Να είστε σίγουρος ότι εγώ θ’ αποκαλύψω την αλήθεια, τίποτα δεν μου ξεφεύγει εμέ- να...», και με αυτά τα λόγια ο πρόεδρος του παραδοσιακού οικισμού Τζιαβίλλα, κύριος Δενδράκης, βγήκε απ’ το γραφείο του αστυνόμου Γεωργίδη, στο Αστυνομικό Τμήμα της Κέας. Βγαίνοντας απ’ το γραφείο του αστυνόμου, έπεσε επάνω στον Γρηγόρη Θανασόπουλο, τον γνωστό διαφημιστή, ο οποίος καθόταν ανέμελα στη σκισμένη καφέ καρέκλα που προοριζόταν για τους επισκέπτες κι έπαιζε με το κινητό του. Του έριξε ένα λοξό βλέμμα κι έφυγε.
Πίσω του βγήκε ο υπασπιστής.
«Ο κύριος Θανασόπουλος».
«Εγώ είμαι».
«Περάστε μέσα, παρακαλώ, ο αστυνόμος είναι έτοιμος να σας
δεχτεί».
Ο Γρηγόρης Θανασόπουλος μπήκε μέσα στο γραφείο του αστυνόμου.
«Καλημέρα σας, αστυνόμε».
«Ελπίζω να μην έχετε κι εσείς την ίδια αλαζονική συμπεριφορά με τον κύριο Δενδράκη».
«Γιατί το λέτε αυτό; Περί τίνος πρόκειται;»
«Μην κάνετε ότι δεν ξέρετε τίποτα», είπε κοφτά ο αστυνόμος και σηκώθηκε όρθιος.
«Μα, δεν ξέρω γιατί με καλέσατε».
«Κάνετε ότι δεν ξέρετε, γιατί γνωρίζετε πολύ καλά τι έχει γίνει. Η γειτόνισσά σας, η κυρία Κορδόπλου, η χήρα, βρέθηκε νεκρή χθες το βράδυ στο σπίτι της, στο συγκρότημα κατοικιών Τζιαβίλλα. Κι αυτό το ξέρετε πολύ καλά, γιατί ήσασταν μαζί εχθές το βράδυ, τρώγατε μαζί. Για να είμαι ξεκάθαρος, ξέρω ότι εσείς μαγειρέψατε για όλους τους γείτονές σας».
«Νεκρή η κυρία Κορδοπούλου; Μα πώς;», ο Γρηγόρης Θανασόπουλος έριξε το κορμί του συντετριμμένος στην καρέκλα που βρισκόταν πίσω του.
«Πώς; Τολμάτε και ρωτάτε; Βρέθηκε σφαγμένη με μια κοφτερή σπάτουλα, απ’ αυτές που χρησιμοποιούν για το μπάρμπεκιου».
Ο Θανασόπουλος κοιτούσε απορημένος. Ο αστυνόμος συνέχισε,
«Μπάρμπεκιου δεν τους είχατε χθες το βράδυ, κύριε Θανασόπλε; Κοτόπουλα και παϊδάκια. Τι έχετε να πείτε τώρα;».
«Μα, δεν καταλαβαίνω. Μου λέτε ότι σκότωσα την κυρία Κορδοπούλου με μια σπάτουλα μπάρμπεκιου, ενώ τρώγαμε κοτόπουλα και παϊδάκια;»
Ο δαιμόνιος αστυνόμος Γεωργίδης κάθισε στην καρέκλα του και με ήρεμο ύφος άρχισε να τακτοποιεί τα χαρτιά του. Αυτό το έκανε πάντοτε όταν ήθελε να δείξει σοβαρός. Με ακόμα πιο ήρεμο ύφος είπε, «Ακούστε, κύριε Θανασόπλε, κατοικείτε σ’ έναν οικισμό πολυτελών κατοικιών, ο οποίος περιλαμβάνει πέντε σπίτια. Στο ένα έμενε η μακαρίτισσα με τον Φιλιππινέζο βοηθό της, στο άλλο εκείνο το ζευγάρι γυναικών που είναι...», ο αστυνόμος κόμπιασε.
«Λεσβίες», συμπλήρωσε ο Θανασόπουλος.
«Ναι, αυτό. Κι αυτές είναι ύποπτες ντε φάκτο... Στο άλλο μένει ένα νεαρό ζευγάρι για το οποίο δεν γνωρίζω πολλά πράγματα, υπάρχουν ερωτήματα και γι’ αυτούς: σπαταλάνε πολλά λεφτά που δεν ξέρω πού τα βρήκαν, αλλά θα το μάθω, τίποτα δεν μου ξεφεύγει, ερευνώ εξονυχιστικά. Στο άλλο μένει ο πρόεδρος, ο Δενδράκης, τον οποίο μόλις ανέκρινα με μεγάλη επιτυχία, και στο άλλο μένετε εσείς, εσείς που τους είχατε καλέσει όλους για μπάρμπεκιου εχθές το βράδυ. Το αρνείστε;»
«Όχι, βέβαια, φυσικά τους είχα καλέσει».
«Και; Τι έγινε; Διαφωνήσατε στα οικονομικά σας;»
«Ποια οικονομικά μας;»
«Αφήστε τα αυτά... Ξέρω πολύ καλά το κίνητρό σας».
«Μα ποιο κίνητρό μου; Τι λέτε; Εγώ είμαι συντετριμμένος που δολοφονήθηκε η κυρία Κορδοπούλου. Ποιο κίνητρο και τρίχες μου λέτε τώρα;»
«Δολοφονήθηκε, ε; Να το πάρουμε αλλιώς, κύριε Θανασόπλε. Ο κύριος Δενδράκης είναι μεγαλοεργολάβος -λαμόγιο θα είναι κι αυτός όπως όλοι τους-, αλλά τόσο φοβισμένος, που λύγισε και μου ομολόγησε τα πάντα. Και συμφώνησε να με βοηθήσει, να βοηθήσει την αστυνομία της Κέας στην εξιχνίαση του φόνου πριν κουβαληθεί το Ανθρωποκτονιών απ’ την Αθήνα και μας καπελώσει. Ξέρετε πού ήταν η κυρία Κορδόπλου πριν έρθει στο χθεσινοβραδινό τραπέζι;»
«Όχι, πού;»
«Σ’ εκείνο το καινούργιο μπαρ που άνοιξε στο Βουρκάρι, που δεν καταλαβαίνω τ’ όνομά του, που είναι στα ξένα. Φράμπερ, Μπάμπερ, κάπως έτσι το λένε. Ύποπτο μέρος, θα το ξεσκεπάσω και θα το κλείσω κι αυτό, πού θα μου πάει... Και ξέρετε με ποιον ήταν... Αφήστε, θα σας πω εγώ. Ήταν με τις δυο γυναίκες εκείνες, τις...»
«Λεσβίες».
«Ναι, αυτές. Και ξέρετε για τι πράγμα μιλούσαν; Μιλούσαν για δανεικά χρήματα, για δανεικά χρήματα με υψηλούς τόκους... Βέβαια, ο κύριος Δενδράκης τ’ άκουσε όλα, στήνει αυτί παντού και τα μαθαίνει όλα... Λοιπόν, ναι, οι γυναίκες τής ζητούσαν δανεικά. Αυτό έκανε η κυρία Κορδόπλου, δάνειζε τον κόσμο και μετά τους ζητούσε τόκους. Αυτό δεν έκανε και μ’ εσάς;»
Ο Γρηγόρης Θανασόπουλος είχε ασπρίσει. Ναι, πράγματι του είχε δώσει δάνειο υπό τη μορφή χρηματοδότησης της διαφημιστικής καμπάνιας «Σουβλάκια Πιταρέλι» η Κορδοπούλου και γι’ αυτό χάρηκε λίγο που βρέθηκε νεκρή, αλλά δεν την είχε σκοτώσει αυτός. Τώρα ένιωθε πολύ παράξενα, ένιωθε μια ενοχή, αλλά χωρίς λόγο. Ο αστυνόμος συνέχισε, «Δεν είσαστε συγγενείς;».
«Με ποιον;»
«Με τη μακαρίτισσα, κύριε Θανασόπλε. Μην κρύβεστε, τα ξέρω όλα. Ο Δενδράκης μού τα είπε όλα. Είσαστε απ’ το ίδιο χωριό κοντά στον Πύργο Ηλείας, δεν είναι έτσι;»
«Ναι, είμαστε μακρινοί συγγενείς, αλλά...»
«Τι αλλά, τι αλλά... Είναι πασιφανές. Δεν θα πληρώσετε το δάνειο και θα κληρονομήσετε και τα χρήματα που απέκτησε απ’ την παράνομη δραστηριότητά της. Έτσι είναι, τίποτα δεν μου ξεφεύγει εμένα, τα κατάλαβα όλα, δεν είμαι χαζός», και λέγοντάς τα αυτά, ο αστυνόμος σηκώθηκε και πήγε στην ντουλάπα που βρισκόταν από πίσω του. «Αυτά δεν είναι δικά σας;», ρώτησε επιδεικνύοντας ένα σετ σπάτουλες μπάρμπεκιου.
«Όχι, τα δικά μου έχουν κλαπεί εδώ κι έξι μήνες απ’ το σπίτι μου στο νησί και πήγα και αγόρασα άλλα, καλύτερα. Και απορούσα ποιος θα μπορούσε να μου τα κλέψει, ποιος θα μπορούσε να κλέψει ένα σετ σπάτουλες για μπάρμπεκιου».
«Γιατί το λέτε αυτό, κύριε Θανασόπλε; Είναι ένα πολύ ωραίο σετ σπάτουλες και πολύ κοφτερό, ο καθένας θα το ήθελε. Το ανακάλυψαν τα λαγωνικά μου κάτω απ’ το κρεβάτι της μακαρίτισσας».
«Ναι, αγαπητέ μου, αλλά δεν προσέξατε κάτι. Από αυτό το σετ δεν λείπει καμία σπάτουλα», αντέτεινε ο Γρηγόρης Θανασόπουλος με μάτι που γυάλιζε υπό το βάρος της ανακάλυψής του. Ο αστυνόμος, που δεν το είχε σκεφτεί αυτό, έδειξε ψυχραιμία. Κάθισε σοβαρός στη θέση του και άρπαξε ένα χαρτί απ’ το γραφείο του.
«Καθίστε να γράψουμε αυτά που είπαμε μέχρι τώρα για να υπο- γράψετε την κατάθεσή σας. Και να ξέρετε, τίποτα δεν μου ξεφεύγει εμένα».
«Κύριε Γεωργίδη...», προσφώνησε ο Θανασόπουλος, «...ίσως, εάν με αφήνατε να φύγω, να σας αποκάλυπτα κάτι που σίγουρα δεν ξέρετε...».
Ο αστυνόμος κοίταξε τον Θανασόπουλο με ύφος εμπειρογνώμονα. «Είστε ελεύθερος να φύγετε, ραντεβού σε μισή ώρα στο μπαρ Γωνία, το μόνο μέρος που δεν μας ακούει κανείς».
«Εντάξει, αστυνόμε, τώρα μιλάτε σωστά».
Ο Θανασόπουλος βγήκε στον καθαρό αέρα του λιμανιού. Ο ήλιος έκαιγε, το θεόρατο Λαντ Ρόβερ ήταν παρκαρισμένο επάνω στο πεζοδρόμιο. Ο θηριώδης κινητήρας βρυχήθηκε και το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε στα στενά δρομάκια του νησιού, κάνοντας τους αμέριμνους τουρίστες να παραμερίσουν από φόβο.
Η συνέχεια στο επόμενο.
σχόλια