Η Πλάκα πάντα μου δημιουργεί την αίσθηση μιας περιοχής που ισορροπεί μεταξύ μιας τουριστικής νησίδας στο κέντρο της Αθήνας και μιας περιοχής που σέρνει πίσω της μια ιστορία γραμμένη τόσο με underground γράμματα (όταν τα πανκιά βολόδερναν έξω από το Mad) όσο και πιο έντεχνα, πιο μεταπολιτευτικά, μπουάτ, ροκάδες, κομπάρσοι από ελληνικές ταινιές που έκαναν δεύτερη καριέρα ως χορευτές ελληνικών χορών στις ταβέρνες, κράχτες, σουβλάκια, φοιτητές, αστικά σπίτια των Αθηνών, διανοούμενοι, μποέμ, οι πάντες. Νομίζω ότι είναι η περιοχή που μέσα στα χρόνια έχει μεταμορφωθεί (όχι οικιστικά αλλά ανθρωπογεωγραφικά) περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην Αθήνα, ενώ ακόμα και σήμερα που η τουριστική της πλευρά είναι μάλλον πιο έντονη από ποτέ είναι εντυπωσιακό πώς μερικά πράγματα έχουν παραμείνει σαν institutions (που λένε και στο εξωτερικό), όπως η κάβα-μπαρ του Βρεττού στην Κυδαθηναίων, το καφέ Μελίνα, το Θέατρο Τέχνης, ο Πλάτανος, o Γλυκής, το Παραδοσιακό Καφενείο, το Σινέ Παρί και οι «θρυλικές» μπουάτ Ζυγός και Zoom (εκεί όπου γράφτηκε ένα τεράστιο κομμάτι της ελληνικης μουσικής των τελευταίων δεκαετιών). Είχα γνωρίσει τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και τους Άγαμους Θύτες πριν από μερικά χρόνια, όταν ύστερα από ένα μεγάλο κενό είχαν αποφασίσει να κάνουν κάτι σαν επανασύνδεση με μια νέα παράσταση στο Ζυγό, και είχα εντυπωσιαστεί για το πώς μπορούν να κάνουν μια τόσο επιτυχημένη λαϊκή παράσταση χωρίς βρισιές, εύκολο χιούμορ, χοντροκομμένα αστεία και χυδαία γκαγκς. Μάλιστα, φέτος το κάνουν πολύ καλύτερα από ποτέ. Η απαγόρευση του καπνίσματος, η περαίωση, το Next Top Model, οι εκπομπές μαγειρικής, βαλκανικές μουσικές, ρεμπέτικα, γαλλικά σανσόν, καμπαρέ, μια άρτια σκηνοθεσία, κάπως όπως έπρεπε να ήταν όλες οι σύγχρονες επιθεωρήσεις δηλαδή. Cut. Flashback. Θεσσαλονίκη, 1990. Μια παρέα φίλων βρίσκουν ένα «πεθαμένο» μαγαζί ονόματι Voltage και μεταμορφώνουν σε παράσταση τα αστεία που έκαναν μεταξύ τους. Λίγο τραγούδι, λίγο θέατρο, λίγο πρόζα, λίγο χαβαλές, λίγο απ' όλα, αλλά καθόλου κόσμος. Μόνο φίλοι, γνωστοί και συγγενείς. Το μικροσκοπικό Voltage ασφυκτιά υπό το βάρος του κόστους μια τέτοιας παραγωγής και παραπαίει προς την αφάνεια. Ώσπου ήρθε το «μάννα εξ ουρανού» με την επωνυμία Γιώργος Νταλάρας. Ο «εθνικός τροβαδούρος» (ή ακατονόμαστος κατ' άλλους) ανακαλύπτει την ύπαρξη των Αγάμων Θυτών και εκφράζει την επιθυμία να παρακολουθήσει το πρόγραμμά τους. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Ο Νταλάρας είναι ορκισμένος αντικαπνιστής και δεν αντέχει τα μέρη όπου τα σύννεφα καπνού θυμίζουν ινδιάνικες παρακλήσεις για βροχή. Τελικά, ο Νταλάρας πείθεται να ξεπεράσει το πρόβλημά του και κλείνει τραπέζι για να παρακολουθήσει από κοντά αυτούς για τους οποίους «μιλάει όλη η Θεσσαλονίκη». Η κατάληξη της γνωριμίας; Ύστερα από μερικούς μήνες η Αθήνα γεμίζει με αφίσες «Γιώργος Νταλάρας, Άγαμοι Θύται» (προσπαθήστε να το προφέρετε χωρίς να το διαβάζετε) για τις κοινές τους παραστάσεις στο Αττικόν. Πολλά από τα νούμερα παραμένουν ίδια από τότε, μόνο το κείμενο αλλάζει, γίνεται πιο επίκαιρο. Ο Ιεροκλής με βραχνή φωνή υποδύεται τον Μάρλον Μπράντο (στον «Νονό»), που έρχεται στην Ελλάδα για να τη σώσει από τη χρεοκοπία, ύστερα ως Προμηθέας Δεσμώτης μετατρέπει την τραγωδία του Αισχύλου σε ένα ιδανικό αριστοφανικό κείμενο και ακολουθεί το εμβληματικό του νούμερο με τη γρια, στο οποίο με ένα μόνο μαντήλι στο κεφάλι και ένα ζευγάρι γυαλιά επιδίδεται στην πιο μεστή πολιτική σάτιρα που έχω ακούσει τελευταία. Δίπλα στον Ιεροκλή παλιοί και νέοι φίλοι, κάποιοι σταθεροί από παλιά (Δημήτρης Σταρόβας, Στάθης Παχίδης, Ρούλα Μανισάνου), κάποιοι που προέκυψαν στην πορεία (Χρήστος Μητρέντζης, Ταξιάρχης Χάνος) και κάποιοι νεότεροι (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Γιώργος Χρυσοστόμου), έτσι ακριβώς όπως χτίζονται όλες οι παρέες των ανθρώπων, έτσι κάπως όπως «χτίστηκε» αυτό που είναι η Πλάκα σήμερα. Μετά την παράσταση καθόμαστε με τον Ιεροκλή στο τραπέζι, ενώ το μαγαζί έχει αδειάσει, και τον ρωτάω ποιοι ήταν οι ηρωές του. «Ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας από την Οδύσσεια. Ένα μικρό κόμιξ στα κλασσικά εικονογραφημένα, ο Θησέας. Επίσης, μεγάλωσα με τον Μικρό Σερίφη και τον Γιώργο Θαλάσση, πολύ γρήγορα όμως ήρωές μου έγιναν οι κωμικοί ηθοποιοί του σινεμά, ο Μπαστερ Κίτον,ο Σαρλό, ο Τζέρι Λιούις,ο Λουί Ντε Φινές. Παρέπαια ανάμεσα σε αυτούς τους ήρωες που είναι άτρωτοι, πολεμιστές, και επειδή δεν μπορούσα να τους φτάσω έγινα ηθοποιός».
σχόλια