ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Μήλος - Διήγημα του Μιχάλη Μοδινού.

Μήλος - Διήγημα του Μιχάλη Μοδινού. Facebook Twitter
0

Δεν έχει ακόμη τηλεόραση εδώ», είπε η Πρισίλα στην Κάρεν. Ένας γλάρος κάθισε στο περβάζι, ένα παντζούρι βρόντηξε στον άνεμο. Ένας αιφνίδιος αμμοστρόβιλος, έπειτα τίποτα. Η μικρή χτένιζε τώρα βαριεστημένα μια κούκλα στα γόνατά μου, όταν η Πρισίλα τής πρότεινε να πάει πίσω στον δρόμο απ’ όπου έρχονταν οι διαπεραστικές κραυγές των παιδιών του νησιού. Δεν θέλω μαμά, με χτυπάνε. Ο Νέστορας υπομειδίασε. Η βία ως αναστροφή του ελέγχου - οι αδύναμοι παίρνουν το πάνω χέρι. Διαστροφή της πραγματικότητας – των παραδεδεγμένων ιεραρχήσεων. Πήγα κάτι να πω, αλλά η Πρισίλα με πρόφτασε - υπερβολές είπε, παιδιά είναι, Νέστορα. Παράτα τις επικίνδυνες γενικεύσεις.

Εκείνος της χαμογέλασε. «Καλά κάνεις και μ’ επαναφέρεις στην τάξη. Δεν πειράζει, καλή μου», έσκυψε τώρα με μια τραχιά παλιομοδίτικη τρυφερότητα πάνω απ’ το κορίτσι, «θα πάμε στην Πλάκα απόψε να χαζέψουμε τον Κόλπο του Αδάμαντα και πιο πέρα το πέλαγος, ως κάτω στην Κρήτη. Θα δεις που, με το ηλιοβασίλεμα, στην επιφάνεια του νερού θα σχηματιστεί μια κατακόκκινη κλεψύδρα που σιγά σιγά θα ρουφηχτεί απ’ το σκοτάδι του σύμπαντος. Ξέρεις τι είναι η κλεψύδρα – οι αρχαίοι μετρούσαν μ’ αυτή τον χρόνο, γι’ αυτό είχαν οικονομία στον λόγο τους. Θ’ ανάψουμε κεράκια στη Θαλασσίτρα και μπορείς να κάνεις μια ευχή - μόνο μην την πεις σε κανέναν γιατί δεν θα πραγματοποιηθεί. Θα ταΐσουμε τα γλαροπούλια με μπαγιάτικο ψωμί, θα χαζέψουμε τις κουρτίνες που φουσκώνουν στις εξώθυρες, θα χαθούμε στη λευκότητα του χωριού, θα νιώσουμε το μελτέμι να γλυκαίνει με το δειλινό και το τοπίο επιτέλους να ακινητοποιείται. Α, ναι, θα χαϊδέψουμε όλες τις γάτες που θ’ απαντήσουμε στον δρόμο μας - αρκεί να μας αφήσουν.

Θα χαιρετάμε τις κυρίες που κουτσομπολεύουν στις αυλόθυρες και θα μετρήσουμε τις εκκλησιές - είναι πιο πολλές απ’ ό,τι φαντάζεσαι. Θ’ ανηφορίσουμε ως το Κάστρο απ’ το στενό μονοπάτι που χρησιμοποιούσαν οι προπάτορες του καλού μας Έλληνα από δω και θα χαζέψουμε κάτω μας, σαν να πετάμε, τις κίτρινες θερισμένες πεζούλες να παίρνουν το μελί χρώμα του δειλινού. Θα σκεφτούμε πώς ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι και πώς μοχθούν σήμερα για τα ίδια παλιά όνειρα, θ’ ακούσουμε τα κουδούνια των κατσικιών που επιστρέφουν στη στάνη τους, θα διακρίνουμε μέσα απ’ τις σκιές που τυλίγουν τον κόσμο βαρυφορτωμένα γαϊδουράκια ν’ αγκομαχούν στα πετρόχτιστα μονοπάτια.

Κάπου θα υπάρχει ένας ανεμόμυλος. Πιο πέρα, μικρές αγροικίες πάνω στον ανεμοδαρμένο βράχο. Οι ψαρόβαρκες θα δένουν στην απέναντι μεριά του κόλπου. Ένα καθυστερημένο σημαιοστολισμένο καΐκι θα φέρνει πίσω τους προσκυνητές από ένα απόμακρο ξωκκλήσι. Θα ταξιδέψουμε στον χρόνο. Θα πετάμε σαν πουλιά μέσα από την ανάερη πάχνη της λουλακιάς θάλασσας. Οk;».

Η μικρή άκουγε μαγεμένη. «Μόνο μην το παρακάνετε», μας προσγείωσε στην πραγματικότητα η Πρισίλα, μ’ έναν τόνο βιάσης που επικάλυπτε αρχαίες συγκινήσεις. Μου έριξε μια ματιά σαν να ’λεγε, εσύ έπρεπε να τα αφηγείσαι όλα τούτα στην Κάρεν. Τόπος σου είναι. Αντ’ αυτού είπε, «πάω να φέρω ουίσκι και σόδα - παγάκια ατυχώς δεν έχουμε. Και θα ειδοποιήσω τον Λιλή για το ταξί». « Ένα ποτό θα μας στυλώσει εν όψει της εσπερινής μας περιπέτειας», είπε ο Νέστορας. « Έτσι δεν είναι, καλή μου; Κι όταν το νησί θα έχει βυθιστεί στη νύχτα σαν σκιαγράφημα, όταν η μπρούντζινη επιφάνεια της θάλασσας θ’ αντανακλά περιστασιακά παιχνιδίσματα απόκοσμου φωτός, καθώς θ’ ανάβουν διστακτικά οι λαμπτήρες, θα πάμε για φαγητό. Για επιδόρπιο θα έχει καρπουζόπιττα και παγωτό χωνάκι.

Α, ναι, θα κάνουμε κι ένα παιχνίδι. Θα ρίχνουμε κλεφτές ματιές στο εσωτερικό των σπιτιών και θα φτιάχνουμε νοερούς καταλόγους με όσα προφτάσουμε να δούμε - έναν τορβά, ένα καλοϋφασμένο χράμι, το αμπαζούρ που περιμένει να το ανάψει κάποιος, μια ντουλάπα από ξύλο καρυδιάς, το ραδιόφωνο, τη φωτογραφία ενός προγόνου στον τοίχο, ένα λευκό κεντητό τραπεζομάντιλο, το πηγάδι στην εσωτερική αυλή, την πάστρα της σάλας, ακόμη και μια νέα όψη του πελάγους μέσα απ’ την ανοιχτή πόρτα της βεράντας. Άνθρωποι θα τρώνε γύρω από ένα τραπέζι όπως έτρωγαν ανέκαθεν οι άνθρωποι στην εστία τους. Παιδιά θα παίζουν κουτσό ή αμάδες - μπορεί, μάλιστα, να κάνεις καινούργιους φίλους.

Άλλοι θα ρομαντζάρουν στην μπροστινή βεράντα περιμένοντας να φανούν τα ίδια αστέρια που είχε απολαύσει εκείνος ο ανώνυμος δημιουργός της Αφροδίτης. Η ησυχία θα σέρνεται γύρω μας – μόνο ο άνεμος θα βουίζει».

« Έχω μερικές άγνωστες λέξεις», είπε η Κάρεν.

«Αλλά θα μου τις εξηγήσεις μια άλλη φορά». Την καταλάβαινα - η μουσική των πραγμάτων δεν εξηγείται. «Θα τα γράψουμε αύριο όσα δούμε απόψε;», επανήλθε η μικρή μετά από μια σύντομη παύση, όπου αφουγκραζόμασταν την ανάσα του κόσμου. «Μα, βέβαια, καλή μου, όσα βλέπουμε πρέπει να τα γράφουμε. Ίσως, μάλιστα, μόνο αυτά. Άσε τους χαρακτήρες και την πλοκή να μιλήσουν μέσα απ’ τα πράγματα», ψιθύρισε τόσο σιγά, που μόνο εγώ τον άκουσα. Έπειτα, η Πρισίλα τη φώναξε κι έτρεξε μέσα.

Μείναμε σιωπηλοί. Απ’ το αθέατο εσωτερικό του σπιτιού ήρθε η φωνή της μικρής να νανουρίζει την κούκλα της. Όλα τούτα δεν μου φαίνονται καινούργια. «Από κάπου αναδύονται στον αφρό της μνήμης», λέει ο Νέστορας. «Σαν μετεμψύχωση». Τον καταλάβαινα - περιέργως τον καταλάβαινα. Οι κουρτίνες κινήθηκαν ανεπαίσθητα απ’ τον άνεμο, παράγοντας μια μετατόπιση του σκηνικού. Ένα γρι-γρι έδεσε στο μώλο. Βάλθηκα να σκέφτομαι προκαταβολικά τη νύχτα - το σώμα μου ένα με της Πρισίλα, τα ρούχα να γλιστρούν στο πάτωμα, τον μεταλλικό ήχο μιας πόρπης, τα χέρια να ψαύουν παλιές αισθήσεις με τη λαχτάρα του καινούργιου, τον χρόνο να κρατάει την ανάσα του, το στενό, σκληρό, ίσως σβολιασμένο στρώμα, τη γεύση της αρμύρας και του ιδρώτα, το καυτό στήθος, τις ανάσες να εναρμονίζονται με τον ρυθμό της θάλασσας έξω απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο καθώς ένα πυροφάνι διαβαίνει στιγμιαία απ’ τη μισοσπασμένη γρίλια, τη γεωμετρική απλότητα των καμπυλών, το ηχητικό φόντο της νησιώτικης νύχτας. Το ανεμπόδιστο δόσιμο με την ηρεμία αιώνων, χωρίς βιάση, χωρίς αγκομαχητά.

«Τι σκέφτεσαι;», ρώτησε ο Νέστορας.

«Τη φρέσκια ματιά στα πράγματα. Την ανανεωμένη συνθήκη ειρήνης μαζί τους. Έχεις έναν δικό σου τρόπο να τα προσφέρεις».

«Μπα, η δουλειά μου είναι μόνο», είπε εκείνος.

«Η απόσταση είναι απαραίτητη, αν θες να δεις τα πράγματα στην πρωτόγονη καθαρότητά τους. Αργότερα, τους δίνεις ονόματα. Kατασκευάζεις έναν νέο κόσμο».

Η Πρισίλα βγήκε κρατώντας τη μικρή απ’ το χέρι. Είχε λουστεί, φορούσε απαλό ρουζ. Λευκό μεσάτο φόρεμα, σανδάλια. Ήταν όμορφη. Την κοίταξα με ανανεωμένο θαυμασμό και μου ανταπέδωσε το βλέμμα. Προσφορά. «Πάμε», είπε, «πάμε ν’ ανακαλύψουμε τα θαύματα του κόσμου».

Διάφορα
0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ