Μπαίνει μέσα στο καφέ όπου τον περιμένουμε και γυρνάμε όλοι προς το μέρος του. Αυτό ήταν και το ζητούμενο της προετοιμασίας του για τον ρόλο, όπως θα μου εξηγήσει λίγο αργότερα, να βγάζει λάμψη χωρίς να το προσπαθεί. Λίγο καμπουριαστός, αγουροξυπνημένος Κυριακή πρωί, βήμα συρτό από τη συσσωρευμένη κούραση των παραστάσεων όλης της εβδομάδας, είχε και γυρίσματα για ένα επεισόδιο της «10ης Εντολής», που το έκανε «αποκλειστικά επειδή σκηνοθετεί ο Χρήστος Δήμας». Σκέφτομαι ότι δεν θα έχει καθόλου διάθεση να μιλήσουμε, όμως πέφτω τελείως έξω, αφού, με μια σπρωξιά, παίρνει μπρος. Τα νύχια του, βαμμένα μαύρα. «Έχετε καθόλου ασετόν να τα ξεβάψω ή πάλι θα βγω έτσι στις φωτογραφίες;». Πάλι έτσι θα βγεις, Κωνσταντίνε Ασπιώτη, γιατί για τους επόμενους δύο μήνες δεν υποδύεσαι απλώς τον Dr. Frank στο Rocky Horror Show του Κωνσταντίνου Ρήγου, είσαι ο Dr. Frank.
Η παράσταση που βασίζεται στο θρυλικό μιούζικαλ του Ρίτσαρντ Ο’ Μπράιαν και στην ομώνυμη ταινία του 1975 θεωρητικά είναι διαδραστική, με το κοινό να συμμετέχει ενεργά, στοιχείο που συντέλεσε στο τεράστιο καλτ στάτους που τη συνοδεύει από την πρεμιέρα της το 1973 στο West End μέχρι σήμερα. Οι Έλληνες θεατές δεν τα πάνε και τόσο καλά με τη διάδραση, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για θεάματα στα οποία πρέπει να αφήσουν κάθε σεμνοτυφία και συστολή στην είσοδο, να «μπουν μέσα στη διαστροφή», όπως τους προτρέπουν τραγουδιστά στην αρχή οι ήρωες, και να φωνάζουν «τσούλα» και «μαλάκα» στη συνέχεια – νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα κομμάτια που θα δυσκόλεψε αρκετά την ομάδα του Ρήγου. «Ο Frank έχει πάντα άπειρα κέφια. Είναι μια κατεξοχήν πάρε-δώσε παράσταση και, φυσικά, το interaction δεν είναι το ίδιο κάθε μέρα. Εγώ, ως ηθοποιός, έχω την ελευθερία να μετακινούμαι προς τα εκεί που θέλω, μέσα σε κάποιο πλαίσιο. Ο κόσμος όμως έχει συνηθίσει, όταν πηγαίνει στο θέατρο, να φοράει τα καλά του, είτε είναι ρούχα είτε διάθεση. Αυτό, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα κακό. Την Πέμπτη που ήρθες να μας δεις δεν ήταν από τις αγαπημένες μου μέρες. Γενικά, όμως, μια παράσταση έχει τα πάνω της και τα κάτω της. Δεν είναι όπως μια κινηματογραφική ταινία, που κρατάς τις καλύτερες λήψεις».
Ο μύθος του Rocky Horror Show συντηρεί εδώ και χρόνια πολύ ενεργό fanbase, ενώ η ταινία συγκεκριμένα θεωρείται εκείνη με τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια προβολών στην ιστορία του σινεμά, αφού από την πρεμιέρα της το 1975 ως σήμερα δεν έχει σταματήσει να προβάλλεται μεταμεσονύχτια σε κινηματογράφους όλου του κόσμου. Ρωτώ τον Κωνσταντίνο αν ανήκε στους φαν του πρότζεκτ, πριν εμπλακεί με αυτό. «Δεν το είχα δει καν πριν μου γίνει η πρόταση. Όταν είδα την ταινία ψιλοτρόμαξα και αρχικά δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, αλλά άρχισε να λειτουργεί μέσα μου μερικές μέρες αργότερα, επειδή μιλάει στο υποσυνείδητο. Δεν είναι ένα έργο που απλώς αποζητά τη διασκέδαση. Έχει πολύ σοβαρά μηνύματα, που τα παίρνεις ανάλαφρα. Εγώ, γενικά, δεν είμαι τύπος του μιούζικαλ, δεν το κατέχω τόσο καλά. Μπήκα στη διαδικασία, λοιπόν, να μελετήσω τι μπορεί να είναι το μιούζικαλ. Την ταινία δεν την ξαναείδα έκτοτε, ήθελα να είμαι μόνο εγώ, το κείμενο και οι συμπαίκτες μου επί σκηνής. Δεν ήθελα να πατήσω κάπου, δεν έχει νόημα για μένα να κάνω κάποια μίμηση πάνω στη δουλειά κάποιου άλλου».
Εγώ, πάντως, θέλω, λίγο πριν βγω στη σκηνή, να τους γαμήσω όλους, και αυτούς που είναι πάνω, και το κοινό, έναν-έναν. Αυτή είναι η διάθεσή μου πια όταν βγαίνω ως Dr. Frank. Η απόλαυση του πανσεξουαλισμού, η απόλυτη αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να το πετύχει με όποιον του κάνει κέφι
Ο ρόλος του Frank είναι πρόκληση, ένας εξωγήινος πανσεξουαλικός επιστήμονας που κυκλοφορεί με ψηλοτάκουνα και ζαρτιέρες και κάνει σεξ με ό,τι βρει μπροστά του. Ανεξάρτητα από το αν μας άρεσε η παράσταση ή όχι, η παρέα των δέκα περίπου ατόμων με την οποία πήγα να τη δω συμφώνησε ομόφωνα ως προς ένα τουλάχιστον στοιχείο: η εκπληκτική, σχεδόν διονυσιακή προσέγγιση του Ασπιώτη βγάζει τρομερή σεξουαλικότητα. Πώς προσεγγίζεις έναν τέτοιο ρόλο σε σχέση με αυτό το κομμάτι για να τον παρουσιάσεις διασκευασμένο για πρώτη φορά στα ελληνικά στο αθηναϊκό κοινό; «Δεν μπορώ να σου περιγράψω μέσα σε λίγες λέξεις όλη τη διαδικασία της δουλειάς που έγινε σε αυτό το κομμάτι του ρόλου. Εγώ, πάντως, θέλω, λίγο πριν βγω στη σκηνή, να τους γαμήσω όλους, και αυτούς που είναι πάνω, και το κοινό, έναν-έναν. Αυτή είναι η διάθεσή μου πια όταν βγαίνω ως Dr. Frank. Η απόλαυση του πανσεξουαλισμού, η απόλυτη αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να το πετύχει με όποιον του κάνει κέφι. Είναι πάρα πολύ απελευθερωτικό αυτό όταν συμβαίνει στη ζωή μας, ανεξαρτήτως εμφάνισης. Έπρεπε γενικότερα να βρω το κομμάτι της αυτοπεποίθησής του. Όχι ότι δεν την είχα ανεπτυγμένη, μεγάλωσα σε οικογένεια από την οποία δέχτηκα πολλή αγάπη από μικρό παιδί. Το στοιχείο αυτό, όμως, καλλιεργείται αφού γνωρίζουμε κι άλλους ανθρώπους στην πορεία μας και εξελισσόμαστε. Δούλεψα πολύ, λοιπόν, πάνω σε αυτό το κομμάτι, όλους τους μήνες που έκανα πρόβα. Ήταν μια μελέτη για μένα, αλλά έτσι αντιλαμβάνομαι όλους τους ρόλους μου».
Για να καταφέρει να γίνει Frank, ο Κωνσταντίνος ευγνωμονεί όλη την ομάδα της παραγωγής που τον βοήθησε αποκλειστικά σε όλα τα κομμάτια του δικού του ρόλου από τους συμπαίκτες ηθοποιούς, από το ένδυμα και την κίνηση, μέχρι τη συμπεριφορά του εκτός προβών. Μου περιγράφει ατελείωτες συζητήσεις με τον κομμωτή Νάσο Ασημακόπουλο για την παραμικρή λεπτομέρεια στην μπούκλα των μαλλιών ή τα καθημερινά δωράκια του ενδυματολόγου Γιώργου Σεγρεδάκη, «για να νιώθει καλά ο Frank». «Όλα αυτά για να γνωρίσεις σταδιακά το drag κομμάτι;» τον ρωτώ και μου πετάει: «Το ποιο; Δεν έχει να κάνει με drag όλο αυτό. Είναι απλώς το ένδυμα ενός βασιλιά της απόλαυσης. Τι σημαίνει drag; Είναι ένας παρενδυτικός ρόλος ο Frank, επειδή φοράει γυναικεία ρούχα, όμως ο χαρακτήρας θα μπορούσε να πετύχει μόνο με το να είναι απόλυτα αρσενικός πάνω στις γόβες του».
Πολύ πριν γίνει Dr. Frank, ο 32χρονος σήμερα Θεσσαλονικιός Κωνσταντίνος μου περιγράφει ότι έζησε μια εφηβεία με ποδόσφαιρο, καράτε, στίβο και πολύ παιχνίδι, τότε, στα ’90s, τα οποία του έχουν αφήσει τους Oasis, τους Blur και κάτι κύματα ραπ και heavy metal που τον βάραγαν κατά καιρούς με όλη την εφήμερη έντασή τους. «Και πολλές βόλτες δίπλα στη θάλασσα, που είναι το στοιχείο μου. Υποφέρω εδώ, που δεν την έχω δίπλα μου τη θάλασσα». Η πρώτη παράσταση που τον ενθουσιάζει είναι το Κουκλόσπιτο του Ίψεν σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, με τη Φωτοπούλου, τον Ναζίρη και τον Καταλειφό. Τότε ανακαλύπτει ότι το θέατρο είναι πολύ κοντά σε αυτό που θέλει να προσφέρει ο ίδιος και δίνει εξετάσεις για το ΚΘΒΕ. «Ήταν πάρα πολύ καλή η σχολή του Κρατικού, με εξαιρετικούς δασκάλους. Το 2004, όταν πήραμε το Euro, εγώ έδινα διπλωματικές. Ευτυχώς, έκλεισα κατευθείαν πολύ καλές δουλειές: τα Μαξιλάρια της Ουρανούπολης, πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Σίμου Κακάλα στο παιδικό Νέο Θέατρο, και ταυτόχρονα το “504 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας” για την τηλεόραση».
Οι άνθρωποι με μανιέρες το κάνουν επειδή το ζητά το κοινό. Εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτό, όμως έχει αντίκτυπο σ' εμένα κάποιος που θα με έχει δει σε μια παράσταση πιθανόν να μη με αναγνωρίσει καν στην επόμενη. Έχω απορρίψει πάρα πολλές δουλειές έτσι
Του λέω ότι για μένα, όπως και για πολλούς της γενιάς μου, το «504» του Λαζόπουλου, μια νεανική τηλεοπτική σειρά που διαδραματιζόταν στις φοιτητικές εστίες της Θεσσαλονίκης, ήταν το «μπαμ» μέσα από το οποίο τον γνωρίσαμε. Έκτοτε, για μένα ο Ασπιώτης έχει συνδεθεί με κάτι αυθεντικά κωλοπαιδίστικο. Γελάει. «Κάθε τρεις και λίγο κάνω ένα “μπαμ” εγώ. Ευτυχώς, κάποιοι με παρακολουθούν μέσα στα χρόνια. Γιατί ευτυχώς; Βαριέμαι να κάνω πράγματα που είναι κοντά μεταξύ τους. Οι άνθρωποι με μανιέρες το κάνουν επειδή το ζητά το κοινό. Εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτό, όμως έχει αντίκτυπο σ’ εμένα κάποιος που θα με έχει δει σε μια παράσταση πιθανόν να μη με αναγνωρίσει καν στην επόμενη. Έχω απορρίψει πάρα πολλές δουλειές έτσι». Του επισημαίνω όμως ότι έχει καταφέρει να αφήσει στίγμα σε τηλεόραση, σινεμά και θέατρο, από το Αρμαντέιλ που σκηνοθέτησε ο ίδιος, μέχρι τη Στρέλλα του Πάνου Χ. Κούτρα, σε μια εποχή που πολλοί ταλαντούχοι συνάδελφοί του δεν το πετυχαίνουν και τον ρωτώ γιατί επιμένει θεατρικά. «Το θέατρο είναι ο μαγικός χώρος όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα. Είναι το γενναιόδωρο κλειδί στην πόρτα της φαντασίας. Επίσης, τυχαίνει να υπάρχουν στο θέατρο οι άνθρωποι με τους οποίους με ενδιαφέρει να συνεργάζομαι και τα υλικά των έργων και των ρόλων που με ενδιαφέρει να αφηγούμαι. Δεν μου έρχεται συχνά ένα σενάριο τηλεόρασης που να είναι τόσο προσεγμένο όσο το θεατρικό κείμενο, να περιέχει τον έρωτα και την ανάγκη που έχει ο Νίκος Καραθάνος, ας πούμε, να κάνει τον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ. Στην ελληνική τηλεόραση όλα είναι πολύ γρήγορα, “να βγει το επεισόδιο”. Ένας άλλος λόγος είναι, φυσικά, η μαγεία του ζωντανού, σαν να βρίσκεσαι στο σπίτι μιας οικογένειας. Ο κινηματογράφος και το θέατρο περιλαμβάνουν την υποκριτική, αλλά είναι πολύ διαφορετικές μορφές τέχνης. Εντελώς άλλο είναι και το κομμάτι της σκηνοθεσίας που προσεγγίζω τελευταία. Εκεί έχεις την απόλυτη ευθύνη. Από μικρός προσπαθούσα να ενορχηστρώνω πράγματα και ανθρώπους. Επτά χρονών με θυμάμαι να φτιάχνω καραγκιοζοφιγούρες, να στήνω τον μπερντέ και να λέω ιστορίες. Τους έβαζα να πληρώνουν για να δουν το υπερθέαμα που είχα ετοιμάσει. Είναι για μένα ένα δύσκολο κομμάτι η σκηνοθεσία, γιατί η σπουδή μου είναι δυστυχώς εμπειρική και δεν θέλω να κάνω τσαπατσουλιές».
Του ζητώ να μου περιγράψει την καθημερινότητά του τα τελευταία 10 χρόνια που είναι κάτοικος Αθηνών. «Μάλλον ρέπω προς τη φτώχεια και όχι προς τον πλούτο, υπό την έννοια ότι δυστυχώς δεν μπορώ να βγαίνω πολύ για να ανακαλύπτω ωραία μέρη. Σίγουρα, υπάρχουν κάποια κι εδώ, αλλά σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη νομίζω δεν υπάρχει σύγκριση. Πάνω δεν έχεις πού να πρωτοπάς – τα μπαρ, ο κόσμος που διασκεδάζει, το φαγητό, που είναι τόσο σημαντικό για μένα. Η Αθήνα έχει κάτι το ωραίο και κάτι το πολύ άσχημο που συνοψίζεται στο ότι δεν κοιταζόμαστε στα μάτια. Το βλέπω από τον εαυτό μου. Είμαι συνέχεια με το κεφάλι σκυμμένο και τρέχω. Δεν μου αρέσει όταν το παρατηρώ σ’ εμένα αυτό, αυτή την αποξενωμένη φάση. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Πάντως, δεν νιώθω Αθηναίος».
Έχει τελειώσει τον καφέ του και μάλλον πεινάει. Τον ρωτώ τι θα φάει σήμερα, αφού έχει χάσει 20 κιλά για τις φυσικές κι αισθητικές ανάγκες του ρόλου του. Μου λέει ότι πρέπει να πάρει τα 30 γραμμάρια πρωτεΐνης που λαμβάνει ανά τρίωρο και 200 γραμμάρια υδατάνθρακα. «Σαν ρομπότ σου μιλάω, ε; Πιθανότατα θα φάω 7 ασπράδια αυγών και 200 γραμμάρια ρύζι ή μακαρόνια ολικής. Θα το σκεφτώ πηγαίνοντας προς το σπίτι».
Info
Rocky Horror Show
Rex, Πανεπιστημίου 48, 211 8000080
Τετ., Κυρ. 19:30, Πέμ.-Σάβ. 20:30, εισ. €5-45
Αρμαντέιλ
Από τέλη Δεκεμβρίου
Rex, Πανεπιστημίου 48, 211 8000080
Κυρ. 14:00
σχόλια