Η σχέση τους έχει απασχολήσει όσο καμία άλλη μάνας και κόρης, έχει βάλει συχνά τους αναγνώστες απέναντι, να πάρουν θέση. Μέσα από τα βιβλία και τις εξομολογήσεις της Μαργαρίτας Καραπάνου εμφανίζεται ολοζώντανη η σχέση μητέρας κόρης, μια σχέση βίαιη και τρυφερή.
Δυο γυναίκες συνονόματες, μάνα κόρη. Τι σημαίνει; Ρώτησαμε την Φωτεινή Τσαλίκογλου.
«Να σκεφτούμε λίγο τη συμβολική του ονόματος: Ας φανταστούμε μια εικόνα. Μητέρα και κόρη βαδίζουν στο δρόμο και κάποια στιγμή ακούγεται μια φωνή: κάποιος φωνάζει το όνομα τους. «Μαργαρίτα» . Ποιός γυρνάει πίσω; Ποιος ανταποκρίνεται σε αυτή τη φωνή; Σε αυτή τη στιγμή που αιωρείται στον αέρα, συμπυκνώνεται η παρατεταμένη στιγμή μιας σύγχυσης, όταν δεν καταλαβαίνεις ποιος θα απαντήσει και ποιον αφορά το «Μαργαρίτα», αφορά και τις δυο; Tη μεγάλη, τη μικρή; Είναι ένα αξεδιάλυτο σύμπλεγμα. Ένα κέλυφος με τις δύο σημασίες και της προστασίας και της καταστροφής. Ένα κέλυφος αδιαφοροποίητο. Και το αδιαφοροποίητο κουβαλάει μέσα του ένα κίνδυνο: τον αφανισμό της ατομικότητας. Τον θάνατο του εαυτού. Αλλά και τη νοσταλγία της συγχώνευσης που υπόσχεται μακαριότητα. ‘’ Γίνομαι ένα με σένα, δεν πονώ, δεν υπάρχω, δεν τραυματίζομαι,’’. Προστατεύομαι από τις εξωτερικές απειλές. Πρόκειται όμως για μια «φοβερά προστασία». Πότε δεν ξέρεις στα σίγουρα κι αλίμονο αν ισχυρίζεσαι ότι ‘’ξέρεις’’ με βεβαιότητα τι σήμαινε για τις δυο Μαργαρίτες το όμοιο όνομα. Όμως αναρωτιέσαι αν σε αυτό το ίδιο όνομα δεν συνοψίζεται η μοίρα ενός πεπρωμένου που τροφοδοτήθηκε από την παγίδα μιας φοβέρας προστασίας. Κι από ένα ερώτημα καταδικασμένο, όπως με κάθε μαργαρίτα που μαδάς, να μένει αναπάντητο ‘’μ αγαπάς, δεν μ αγαπάς’’ ‘’δεν μ αγαπάς, μ αγαπάς’’.
Γεννήθηκα Ιούλιο, λυκόφως, αστερισμός Καρκίνος.
Όταν με φέρανε να με δει, γύρισε προς τον τοίχο
(Η Κασσάνδρα και ο λύκος)
Η Μαργαρίτα Καραπάνου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Ήταν κόρη της πεζογράφου και θεατρικής συγγραφέα Μαργαρίτας Λυμπεράκη και του ποιητή και δικηγόρου, Γιώργου Καραπάνου. Η μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη της έδωσε το δικό της όνομα. Η μικρή Μαργαρίτα μεγάλωσε χωρίς δικό της όνομα.
Μια μέρα, η μαμά μου, η Κασσάνδρα, μου έφερε μια ωραία κούκλα, για να μου την κάνει δώρο. Ήτανε μεγάλη και για μαλλιά είχε κίτρινους σπάγγους.
Την κοίμησα στο κουτί της, αφού πρώτα της έκοψα τα πόδια και τα χέρια για να χωράει
Αργότερα της έκοψα και το κεφάλι για να μην είναι βαριά.
Τώρα την αγαπώ πολύ.
(Η Κασσάνδρα και ο λύκος)
«Η γιαγιά παίρνει το χέρι μιας άγνωστης.
- Αυτή είναι η μητέρα σου, μου λέει.
Δεν την έχω ξαναδεί. Έχει ένα περίεργο βλέμμα. Καυτό και φευγάτο. «Αλληθωρίζει ψυχικά», σκέφτομαι.
- Ποια είσαι; Τη ρωτάω. Ποια είσαι;
Έχω ιδρώσει, έχω πυρετό, τρέμω ολόκληρη, θα πεθάνω.
- Πάμε να παίξουμε με τις κούκλες σου;
Την παίρνω απ’ το χέρι.
- Πάμε.
Της δείχνω τις κούκλες μου.
- Όλες τις λένε μαμά. Εσύ ποια είσαι;»
(Μαμά)
Στο Παρίσι βρέθηκε όταν η μητέρα της χώρισε και πήρε τη 13χρονη κόρη της μαζί της. Η Καραπάνου χάνει τις φίλες της, τη γιαγιά της, την ξενοιασιά της.
Λέει σε μια συνέντευξή της: Ο Καμύ ερχόταν στο σπίτι μας για να φάει με την μητέρα μου και μου έλεγε «κακομοίρα Μαργαρίτα είσαι στο σκοτεινό Παρίσι και όχι στο φως της Αττικής». Μου το έλεγε κάθε βράδυ αυτό.»
Πέρσι είχα πάει στο Παρίσι για να δω τη μαμά. Με πήγε στο Μουσείο. Ένα σπίτι να χάνεσαι, έπιπλα τίποτα, και παντού στους τοίχους κρεμασμένες ζωγραφιές. Για να περπατήσεις, δύσκολο. Κάθε τόσο πέτρινοι κύριοι και κυρίες, τσίτσιδοι, σου κόβανε το δρόμο.
Τρελάθηκα εκεί μέσα. Όλες αυτές οι πέτρες και οι ζωγραφιές με κοιτούσαν, πότε από μπρος, πότε από πίσω. Φοβήθηκα κι έβαλα τα γέλια, τρέχει ένας κύριος με στολή και μου λέει να σκάσω.
Κόσμος πολύς σεργιανούσε μιλώντας σιγά – σαν να ’τανε νεκροταφείο. Δεν μ’ ένοιαζε που δεν ήξερα τα σημαδάκια για να διαβάσω τους γυμνούς και τις ζωγραφιές, αλλά όσο να ’ναι ζήλευα που έβλεπα τόσο κόσμο να σταματάει μπροστά στις πέτρες και να κλαίει από χαρά. Μια κυρία, έπιασε τον ποπό μιας όμορφης γυμνής και πήγε να σκάσει.
«Θα σε πάω να δεις τον πιο ωραίο πίνακα του κόσμου». Μ’ αρπάζει η μαμά και να ’μαστε στη ζωγραφιά. Μέσα σ’ ένα βελούδινο κουτί βλέπω μια ασχημομούρα να μου χαμογελάει, τα χέρια σταυρωτά πάνω στο φουστάνι, μαλλιά σαν σφουγγαρόπανο, κίτρινη σαν τη Φανή όταν είχε ηπατίτιδα.
Ο κύριος μας εξηγεί: «Απ’ όπου κι αν τη δεις, ανάποδα, στριφτά, ψαλιδιστά, τα μάτια της γυρνάνε να σε δουν».
Βγάζω τη γλώσσα μου στη ζωγραφιά.
«Είσαι ανυπόφορη». Η μαμά με πιάνει από τα μαλλιά, τρώω κι έναν μπάτσο.
(Η Κασσάνδρα και ο Λύκος)
Στα 15 της χρόνια θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Η μητέρα της, της λείπει, η μητέρα της είναι ανεξάρτητη και πολυάσχολη. Η σχέση τους γίνεται μια σχέση αγάπης μίσους. Κρατιέται ζωντανή μέσα από την αλληλογραφία τους, μια αλληλογραφία σχεδόν ερωτική.
«δεν μπορώ χωρίς εσένα, μου λείπεις, γράφε μου, γράφε μου», γράφει στη μητέρα της
Η μητέρα της κάποια στιγμή γράφει: «Σε παρακαλώ, μην ξαναστείλεις εξπρές ούτε τηλεγράφημα- εκτός κι αν είναι κάτι επείγον- γιατί με ξυπνάνε στις επτά το πρωί και, όπως ξέρεις, αυτό μου χαλάει τη διάθεση»…..
“Δυο πράγματα έχω σταθερά στη ζωή, τη θάλασσα και την κόρη μου”, έλεγε η Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Μετά το θάνατό της, η κόρη της, Μαργαρίτα Καραπάνου, έγραφε: “Η μητέρα μου κι εγώ γνωριζόμαστε από παλιά. Όταν ήμουν παιδί, μου έδειχνε τα άστρα. "Είναι δικά μου", μου έλεγε. Όταν ήμουν δώδεκα χρόνων, περπατούσαμε μ' έναν άντρα στο δρόμο. "Είναι δικός μου", μου έλεγε”.
Η ιστορία τους είναι μοναδική. Ιστορία αγάπης, πάθους, εγκατάλειψης, τρυφερότητας, απόγνωσης, φόβου, λατρείας, απόρριψης. Η παρουσία της μητέρας διατρέχει όλο το έργο της Καραπάνου με μοναδική ένταση. Μιλά δημοσίως και αποκαλυπτικά για τη μητέρα της. Προβάλει τα ανεπούλωτα τραύματά της και μέχρι το τέλος της ζωής της δεν παύει να μιλά για την αναζήτηση της αγάπης. Κοιτάζοντας μέσα της, όπως και στα βιβλία της. Βαθιά και ευθέως.
«Λατρεύαμε και οι δυο τη θάλασσα. Μου έμαθες να κολυμπάω. Είδα ένα όνειρο τη νύχτα που πέθανες: Ήσουν πολύ νέα και χαιρετιόμαστε από δυο όχθες, η θάλασσα στη μέση, και τότε η θάλασσα σηκώθηκε πολύ ψηλά και χωρίστηκε στα δυο σαν την ιερή θάλασσα του Μωυσή. Τρέξαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης και μου είπες: «Είμαι η θεά της θάλασσα κι εσύ η κόρη της θάλασσας. Τίποτα πια δεν μπορεί να μας χωρίσει, ούτε η θάλασσα η ίδια».
«Μια μέρα με πήρες από το χέρι με το δάχτυλό σου τεντωμένο και μου έδειξες τη γη και τον ουρανό. Ολα αυτά είναι δικά μου μού ψιθύρισες συνωμοτικά, αλλά μην το πεις όμως σε κανέναν. Γι αυτό με φοβούνται, γιατί το ξέρουν. Όταν πεθάνω, θα είναι όλα δικά σου. Θα τρέμει η γη με το πέρασμά σου και θα μουγκρίζει ο ουρανός. Τα άστρα θα τρεμοσβήνουν μόνο για σένα και ο Θεός ακόμα θα σε φοβάται. Γράψε! Γράψε! Μόνο έτσι θα τα κατακτήσεις όλα αυτά. Εν αρχή ην ο λόγος νυν και αεί».
«Μαμά σού γράφω κι εγώ ένα γράμμα. 7 χρόνια μετά το θάνατό σου. Ο θάνατός σου με λύπησε αφάνταστα. Με άφησε ορφανή αλλά κι με απελευθέρωσε. Έκανα τόσα πράγματα από τότε που πέθανες. Έγραψα το Μαμά και μετά το Μήπως με τη Φωτεινή.
Δεν σου κρατάω κακία αλλά μια απέραντη αγάπη και τα γράμματα φανερώνουν μια απέραντη αγάπη. Έφυγε με το θάνατό σου όλο το διφορούμενο που είχαμε στη σχέση μας. Έμεινε μόνο η αγάπη. Τώρα νιώθω ότι ήρθε η ώρα να δημοσιοποιηθούν τα γράμματά σου. Χρειάστηκαν 7 χρόνια»...
(Η ζωή είναι αγρίως απίθανη)
σχόλια