι ήμασταν μαζί ψηλά, στον Μύλο της Ολύμπου, στο πιο όμορφο σημείο της Καρπάθου, με την πανοραμική θέα να ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Τα σιντριβάνια τίναζαν το πολύχρωμο νερό, οι γλάροι μάς χαιρετούσαν γελαστοί και τα σπάνια λουλούδια άνθιζαν ψηλά ως τα σύννεφα, καθώς η ορχήστρα έπαιζε για άλλη μια φορά εκείνο
τον σκοπό.
Δεν ξέρω πού ταξίδευε η θεία, αλλά όταν μουρμούρισε «σ’ ευχαριστώ», ήμουν σίγουρος ότι το εννοούσε. Κι όταν ψιθύρισε αδύναμα «η καρδιά μου» και σωριάστηκε σε αργή κίνηση στο χορτάρι, εγώ έσκυψα στοργικά από πάνω της. Της χαμογέλασα πλατιά και ειλικρινά, αγγίζοντάς την με τρυφερότητα - μια τρυφερότητα που μέχρι τότε πίστευα πως, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, δεν θα ένιωθα ποτέ και για κανέναν.
σχόλια