Οι φούσκες των καιρών μας αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε τόσο οικονομικά, όσο και κοινωνικά, αλλά δυστυχώς και σε ότι αφορά την τέχνη. Για να εκφραστείς θα πρέπει να έχεις κάτι να πεις και να ξέρεις πώς να το πεις. Καλώς ή κακώς δεν έχουμε να πούμε και πολλά πέρα από τη βαθιά μας απόγνωση (desperado) γιατί μείναμε μόνοι. Εδώ και έναν αιώνα συνειδητά βαδίζουμε προς αυτή την κατεύθυνση, ομφαλοσκοπούμε, αδυνατούμε όμως να δώσουμε ουσία παρά μόνο όγκο, αέρα κοπανιστό, για να γεμίσουμε τις μέρες, να καθησυχάσουμε τις ανησυχίες, να εκπληρώσουμε τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Μα δεν γεμίζει με αέρα το καρπούζι! Ξεκινάς το πρωί και μπροστά σου εμφανίζονται μπαλόνια πολύχρωμα, ένα μπαλόνι κι ο καθένας μας που προσπαθεί να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο. Τα βιβλία γέμισαν συνταγές ευτυχίας, μαγειρικής, ζωγραφικής, όλοι τα κάνουν όλα, για το κάθε τι προσφέρεται λύση. Ε, και εδώ δεν μπορώ, θα αντιγράψω κάτι από ένα κείμενο του Jean Claire κι ας το πάρει το ποτάμι:
«Όλοι έχουμε διαβάσει στα παιδικά μας χρόνια την Πράσινη Ακτίνα του Ιουλίου Βερν. Η αφελής ηρωίδα ενθουσιάζεται με το μεγαλείο της θάλασσας. “Πιστεύετε”, ρωτάει το νεαρό καλλιτέχνη, “ότι μπορεί ποτέ ένας ζωγράφος, όσο μεγάλος κι αν είναι, να απεικονίσει σε ένα πανί όλη την ομορφιά της θάλασσας;” “Δεν το πιστεύω, μις Κάμπελ, και πώς θα μπορούσα άλλωστε; Η θάλασσα δεν έχει δικό της χρώμα. Δεν είναι παρά μια τεράστια αντανάκλαση του ουρανού! Είναι γαλάζια; Δεν μπορεί να ζωγραφιστεί με γαλάζιο! Είναι πράσινη; Δεν μπορεί να ζωγραφιστεί με πράσινο! Θα την προσέγγιζε κανείς καλύτερα όταν είναι αγριεμένη, σκοτεινή και απειλητική, όταν είναι λες και ο ουρανός ανακατεύει μέσα της όλα τα σύννεφα που κρατάει μετέωρα πάνω της!”.»
σχόλια