Όμορφα ήταν στο νησί.
Η θάλασσα στις Βάτσες, η δροσιά του Καστρου και κυρίως οι «Χαμένες Ψευδαισθήσεις».
Επιτέλους διάβασα το θηριώδες αυτό βιβλίο, που για τις ολίγον τυχοδιωκτικές φύσεις είναι το μοιραίο τους ευαγγέλιο. Για μένα, που μάλλον ζω αυτοσχεδιαστικά, η κατάδειξη του μηχανισμού της κοινωνίας ήταν σαν χαστουκάκι πραγματικότητας. Όπως και η δημοσιογραφία ως ο έυκολος τρόπος να γίνεις δυνατός και πλούσιος –είναι ακόμα ίδιος όπως στο Παρίσι του Μπαλζάκ (ιδίως στο θέμα των εκβιασμών).
Ανάμεσα σε όλα αυτά η δαντέλα υπολογισμών και δολιότητας για όσους θέλουν να αναρριχηθούν κοινωνικά –νομίζω θα ζήσω πια για πάντα αδελφωμένος με τον ανεπανάληπτο Λυσιέν Σαρντόν!
Κατά τα άλλα, διάφορες ατυχίες, καθυστέρησαν το λυώσιμο. Αλλά την έκτη μέρα το χταπόδι του χειμώνα ξεκόλησε από το στήθος. Όχι ότι είχα και μεγάλα βάσανα. Συγκριτικά μέ όσα τραβάει ο κόσμος, αισθάνομαι προνομιούχος και είναι ντροπή να παραπονιέμαι για οτιδήποτε.
Στην Αθήνα έμεινα μια νύχτα.
Και χθες, Δεκαπεντάυγουστο, πήρα το αυτοκίνητο, έτσι, χωρίς πρόγραμμα και ανέβηκα πάνω. Ίσως συνεχίσω Άγιο Όρος, ίσως Τουρκία, ίσως ακτές Αλβανίας. Ίσως κολλήσω Θεσσαλονίκη. Δεν σκέφτομαι.
Η Εθνική στην άνοδο άδεια. Ταξίδεψα νύχτα, αργά, με το «Τραγούδι της Γής» στα ακουστικά (δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είναι Μάλερ η μουσική στην μεγάλη μάχη του «Ραν»!).
Με ενθουσιάζει αυτή η παραφορά της νύχτας το μεσοκαλόκαιρο. Υμνημένη αρκετά, μυθοποιημένη επίσης. Ο πέριφημος πίνακας του Χόπερ, με ένα ζευγάρι σε ένα λυόμενο εξοχικό του Cape Cod –κάθονται κάτω από το γυμνό λαμπτήρα, αμίλητοι, κοιτάνε το χώμα, γύρω χωράφια, νύχτα. Το «Δεκα και μισή, καλοκαίρι βράδυ» της Ντιράς: ήξερε αυτή από τον αλκοολισμό της καλοκαιριάτικης νύχτας, στην Νορμανδία, όπου ξεκαλοκάιριαζε και έκανε τις γεροντικές της αταξίες. Ένα μικρό αφήγημα του Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς που ξεχνώ τον τίτλο του (ήταν σίγουρα πάντως στο Farmer’s Daughters) με ένα γιατρό (τον ίδιο τον Ουίλιαμς) να πηγαίνει ένα βράδυ Αυγούστου σε μια φάρμα στην αμερικανική επαρχία για να σώσει ένα παιδί που πεθαίνει.
Το “Night Ride Home” της Τζόνι Μίτσελ –ένα ταξίδι με αυτοκίνητο, μια νύχτα 4ης Ιουλίου με πυροτεχνήματα στον ουρανό και μια αγάπη στο πλάι. Η νοτισμένη νύχτα που δυό έφηβοι κοιμούνται κάτω από τα αστέρια στον κάμπο της Ζακύνθου, δίπλα στις απλωμένες σταφίδες, σε ένα μικρό διήγημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου, απροσδιόριστα ομοερωτικό (που επίσης ξεχνώ τον τίτλο του –γεράματα!). Το «Summer in Siam” των Pogues –ένα τρίλεπτο αριστούργημα για τον ιδρώτα της exotica. Το “Ηarvest Moon” του Neil Young –για όσους ξέρουν το θαύμα του να μεγαλώνεις δίπλα σε έναν άνθρωπο που αγαπάς. Το «Φρέκεν Τζούλι» του Μίλτου Σαχτούρη.
Ένα διήγημα του Ντίλαν Τόμας για μια μέρα στην πλαζ –από το "Portrait of the artist as a young dog” – έμενα τότε σε κάτι θείες μου στο Καλαμάκι, λαϊκούς ανθρώπους, με μπουζούκια και τρίκυκλα, νυχτολούλουδα και κοτέτσια σε λόφους που τώρα είναι πήχτρα στην πολυκατοικία και μέσω αυτων των 10 σελίδων η φαντασία άλλαξε το βλέμμα μου και μπόρεσα να δώ την μεγάλη τους ομορφιά, την κρυφή τους αξία -να καταλάβω ότι όλα είναι χύμα και εμείς πρέπει να τους δώσουμε σχήμα, όλα είναι τυχαία και εμείς πρέπει να τους δώσουμε νόημα –έκτοτε αγάπησα τα θαλασσινά μπαράκια, προετοίμασα την Ευδοκία μου, ανακάλυψα τον Ρεπάνη και τον Τσιτσάνη, είδα τα αλώνια που μπορείς να δείς απ’ το σαλόνι σου.
Oι «Νύχτες με πανσέληνο» του Ρομέρ. Η νύχτα που ο νεαρός Λαμπετούζα σμίγει με μια γοργόνα στα νερά της Σικελίας –και ο Παπαδιαμάντης με τον έρωτα στο κύμα, και ο Φελλίνι για την νύχτα εκείνη που η Κλαούντια Καρντινάλε πήρε βόλτα με το ανοιχτό της αμάξι τον Γκουίντο στα ερείπια του «8 1/2»
-Και δυό κορίτσια που είδα αργά χθες τη νύχτα μεθυσμένα στην Εγνατίας, να τραγουδούν παράφωνα και με γέλια: «... Το φεγγάρι μεθυσμένο, ασημένιο τάληρο/ και εγώ με το κορίτσι πάμε για το Φάληρο»
Μένω σε ένα ξενοδοχείο τεράστιο και άδειο.
Δεν το παλεύω: μ΄αρέσουν οι μετακινήσεις περισσότερο από τα ταξίδια. Οι μόνες ρίζες που επιθυμώ είναι στο ίντερνετ. Όλα τα ραδίκια κοιτάνε το θεό.