Σας συναντώ με νέα, ενισχυμένα καθήκοντα, άρα ας ξεκαθαρίσουμε εξαρχής τη «δουλειά» σας...
Η δουλειά μου είναι πάντα η ίδια. Βέβαια, ανάλογα με το χώρο στον οποίο λειτουργώ, διαφοροποιούνται κάποια πράγματα, αλλά επί της ουσίας είμαι ιστορικός τέχνης-μουσειολόγος. Ασχολούμαι, λοιπόν, με την Ιστορία της Τέχνης. Αν όμως αυτό που με ρωτάτε είναι τι μου αρέσει να κάνω, τότε απαντώ ότι μου αρέσει πολύ να επιμελούμαι εκθέσεις.
Ως καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Κωστόπουλου και πρόεδρος πλέον του ΚΜΣΤ, έχετε ιδιαίτερα έντονη διοικητική δράση. Αυτό δεν περιορίζει τον επιμελητή;
Δεν νομίζω ή, για να είμαι ειλικρινής. Ίσως λίγο, τουλάχιστον για το διάστημα που αφιερώνει κάποιος στην ενημέρωσή του, στην επίλυση προβλημάτων και στην εφαρμογή μιας στρατηγικής. Όμως, μπορούμε να το δούμε και συμπληρωματικά. Όλα αυτά στοχεύουν στο να λειτουργήσει ο χώρος καλύτερα. Η αγωνία μου πάντα είναι να κοιτάω από διαφορετικές γωνίες το ίδιο αντικείμενο, που είναι σταθερά η στήριξη της τέχνης.Η τέχνη είναι για μένα το κέντρο. Όταν λέω «τέχνη» αναφέρομαι, χάριν συντομίας, στα εικαστικά. Όμως, δεν πιστεύω ότι αυτό αφορά μόνο τα εικαστικά. Βλέπω την τέχνη σαν κάτι ευρύτερο που άπτεται και άλλων επιστημώνκαι εκφάνσεων . Δεν με αφορούν μόνο τα εικαστικά. Προσπαθώ να δω την πορεία της τέχνης σε σχέση με το θέατρο, τη μουσική, την αρχιτεκτονική, την κοινωνία. Δεν μπορώ βέβαια να είμαι πανεπιστήμων ούτε και να έχω τις προσλαμβάνουσες και τις γνώσεις ώστε να αντιμετωπίζω την τέχνη από όλες τις πλευρές. Ούτε όμως, ως επαγγελματίας, μπορώ να αγνοώ τις υπόλοιπες εκφορές της. Η τέχνη αποτελεί συνέχεια, από την προϊστορία μέχρι σήμερα. Προσπάθησα να έχω γενικές γνώσεις από όλους τους άλλους χώρους για να έχω μια εποπτεία, να μπορώ να κάνω συγκρίσεις, να έχω κρίση και γι' αυτό έκανα αντίστοιχες σπουδές. Για να γίνω πιο σαφής, ενώ έκανα μεταπτυχιακά στη Σορβόνη, για παράδειγμα, φοιτούσα και στη Σχολή του Λούβρου, μια σχολή που σου δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσεις πολύ γενικές γνώσεις, που σου επιτρέπουν ταυτόχρονα μια πιο ευρεία, πιο ουμανιστική προσέγγιση του πολιτισμού.
Πού νιώθετε ότι υστερείτε σε αυτήν τη σχέση;
Με την τέχνη; Σε πολλά. Ειδικότητά μου είναι η σύγχρονη τέχνη. Αν όμως μιλάμε σε σχέση με το τι στερούμαι, τι θα ήθελα, τότε θα επιθυμούσα να είχα περισσότερο ελεύθερο χρόνο -και θα το καταφέρω- για να διαβάζω και να γράφω και φυσικά να απολαμβάνω αυτ'α που μπορεί να μου δώσει.
Θέλετε μια πιο ακαδημαϊκη σχέση με την τέχνη, δηλαδή.
Γι' αυτό έχω υποβάλει υποψηφιότητα για μια θέση στο πανεπιστήμιο. Τώρα πιστεύω πως μπορώ να πω ότι θέλω να διδάξω. Συγχρόνως, δεν έχω μετανιώσει ούτε για ένα λεπτό για την επιλογή μου να είμαι πιο ενεργητική σε ζητήματα που αφορούν την υπηρεσία αυτού που αποκαλούμε «σύγχρονη τέχνη». Ήταν μια απόφαση το να σηκώσω τα μανίκια και να δουλέψω για την προβολή της. Να είμαι μέσα στην παραγωγή, μέσα στην «πιάτσα». Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι όταν έχεις μια πιο ακαδημαϊκή στάση είσαι εκτός. Απλώς, μερικές φορές κλείνεσαι σε ένα γραφείο, διαβάζεις και γράφεις. Και από εκεί μπορείς να συνεισφέρεις ουσιαστικά, ίσως όμως αυτά που γράφεις να μην έχουν σχέση με αυτό που συμβαίνει στο χώρο για τον οποίο γράφεις. Μου αρέσει η σύμπτωση μεταξύ των δύο.
Πώς εννοείτε την πραγματική στήριξη, δηλαδή;
Όλα αυτά είναι σύνθετα και διαφέρουν για τον καθένα. Πιστεύω όμως ότι στο χώρο της επιμέλειας εκθέσεων έκανα πράγματα που βοήθησαν τους καλλιτέχνες και που ακόμη με εκφράζουν και ενδεχομένως να αφήσουν και ένα στίγμα. Δεν θεωρώ απαραίτητα ότι οι παραγωγές, κυρίως αυτές που έκανα με το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου, είναι καλύτερες από άλλες. Είναι όμως πλήρεις. Εμείς αναφερόμαστε σε κάτι πολύ συγκεκριμένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο όταν χρησιμοποιούμε την έννοια «αναδρομική έκθεση». Δίνουμε ένα στίγμα και μια σημασία σε αυτήν τη λέξη. Έχω δει πολλές φορές να παρουσιάζονται μόνο 15-20 έργα και όχι από όλες τις περιόδους ενός καλλιτέχνη υπό τον τίτλο «αναδρομική».
Ποια έκθεσή σας είχε τις μεγαλύτερες προκλήσεις;
Δύσκολη ερώτηση. Κάθε έκθεση είναι μια πρόκληση, αν, επί παραδείγματι, δούμε αυτές που έγιναν από το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου. Είναι γνωστό ότι δεν έχουμε συγκεκριμένο εκθεσιακό χώρο και ότι πολλοί από αυτούς που επιλέξαμε ήταν εναλλακτικοί χώροι ή ξεκίνησαν με δικές μας παραγωγές, όπως το Εργοστάσιο της Σχολής Καλών Τεχνών. Σήμερα εκεί υπάρχει ένας δεδομένος εκθεσιακός χώρος. Όταν πήγαμε εμείς δεν ήταν έτσι, έπρεπε να αντιμετωπίσουμε πρώτα το πρόβλημα της ολοκλήρωσης του χώρου και μετά αυτό της έκθεσης. Όλες οι εκθέσεις είναι δύσκολες και έχουν μια ιδιαίτερη σημασία. Είναι σαν να μου λέτε «το 2003 ήταν σημαντικότερο για σένα ή το 2007»; Αυτή την αίσθηση έχω. Κάθε έκθεση καταλαμβάνει σημαντικό κομμάτι της ζωής μου και βαδίζει παράλληλα μ' αυτή.
Όπως ανιχνεύουμε περιόδους στη δουλειά των καλλιτεχνών;
Ίσως έχει περισσότερη σχέση με την ιστορία. Όπως στο σχολείο. Σίγουρα, η έκθεση που σημάδεψε τη ζωή μου ήταν αυτή του Γιάννη Κουνέλλη στο φορτηγό-πλοίο Ιόνιον στον Πειραιά. Ήταν η πρώτη μεγάλη παραγωγή και διοργάνωσή μας, ήταν περίεργος ο χώρος (ένα φορτηγό-πλοίο, ιδέα του καλλιτέχνη) και ήταν μεγάλη η εμπλοκή μου. Ήταν ένα δύσκολο έργο με μαγικό αποτέλεσμα και μια έκθεση που έγινε σημείο αναφοράς και όχι μόνο για την Ελλάδα. Με δυσκόλεψε πάρα πολύ και μού ανέβασε τον πήχη. Όμως, όλες οι εκθέσεις με δυσκολεύουν. Καμία δεν βγαίνει εύκολα, προφανώς φταίω κι εγώ γι' αυτό. Αυτή που με δυσκόλεψε ακόμη πιο πολύ και νιώθω άσχημα γιατί θεωρώ ότι έπρεπε να διεκδικήσω να διαρκέσει περισσότερο και να πάει και στο εξωτερικό είναι η έκθεση «Στην άλλη όχθη», που έγινε στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων το 2004, με έργα καλλιτεχνών που είχαν υποστεί ψυχιατρική θεραπεία ή και εγκλεισμό. Και η έκθεση του Κώστα Τσόκλη στο ΕΜΣΤ ήταν δύσκολη.
Ποια έκθεση αγαπήσατε πιο πολύ;
Την αναδρομική έκθεση του Λουκά Σαμαρά. Με δυσκόλεψε και αυτή πολύ. Απαιτούσε πολλή έρευνα και θέλησα να την κάνω όσο πιο καλά γινόταν. Ένιωθα μεγάλη ευθύνη απέναντι σε έναν άνθρωπο που δεν ήταν παρών και δεν γνώριζα καλά. Ένας άνθρωπος κλειστός σαν στρείδι με τον οποίο επικοινωνούσα μόνο μέσω e-mail. Από την αρχή ο Σαμαράς ήταν σαφής: «Η έκθεση είναι δική σου και όχι δική μου». Βέβαια, ήθελε να ξέρει τα πάντα. Με ζόρισε αυτή η έκθεση και ήταν η πρώτη φορά που ανατράπηκαν και αποφάσεις μου. Κάποια στιγμή ξεχάστηκα και νόμιζα πραγματικά ότι ήταν δική μου.
Υπάρχει μια ιδέα-απωθημένο για μια συγκεκριμένη έκθεση;
Πάντα υπάρχουν απωθημένα. Να, θα ήθελα μια έκθεση με λίγους καλλιτέχνες που να καταδεικνύει μέσα από λίγα έργα το αν υπάρχει ή όχι μια σχέση που να ενώνει την ελληνική αρχαιότητα με το σήμερα. Υπάρχει ένας ιστός; Θα ήθελα πολύ να απαντήσω, κάνοντας μια τέτοια έκθεση. Μια φορά θέλησα να κάνω μια έκθεση με τα κυκλαδικά βιβλία της Χρύσας σε ένα μεγάλο μουσείο του εξωτερικού που να έχει κυκλαδικά ειδώλια. Δεν τα κατάφερα. Με ενδιαφέρει ο διάλογος του παλιού με το σύγχρονο. Θαυμάζω καλλιτέχνες που δουλεύουν πάνω σ' αυτό, όπως ο Jan Fabre. Είναι σημαντικό να βλέπουμε ποια στοιχεία του παρελθόντος επιβιώνουν στη σύγχρονη τέχνη, ποιες αξίες έχουν σήμερα διαπραγματευτική ισχύ. Επίσης, μ' ενδιαφέρει ιδιαίτερα και ο διαπολιτισμικός διάλογος.
Πιστεύετε στη συνέχεια των πραγμάτων, δηλαδή;
Απόλυτα. Δεν πιστεύω παρά μόνο σε αυτό.
Επιστρέφοντας σε εκθέσεις που επιμεληθήκατε, ανακαλύπτετε ξαφνικά δικά σας πράγματα, πέραν των έργων του καλλιτέχνη καθαυτών;
Ξέρετε τι παθαίνω εγώ; Παθιάζομαι και ζορίζομαι πάρα πολύ, δεν σταματώ καθόλου. Χάνω την αίσθηση του χρόνου όταν δουλεύω πάνω σε κάτι που με ενδιαφέρει. Κάποια στιγμή μπορεί να έχει ξημερώσει και να συνεχίσω να δουλεύω χωρίς διάλειμμα. Επίσης, θέλω το συνολικό έλεγχο. Από την έκθεση μέχρι τον κατάλογο, την πρόσκληση, την αφίσα. Όλα αυτά είναι ένα έργο για μένα. Αυτό αποκαλώ έκθεση. Θέλω να συνδέονται μεταξύ τους. Κουράζομαι, φορτίζομαι, κάνω την έρευνα, την επιλογή, τις επαφές. Θέλω, ακόμη, όταν έρθει ένα έργο και βγει από τη συσκευασία του να είμαι εκεί και να το δω. Θέλω να βάλω τα γάντια μου και να το ακουμπήσω πρώτη. Είμαι δύσκολη. Ευτυχώς, έχουν βρεθεί άνθρωποι που με ανέχθηκαν και με βοήθησαν. Συνεργάτες εξαιρετικοί. Όταν φτάνουν η περίφημη μέρα της συνέντευξης Τύπου και τα εγκαίνια, για μένα η έκθεση έχει ήδη τελειώσει. Στα εγκαίνια -ντροπή μου που θα το πω- εγώ αισθάνομαι ότι κάνω αγγαρεία. Για μένα η έκθεση τελειώνει τη στιγμή που θα κολληθούν και οι λεζάντες στους τοίχους.
Τη βλέπετε μετά την έκθεση;
Ουσιαστικά, όχι. Ξέρω ότι είναι η έκθεση που κάναμε, είμαι στο χώρο, μπορεί να κάνω ξεναγήσεις, αλλά έχει πάψει να είναι δικό μου πράγμα. Μάλιστα, κάνω και κριτική. Πριν τελειώσει η έκθεση, προσπαθώ να πάω να κάτσω μόνη μου για λίγη ώρα. Είναι ένα είδος αποχαιρετισμού και συγχρόνως κάνω και μια αναδρομή. Μου στοιχίζει. Όταν βλέπω να διαλύεται η έκθεση αισθάνομαι ότι διαλύεται ένας οργανισμός.
Πώς κρίνετε την τάση -είναι και διεθνής- να γίνονται σταρ οι επιμελητές;
Ο ρόλος του επιμελητή είναι ένας ρόλος δύσκολος. Φυσικά έχει να κάνει με το τι ορίζουμε ως επιμέλεια. Είναι μεγάλη η ευθύνη του και πραγματικά τού αξίζει το μπράβο. Συνεισφέρει στην ανάγνωση, στην κατανόηση, στην προβολή ενός έργου. Ο επιμελητής είναι σαν σκηνοθέτης, διευθυντής ορχήστρας, δεν μπορεί όμως ποτέ να είναι πιο σημαντικός από τον καλλιτέχνη. Αν δεν υπάρχει το έργο, δεν υπάρχει ο επιμελητής, ούτε καν ο ρόλος του. Ποτέ δεν είναι σημαντικότερος από το έργο. Όταν όμως, για παράδειγμα, έχουμε να κάνουμε με μια έκθεση σαν την «Ντοκουμέντα» του Κασέλ, είναι ή δεν είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος του επιμελητή της; Γενικά, διαφωνώ με το star system. Όμως, γιατί δεχόμαστε ένας χορογράφος να γίνεται σταρ και ένας επιμελητής όχι;
Ο σταρ ενός μουσείου μπορεί να είναι ο πρόεδρός του;
Συνήθως είναι ο διευθυντής του, όμως αυτό έχει να κάνει και με τον πραγματικό ρόλο που έχει να διαδραματίσει. Με αυτόν που έχουν επιλέξει γι' αυτόν οι ιθύνοντες. Για μένα η ψυχή ενός φορέα είναι ο άνθρωπος που πραγματικά αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει με τον καλύτερο τρόπο τη λειτουργία του χώρου. Μπορεί να είναι ο επιμελητής, μπορεί ο διευθυντής, μπορεί ο πρόεδρος, μπορεί να είναι και ένας άλλος, λιγότερο σημαντικός παράγοντας. Γι' αυτό και μιλάμε για «ψυχή».
Ποιο είναι κωδικοποιημένα το όραμά σας για το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης;
Το όραμά μου είναι καταρχήν να υπάρχει ένα μουσείο που να αφορά το κοινό της Θεσσαλονίκης και να μη λειτουργεί ως χώρος ελιτίστικος για όσους κατανοούν τη σύγχρονη τέχνη και μόνο. Για να μπορέσεις να προσεγγίσεις το κοινό της πόλης πρέπει να κάνεις πράγματα που το ενδιαφέρουν και να φροντίσεις να το εκπαιδεύσεις, αν χρειάζεται, για να το ενδιαφέρουν. Δηλαδή, να προσεγγίσεις, καταρχάς, τα παιδιά. Μια μάλλον μικρή ευρωπαϊκή πόλη, όπως η Θεσσαλονίκη, μπορεί να αγκαλιάσει και να στηρίξει τη λειτουργία ενός τέτοιου χώρου, αρκεί το μουσείο να ανοίξει και να υποδεχτεί το κοινό του. Να βρει τον τρόπο να ενισχύσει τις υπάρχουσες σχέσεις του με άλλους φορείς και, καταρχήν, με την κοινωνία της πόλης. Μια ισορροπημένη και καλλιεργημένη πόλη θα πρέπει να την αφορά εξίσου το αρχαιολογικό ή ιστορικό της μουσείο με το μουσείο σύγχρονης τέχνης. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν την ταυτότητά της, παλιά και νέα. Ακόμη, πρέπει να καταφέρουμε οι συνεργασίες μας να μην είναι νησίδες αλλά σύμπλεγμα νησίδων. Επίσης, ένα τέτοιο έργο αφορά τη χώρα, όχι μόνο την πόλη. Πρέπει να πείσουμε ότι μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα κι ότι αξίζουμε να μας στηρίζουν. Το μουσείο μας έχει, όπως ξέρετε, τη Συλλογή Κωστάκη. Και μόνον αυτό τού επιτρέπει να μπορεί να συνδιαλέγεται με μεγάλα μουσεία, μεγαλύτερα από το ίδιο. Αυτό είναι πολύ θετικό. Όμως, θεωρώ απαραίτητο, για να μπορεί να επιτελέσει το ρόλο του ένα μουσείο, να διαθέτει και έναν ευπρόσωπο και κατάλληλο χώρο. Στις προτεραιότητές μου είναι το μουσείο να λειτουργεί σωστά, σε κατάλληλο χώρο και να αποκτήσει μια συλλογή σύγχρονης τέχνης που να δικαιώνει ολόκληρη την επωνυμία του, να συντηρήσει με τον καλύτερο τρόπο τη Συλλογή Κωστάκη,που είναι καθοριστική για την ταυτότητά του, και να παίξει το ρόλο που είπαμε στον κοινωνικό ιστό της πόλης. Γι' αυτό χρειαζόμαστε τη στήριξη και τη συνεργασία κοινού, θεσμών και κράτους. Θεωρώ, για παράδειγμα, πολύ σημαντική τη συνεργασία των πέντε μουσείων της Θεσσαλονίκης, που απέκτησε θεσμικό χαρακτήρα και που ελπίζω ότι δεν θα μείνει στα χαρτιά, αλλά θα γίνει πράξη.
Είναι ευχάριστη έκπληξη αυτό, αν σκεφθεί κανείς τον ανταγωνισμό που χαρακτηρίζει το χώρο των μουσείων και των εικαστικών στην Ελλάδα.
Δεν είναι κουταμάρα και κρίμα αυτό; Δεν δείχνει τη γενικότερη στάση μας ως έθνος, αυτήν τη φαγωμάρα; Πιστεύω πολύ στη συνεργασία. Δεν αεροβατώ, γνωρίζω ότι υπάρχουν κάποιοι που προτιμούν να είναι ασφαλείς έξω από συνεργασίες και δεν θα ήθελαν συνεργασία μαζί μας, αλλά επιμένω ότι για να γίνουν πράγματα πρέπει να συνεργαστούμε και αυτό ήδη συμβαίνει. Για παράδειγμα, έχουμε εξαιρετική σχέση με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Να που μπορεί να συμβεί και μάλιστα σε χώρους που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ανταγωνιστικοί, ενώ στην ουσία δεν είναι.
Πιστεύετε ότι έχει ανάγκη η χώρα δύο μπιενάλε και μάλιστα στο ίδιο χρονικό διάστημα; Σαν εμφύλιος Βορείων-Νοτίων δεν μοιάζει αυτό;
Και εγώ αναρωτιέμαι και μάλιστα το έχω κάνει εγγράφως, πριν αρκετούς μήνες πριν αναλάβω ευθύνες στο ΚΜΣΤ. Δεν βλέπω γενικότερα το λόγο να υπάρχουν τόσες μπιενάλε. Βέβαια, είναι διεθνές φαινόμενο και θέμα. Υπάρχουν σήμερα περίπου 300. Υπάρχει μια πληθωρικότητα, μια υπερβολή σε αυτό τον τομέα.
Περιεχόμενο υπάρχει στις ελληνικές μπιενάλε;
Εξαρτάται. Κάθε μπιενάλε ορίζει η ίδια τι είναι, τους στόχους της. Οριοθετεί ακόμη το χώρο που θέλει να κινηθεί και τη θεματολογία της. Ο όρος «μπιενάλε» επί της ουσίας σημαίνει ανά διετία, αν όμως το εξετάσουμε βαθύτερα διαπιστώνουμε ότι συζητάμε για μια περιοδικότητα, άρα για μια διάρκεια και μια συνέχεια. Αφού θέλουμε να έχουμε διάρκεια πρέπει να έχουμε στόχο, λόγο. Δεν θέλω να μιλήσω για τις δυο ελληνικές μπιενάλε. Θεωρώ, πάντως, ότι είναι πολύ μικρή μια χώρα σαν τη δική μας για να έχει δυο, ειδικότερα αν συμπίπτουν χρονικά. Εκτός, φυσικά, και αν συνεργάζονται και συντονίζονται.
Πραγματικά, μπορεί να γίνει αυτό;
Δεν ξέρω. Δεν έχει γίνει κάποια τέτοια συζήτηση. Θα ήταν ίσως σκόπιμο. Αλλά δεν μπορώ να μπω στο μυαλό, ούτε στα μάτια κανενός. Τουλάχιστον, όμως, από τη στιγμή που οργανώνονται δυο μπιενάλε, θα ήταν σκόπιμο να μη γίνονται την ίδια στιγμή και χρονιά. Πραγματικά, αυτό μου φαίνεται αστείο. Νομίζω ότι δεν έχουν να χωρίσουν κάτι οι δυο μπιενάλε. Μπορώ να μιλώ μόνο για τη Θεσσαλονίκη. Αυτή η μπιενάλε είναι εξέλιξη μιας έκθεσης που λεγόταν «Κοσμόπολις». Δεν ήταν δική μου απόφαση, τη βρήκα. Όμως, πείστηκα για τη δυνατότητά της να συνεχίσει και για τους στόχους που έχει για την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ευρώπης. Η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης δεν αντιστρατεύεται αυτήν της Αθήνας, και δεν νομίζω ότι η Αθήνα νιώθει ανταγωνιστικά. Δεν έχουμε τίποτα κοινό. Βρίσκω απλώς ατυχές το να συμπίπτουν χρονικά.
Ο τίτλος της Μπιενάλε Θεσσαλονίκης είναι «Praxis». Έχουν τα απαραίτητα αντανακλαστικά οι σύγχρονοι Έλληνες εικαστικοί για να οδηγηθούν σε πράξη;
Βεβαίως, και είναι εμφανή σε πολλούς. Το πράττουν με μεγάλο προσωπικό κόστος και, συνήθως, με ελάχιστη βοήθεια, γιατί συγχρόνως η υποδομή δεν επιτρέπει μεγάλες κινήσεις. Γι' αυτό και, αν θέλετε, έχει μεγαλύτερη αξία η αντίδραση ενός σύγχρονου Έλληνα καλλιτέχνη γιατί, για να το πετύχει και να βγει και εκτός της χώρας του, έχει κοπιάσει περισσότερο από ένα Γερμανό, για παράδειγμα. Υπάρχουν πολλοί που τα κατάφεραν με μεγάλο κόπο: πέραν της γενιάς του '60 και νεότεροι, ο Κώστας Βαρώτσος, ο Γιώργος Λάππας, ο Νίκος Ναυρίδης, η Χριστίνα Σούλου, ο Θανάσης Τότσικας, οι Μαρία Κλωνάρη και Κατερίνα Θωμαδάκη, η Μαρία Παπαδημητρίου, ο Μίλτος Μανέτας, ο Ηλίας Παπαηλιάκης, η Γεωργία Σαγρή και άλλοι πολλοί. Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είναι καλύτερα. Έχει αυξηθεί και το ενδιαφέρον για όλες τις περιοχές, δεν λειτουργούμε πια με τη λογική του κέντρου και της περιφέρειας. Δεν ξέρουμε ποιο είναι πια το κέντρο και ποια η περιφέρεια. Υπάρχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει στις λιγότερο γνωστές περιοχές και αυτό μάς ευνοεί, αρκεί να μπορούμε να το υποστηρίξουμε με το έργο μας.
σχόλια