Αν σήμερα έμπαινε σ' ένα από τα δεκάδες τηλεπαιχνίδια γνώσεων ή τουλάχιστον σ' ένα σταυρόλεξο η ερώτηση «Ποιος κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2005;», ελάχιστοι θα γνώριζαν την απάντηση. Και πόσοι θα θυμούνταν ποιος πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας; Όσο να 'ναι, ένας τυπικός βιβλιοφάγος μια δεκάδα με νομπελίστες θα την έφτιαχνε. Μια δεκάδα με βραβευμένους από το κράτος δύσκολα. Αν και ο θεσμός αποτελεί την ανώτατη λογοτεχνική διάκριση της χώρας, ελάχιστα έχει καταγραφεί στην κοινωνική συνείδηση του Έλληνα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Το περίεργο είναι πως συμμετέχοντες, βραβευμένοι και όλο το λογοτεχνικό σύστημα έχουν αρχίσει να τον αντιμετωπίζει με δυσπιστία.
Ο πεζογράφος, κριτικός και συμμετέχων στη επιτροπή το 2005 Κώστας Βούλγαρηςυποστηρίζει πως «στα 50 χρόνια λειτουργίας τους, τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία, έχοντας ως χώρο αναφοράς την ίδια τη λογοτεχνική συντεχνία, εν πολλοίς αποτύπωσαν, με τον κατάλογο των βραβευθέντων, τηνκυρίαρχη εικόνα της συντεχνίας για τον εαυτό της. Συχνά με χρονοκαθυστέρηση, με κάποιες σημαντικές απουσίες και άνευ λόγου παρουσίες. Όμως η εικόνα, εν συνόλω, αντέχει. Είναι ένας κανόνας συγκροτημένος, που έτσι διευκολύνει ακόμα και όσους επιθυμούν την αποκαθήλωσή του. Σήμερα, η ίδια η λογοτεχνική συνθήκη αποσυντίθεται, πόσο μάλλον η λογοτεχνική συντεχνία. Τι να αποτυπώσουν λοιπόν τα κρατικά βραβεία; Χρειάζεται πολύς κόπος και άνθρωποι που, εκτός από την εποπτεία της βιβλιοπαραγωγής και την κριτική επάρκεια, να έχουν το θάρρος και το βάρος της γνώμης τους, ώστε να νεκραναστηθούν τα κρατικά βραβεία. Δεν το βλέπω να γίνεται». Άρα μιλάμε για ένα νεκρό που, όμως, προσπαθεί να σηματοδοτήσει την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή.
Η επιτροπή και η επετηρίδα
Κάθε χρόνο μια επιτροπή, που ανανεώνεται ανά διετία, δίνει έξι λογοτεχνικά βραβεία: Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, Κρατικό Βραβείο Ποίησης, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής και Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας. Η επιλογή γίνεται από όλη την παραγωγή εκείνου του έτους. Όπως σημειώνει οΣτρατής Πασχάλης, «η βραχεία λίστα είναι αρκετά ευρεία ώστε ν' αποκλείονται τυχόν βαριές αδικίες». Η επιτροπή αποτελείται από πανεπιστημιακούς, κριτικούς λογοτεχνίας, δημοσιογράφους και φυσικά συγγραφείς. H shortlist ανακοινώνεται στο κοινό με απώτερο στόχο να ξεκινήσουν λογοτεχνικές ζυμώσεις επιτροπής, κοινού και λοιπών στοιχείων με στόχο την απονομή των βραβείων. Εξετάζοντας πονηρά τη διαδικασία, θα θεωρήσει κανείς πως εκεί αρχίζουν και οι γνωστές ελληνικές λαμογιές με στόχο να επικρατήσει το συμφέρον του ισχυρότερου και της επικρατούσας λογοτεχνικής τάξης. Αν το δούμε πιο καθαρά, όμως, θα αντιληφθούμε πως εκδοτικό συμφέρον, πέραν του πρεστίζ της αναφοράς στο δελτίο Τύπου, δεν υπάρχει.
Στο ανάλογο γαλλικό βραβείο (Concourt)σφάζονται οι εκδότες για το ποιος θα το κερδίσει, αφού αυτόματα σημαίνει πως το βιβλίο θα κάνει ένα ξεπέταγμα 100.000 αντιτύπων. Στην Ελλάδα, και το Νόμπελ να κερδίσει ένα βιβλίο, τέτοια ανταπόκριση είναι σχεδόν απίθανο να βρει. Ακόμα και οι ίδιοι οι λογοτέχνες έχουν δεχθεί σχεδόν μοιρολατρικά ότι κάποια στιγμή θα έρθει και η ώρα τους. «Είναι σαν την επετηρίδα», όπως λέει ο συγγραφέαςΤάκης Θεοδωρόπουλος, «είμαστε μεταξύ μας, δεν μπορούμε να δούμε πέρα από τη μύτη μας και με κάποιο τρόπο βραβεύουμε ο ένας τον άλλον με την προοπτική ότι την επόμενη χρονιά θα βραβεύσει ο άλλος τον ένα». «Και τούτο βάσει μιας άλλης -εξίσου ισχυρής- αρχής της "αμοιβαιότητας": Ψήφισέ με, να σε ψηφίσω» γράφει ο Γιώργος Βέλτσος στο κυριακάτικο «Βήμα» (05/10/2008). Και από την άλλη όμως ποιοι θα έπρεπε να επιλέγουν; Οι οδοντίατροι, οι γεωπόνοι;
Τα λάφυρα του βραβείου
Το βραβείο επίσης συνοδεύεται και από ένα ποσό σε σχέση με το μηδενικό που δίδεται στη Γαλλία, «το οποίο για να το πάρεις πρέπει να δώσεις φορολογική ενημερότητα. Ότι δηλαδή δεν χρωστάς εσύ ή η γιαγιά σου στην εφορία. Λες και είσαι εργολάβος και πας ν' ανοίξεις τρύπες στην οδό Ασκληπιού» συμπληρώνει ο κ. Θεοδωρόπουλος. «Το 1991 είχα ζητήσει να εξαιρεθεί Το αδιανόητο τοπίο από τα κρατικά βραβεία. Τότε είχαν βγει διάφοροι και είχαν πει ότι το κάνω για να προβληθώ. Η χρηματική αμοιβή του Κρατικού Βραβείου Λογοτεχνίας ήταν η ίδια με την αμοιβή που δινόταν για το Βραβείο Μακιγιάζ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Αυτό δείχνει καταρχάς την αξία που δίνει το υπουργείο Πολιτισμού στη λογοτεχνία του. Τη θεωρεί ένα πάρεργο. Ένα συνοδευτικό έργο στο κυρίως που υποθέτω πως είναι για την ελληνική πολιτεία το αν ο υπουργός θα κυκλοφορεί με Μερσεντές ή με τίποτα άλλο. Αν αυτή η νοοτροπία δεν σπάσει, δεν νομίζω πως θα αλλάξουνε και τα πράγματα ποτέ. Είναι θέμα νοοτροπίας, δεν είναι θέμα τεχνικής. Δεν ενδιαφέρει κανένα μου φαίνεται αυτή η ιστορία». Τα χρήματα είναι αρκετά για να δουλέψεις για ένα χρόνο, αλλά δεν είναι και τόσα για να σε δελεάσουν ώστε να οργανώσεις ολόκληρες μηχανορραφίες για να κερδίσεις το βραβείο. Και από την άλλη η δόξα (που ουδείς εμίσησε), τουλάχιστον στην Ελλάδα, κατακτιέται με άλλους τρόπους και όχι με τα βραβεία. Κοιτάξτε τους καταλόγους των best-seller και δείτε τη διαφορά σε πωλήσεις βραβευμένων και μη. Άβυσσος η ψυχή του συγγραφέα, άβυσσος και του αναγνώστη.
Πώς επιλέγονται τα βραβεία;
ΟΣτρατής Πασχάλης που συμμετείχε στην επιτροπή το 2000 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Ζιγκ Ζαγκ στις Νεραντζιές της Έρσης Σωτηροπούλου) τονίζει δύο πράγματα: την τυχαιότητα ως προς τη σύνθεση της εκάστοτε επιτροπήςαπό τον εκάστοτε υπουργό και τις προσωπικές προτιμήσεις των «εκλεκτών». Όπως χαρακτηριστικά λέει: «Στα κρατικά βραβεία μεγάλο ρόλο παίζει η τύχη. Όχι ότι δεν γίνεται συζήτηση επί της ουσίας ή ότι τ' αξιόλογα βιβλία κάθε χρόνο δεν πέφτουν στο τραπέζι και δεν εξετάζεται η λογοτεχνική τους αξία. Αλλά στην τελική ετυμηγορία εκείνο που μετρά είναι η υποκειμενική προτίμηση. Άρα κερδίζει το βιβλίο που συγκεντρώνει τις περισσότερες προτιμήσεις. Όπως η επιτροπή κάθε χρόνο διαφέρει, αυτές οι προτιμήσεις είναι κάθε φορά και διαφορετικές. Ωστόσο το θέμα παραμένει: Κατά πόσο αυτή η προτίμηση είναι θέμα καθαρού γούστου, σθεναρής επιλογής ή είναι θέμα πολιτικής, προσωπικής συμπάθειας για το συγγραφέα, συμφερόντων ή ισορροπιών ακόμα και εμπάθειας για κάποιον άλλον συγγραφέα. Αυτό είναι κλειστό και δύσκολο να ερμηνευθεί. Μια μόνιμη επιτροπή ενός πνευματικού ιδρύματος, λόγου χάρη, που απονέμει βραβεία και της οποίας η λειτουργία βασίζεται σε μια διαμορφωμένη μέσα στο χρόνο άποψη, στάση και ηθική, αξιολογεί πιο αυστηρά, πιο αδιάβλητα και πιο θαρραλέα. Μια επιτροπή όμως όπως των κρατικών βραβείων, που τα μέλη τους κάθε χρόνο εναλλάσσονται και που η επιλογή τους είναι και αυτή ευκαιριακή, όσο αξιοκρατικά και να θέλει να κρίνει είναι φυσικό ν' αφήνει την πόρτα ανοιχτή στο τυχαίο. Να βραβεύεται δηλαδή ο συγγραφέας που για x λόγους έχει τις περισσότερες προτιμήσεις και όχι ο συγγραφέας που πραγματικά αξίζει περισσότερο. Άρα, στα κρατικά σημασία έχουν κάθε φορά τα πρόσωπα της επιτροπής και τ' αρμόδια πρόσωπα δεν είναι πάντα διαθέσιμα. Στο επίθετο αρμόδιος ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία. Οι πολιτικές Αρχές του υπουργείου θα θεωρούσαν μόνο τους πανεπιστημιακούς. Μέγα λάθος. Η κριτική μόνο τους κριτικούς, οι συγγραφείς μόνο τους συγγραφείς, οι δημοσιογράφοι μόνο τους δημοσιογράφους. Ενώ αρμόδιος, ανεξάρτητα από την ιδιότητά του, είναι ο επαρκής και ευαίσθητος αναγνώστης που συγκεντρώνει εμπειρία γραφής, κριτικό χάρισμα, αίσθηση της επικαιρότητας και βέβαια φιλολογική γνώση. Πού να βρεθεί αυτός; Έτσι τα κρατικά αφήνονται κάθε φορά στην καλή ή στην κακή τους τύχη». Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος θυμάται τη δική του εμπειρία το 2004 (Κρατικό Βραβείο Οι ξένες λέξεις του Βασίλη Αλεξάκη) «Απογοητευτική. Όχι τραυματική. Επιβεβαιώθηκαν όλα όσα περίμενα και όσα λέω τώρα. Δεν συζητήσαμε τίποτα. Είπαμε εγώ θέλω αυτό, εγώ θέλω εκείνο και τελείωσε. Για να νομιμοποιηθούν οι προτιμήσεις, κάτι που δεν συμβαίνει με αντικειμενικά κριτήρια. Ποιος πουλάει περισσότερο τώρα ή ποιος θα επιζήσει ανά τους αιώνες, γιατί αυτό δεν μπορεί να το ξέρουμε από σήμερα. Το θέμα είναι η συλλογιστική, η επιχειρηματολογία και να θέτεις κάποια κριτήρια τα οποία νομιμοποιούν την προτίμησή σου». Τη συγκρίνει μάλιστα με μια ανάλογη εμπειρία που είχε στα βραβεία για τη μεταφρασμένη στα γαλλικά παγκόσμια λογοτεχνία. «Εκεί μαζευόμαστε, κλεινόμαστε δύο μέρες σε ένα σπίτι στη νότιο Γαλλία και συζητάμε για τα βιβλία. Παρατίθεται μια συγκεκριμένη επιχειρηματολογία με την οποία μπορείς να δικαιολογήσεις γιατί απέρριψες τοΣάββατο τουΜακΓιούαν».
Το χέρι του κράτους
Όσο απαισιόδοξα και να είναι τα πράγματα, όσο και να δημιουργούνται κάποιες τριβές μεταξύ μελών της επιτροπής, όσο και να περνάνε στα ψιλά οι άξιοι και μη βραβευθέντες, δεν είναι κακό το γεγονός ότι το κράτος δαπανά μια φορά το χρόνο κάποια χρήματα για μια υποψία στήριξης της ελληνικής λογοτεχνίας. «Το Βραβείο αποκτά κύρος και μέσα από τις επιλογές του. Αν δεν καταφέρουν να του δώσουν κύρος έτσι, τι να πούμε; Είναι θέμα και του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. Φανταστείτε πως το ελληνικό κράτος εδώ και μερικά χρόνια δεν έχει λεφτά να χρηματοδοτήσει τις μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων σε ξένες γλώσσες. Έχει αθετήσει συμβόλαια που έχει υπογράψει. Κάποτε είχα τσακωθεί με τονΤατούλη, όταν ήταν υπουργός πολιτισμού, που μου έλεγε για κάτι νεοφιλελεύθερες απόψεις. Αυτά είναι κολοκύθια με τη ρίγανη. Όταν το κάνει όλη η Ευρώπη, εκτός από τους Άγγλους, τώρα εμείς θα το παίξουμε νεοφιλελεύθεροι και θ' αφήσουμε την ελληνική λογοτεχνία ν' ανθήσει στη λογοτεχνική αγορά. Απλώς στα παλιά τους τα παπούτσια. Δεν τους ενδιαφέρει. Και μιλάμε για μικρά ποσά μπροστά στα 6.000.000 ευρώ που ξοδεύονται για τις δημόσιες σχέσεις του Μουσείου της Ακρόπολης.» Και ο κ. Θεοδωρόπουλος τελειώνει: «Είναι στουρνάρια. Όταν οι υπουργοί δεν έχουν διαβάσει ούτε ένα βιβλίο από τότε που τελείωσαν το σχολείο, τότε τι να πεις;».
Αφήνοντας
στην άκρη το γνωστό ελληνικό απόφθεγμα
ότι για όλα φταίει το Κράτος, ο πρωθυπουργός,
η ελληνική κοινωνία και η κακή μας
εκπαίδευση σας απαντάμε πως το βραβείο
το 2005 το κέρδισε ο Μάνος Ελευθερίου για
το βιβλίο του Ο Καιρός των Χρυσανθέμων.
Και για να στηρίξουμε αυτό που μας είπε
η δις βραβευμένη Ρέα Γαλανάκη πως «το
μεγαλύτερο βραβείο σου το δίνει το όνομα
που θα πάρεις στη Γραμματεία του τόπου
σου», σας παραθέτουμε τα Κρατικά
Βραβεία της τελευταίας δεκαετίας, ώστε
στο μέλλον να μπορείτε να συγκρίνετε
και να αποφασίσετε στο τέλος ποια βιβλία
θα «σηκώσετε» από τον πάγκο των
βιβλιοπωλείων.
1997-2007_Η λίστα των βραβείων
Δέκα χρόνια βραβεία (πόσα έχετε διαβάσει;)
Κρατικά Μεγάλα Βραβεία Λογοτεχνίας
2007:Κώστας Τσιρόπουλος
2006:Τηλέμαχος Αλαβέρας
2005: Νίκος
Φωκάς
2004:Κώστας Στεργιόπουλος
2003:Μίλτος Σαχτούρης
2002:Μανόλης
Αναγνωστάκης
2001:Μ. Αλεξανδρόπουλος
2000:Ανδρέας Φραγκιάς
1999:Γιάννης Δάλλας
1998:Α. Αργυρίου
1997:Γ.Γ. Αλισανδράτος
Κρατικά Βραβεία Μυθιστορήματος
2007:Ιωάννα Καρυστιάνη, Σουέλ
2006: Αθηνά
Κακούρη, Θέκλη
2005:Μάνος
Ελευθερίου,Ο καιρός των Χρυσανθέμων
2004:Βασίλης Αλεξάκης, Οι ξένες λέξεις
2003:Δημήτρης Δημητριάδης, Η ανθρωπωδία 1, Η
ανθρωπωδία 7
2002:Ζυράννα
Ζατέλη, Με
το παράξενο όνομα Ραδάμανθις Ερέβους,
Μένης Κουμανταρέας, Δυό φορές Έλληνας
2001:Νίκος Θέμελης, Η ανατροπή
2000:Έρση Σωτηροπούλου, Ζιγκ Ζαγκ στις
νεραντζιές
1999:Ρέα
Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας
1998:Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία
1997:Νίκος Μπακόλας, Η ατέλειωτη γραφή του
αίματος
Κρατικά Βραβεία Ποίησης
2007:Ντίνου Σιώτη, Αυτοβιογραφία ενός στόχου
2006:Τάσος Γαλάτης, Ανιπτόποδες
και σφενδονήτες
2005:Νάσος Βαγενάς, Στέφανος(εκδόσεις Κέδρος )
2004:Αντώνης Φωστιέρης, Πολύτιμη
λήθη (εκδόσεις Καστανιώτη)
2003:Μανόλης Πρατικάκης, Το
νερό
2002:Μάριος Μαρκίδης, Παρά ταύτα
2001:Κωστής Παπαγεωργίου, Κλεμμένη
Ιστορία (εκδόσεις Κέδρος)
2000:Χριστόφορος Λιοντάκης, Με
το φως
1999:Γιώργος Μαρκόπουλος, Μη
σκεπάζεις το ποτάμι
1998:Γιάννης Κοντός, Ο αθλητής
του τίποτα
1997:Bύρων Λεοντάρης, Eν γή αλμυρά
Κρατικά Βραβεία Διηγήματος
2007:Ελένη Λαδιά, Η
γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι
2006:Γιάννης Καισαρίδης,Μισάντρα
2005:Ρέα
Γαλανάκη,Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι
2004:Αχιλλέας Κυριακίδης, Τεχνητές αναπνοές
2003:Τάσος Γουδέλης, Η γυναίκα που μιλά
2002:Δημήτρης Καλοκύρης, Το μουσείο των
αριθμών
2001:Τάσος Καλούτσας, Το τραγούδι των σειρήνων
2000:Μισέλ
Φάις, Από
το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες
1999:Καίη Τσιτσέλη, Ο χορός των ωρών
1998:Πρόδρομος Μάρκογλου, Σπαράγματα
1997:Μένης Κουμανταρέας, Η μυρωδιά τους με
κάνει να κλαίω
Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής
2007:Θεοδόσης Πελεγρίνης, Από τον πολιτισμό στην πείνα
2006:Αγγέλα Καστρινάκη,Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία
1940-1950
2005:Μαρία
Κακαβούλια, Μορφές
και λέξεις στο έργο της Ελένης Βακαλό
2004:Αλέξης Ζήρας, Ένας γραικός στα ξένα:
Αναγνώσεις άλλων λογοτεχνών
2003:Σταύρος Σταυρίδης, Από την πόλη οθόνη
στην πόλη σκηνή
2002:Αριστείδης Μπαλτάς, Αντικείμενα και
όψεις εαυτού
2001:Χριστίνα Ντουνιά, Κ. Γ. Καρυωτάκης - Η Αντοχή
μιας Αδέσποτης Τέχνης
2000:Ευγένιος Αρανίτσης, Σε ποιον ανήκει η
Κέρκυρα
1999:Τάκης Καρβέλης,Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο πρωτοπόρος
Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας
2007:Αναστάσιος Τάμης, Οι
Έλληνες της Λατινικής Αμερικής
2006:Χρήστος Σαμουηλίδης,Γιαννούλης Χαλεπάς
2005:Δημήτρη
Χατζησωκράτη,Πολυτεχνείο
‘73
2004:Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό βιβλίο. Η
αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση. Η
ιστορική ανάγνωση.
2003:Παναγιώτης Κουσαθανάς, Παραμιλητά Α'
- Κείμενα για τον πολιτισμό και την
ιστορία της Μυκόνου
2002:Κωστής Παπαγιώργης, Κανέλλος Δεληγιάννης
2001:Δημήτρης Σταμέλος, Νικηταράς - Πρότυπο
παλικαριάς και αρετής
2000:Γιώργος Βέης, Ασία, Ασία
1999:Νίκος Πετσάλης-Διομήδης,Η άγνωστη Κάλλας
σχόλια