Χάραμα στο Βόσπορο. Η υπερπαραγωγή του Σαββάτου τελειώνει με τους κρωγμούς των γλάρων. Στην Ιστικλάλ ένας αγριωπός Τούρκος κρατούσε δυό κουτάβια και τα πουλούσε. Κοιμόντουσαν μακάρια -ένα σε κάθε του χερούκλα. Μικροπωλητές με μύδια και βραστό ρύζι. Συνεργεία πλένουν τα σοκάκια.
Το τερμάτισα απόψε. Αλλά όλη η πόλη έτσι ξενυχτάει. Είναι σα μια γιγαντιαία φοιτητούπολη –όσοι θυμούνται την Θεσσαλονίκη στα 80's, θα καταλάβουν. Χωριατόπαιδα από τις συνοικίες και τύποι που την ψάχνουν, τραβεστί in progress, εκκωφαντικά παρεάκια, ημιτελείς διανοούμενοι που περιφρονούν την κοινωνία (επειδή δεν τους κάθεται), όλα τα ηχεία λίγο πριν το κάψιμο. Κι ανάμεσα το μεγάλο, θαμπό πλήθος των νοικοκυραίων.
Τελικά τι έχουν οι φτωχοί άνθρωποι όταν βγαίνουν το Σάββατο; Ένα σώμα, ένα ρούχο και πολλή λαχτάρα (καθένας για διαφορετικά πράγματα). Προσθέτουν λίγη ένταση με το περπάτημα, με τις πόζες και τον τόνο της φωνής –και αυτό είναι όλο. Όποιος τσίμπησε, τσίμπησε!
Ήπια τόσο, αλλά κάθομαι στο μπαλκόνι ξεμέθυστος...