Προσοχή! Αυτό το κείμενο δεν ασχολείται καθόλου με ανεξήγητα φαινόμενα. Όσοι παρεξηγήσατε τον υπότιτλο, μπείτε εδώ: http://www.metafysiko.gr. Επίσης «Το μέρος» δεν αναφέρεται σε τουαλέτα. Απλά ακούγεται πιο λυρικό από «Το νησί».
Πέμπτη 14 Ιουλίου, μεσημέρι μπαίνουμε στο πλοίο με βηματισμό Αttenberg. Καθόμαστε στο κατάστρωμα και αφού τραγουδήσουμε μερικές φορές το τραγούδι αρχής από τους Ατρόμητους (εκείνο το γελοίο παιδικό βαζιλιάνικο στην ΕΤ1), μιλάμε για το θάνατο. Υποφέρουμε όλοι από διπολική διαταραχή.
Φτάνουμε στο νησί ξημερώματα και πάμε στην παραλία που αρχικά προγραμματίζαμε να μείνουμε. Ύπνος κάτω από τα αστέρια, αμμοβολή, υγρασία, μυρωδιά μπάφου. Ξυπνάμε και πάμε να στήσουμε τη σκηνή. Με το που βάζουμε και το τελευταίο πασαλάκι, ένας τύπος μας κάνει παρατήρηση επειδή η σκηνή (δεν) ήταν μπροστά στη δικιά του. Το πρόβλημα λύνεται γιατί η σκηνή πέφτει έτσι και αλλιώς λόγω αέρα - τον είχε δείξει τον ανάποδο τροχό η Αρκάνα.
Πίσω από την παραλία είναι ένα καινούργιο μπιτς μπαρ. Όμορφο και με καλές τιμές αλλά πολύ pundοφάση. Μένουμε και το δεύτερο βράδυ για το φουλ μουν πάρτυ (υποθέτοντας από το παρεξηγήσιμο artwork της αφίσας ότι θα έχει free musaka). Την επόμενη και αφού έχουμε αλλάξει δέρμα από τον ήλιο, φεύγουμε με τη λάτζα για άλλη παραλία. Για την παραλία.
Πολύ δυσπρόσιτη για κουβαδάκια και πασουμάκια, πολύ μεγάλη για ηλιοθεραπεία που θυμίζει τεράστια παρτούζα, αρκετά όμορφη για να τη λατρέψεις. Όντας εντελώς ανοργάνωτοι, ζήσαμε σκηνικά Survivor, βγάζοντας όλη τη μέρα με μισό καρβέλι ψωμί, μαλώνοντας για το ποιός θα φάει τη γωνία που περίσσευε και φτάνοντας σε σημείο να φάμε περισσέματα του διπλανού τραπεζιού όταν πήγαμε στην ταβέρνα (αν ήμασταν πιο μικρόσωμοι, θα τριβόμασταν στα πόδια των πελατών νιαουρίζοντας). Αργότερα οργανωθήκαμε καλύτερα – τρώγαμε κάθε μέρα μακαρόνια και μερέντα.
Δεν θα μιλήσω για αμμουδερές παραλίες και κρυσταλλινά νερά. Αυτά μπορείς ακόμα να τα βρείς εύκολα. Αυτό που με μάγεψε σε αυτό το νησί είναι οι άνθρωποι. Ευγενικοί, βοηθητικοί αλλά και ενδιαφέροντες, παθιασμένοι με τις δουλειές και τις ζωές τους, είχαν όλοι συμπεριφορά που, από μόνη της σχεδόν, μπορούσε να σε κάνει χαρούμενο. Εκεί συνειδητοποίησα ότι μπορεί να γεννιόμαστε και να πεθαίνουμε μόνοι αλλά σε όλο το ενδιάμεσο είμαστε καταραμένα εξαρτημένοι από τους άλλους. Όχι για μπρίκια και κατσαρόλες (που δανειζόμασταν κάθε μέρα για τα μακαρόνια) αλλά για αγάπη και συντροφικότητα. Συγγνώμη αν αυτό ακούστηκε πολύ μελό αλλά τι να δείς καλοκαιριάτικα – μόνο το Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι έχει καινούργια επεισόδια).
Και ενώ μέχρι πέρσι το μόνο Αθηναικό χαστούκι γυρίζοντας από διακοπές ήταν η αισθητική φρίκη του Πειραιά, φέτος έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και τους γορίλες του πλοίου που μας πιάσαν με εισιτήριο για Πάρο ενώ πηγαίναμε Πειραιά. Αλλά δεν βαριέσαι, το νησί θα είναι πάντα εκεί…
Επειδή ίσως το παράκανα με την ανθρωπιά, για φωτογραφία βάζω τον Κωστάρα (που ακούει και στο Μπρους).
σχόλια