... Και δε μου λες, αυτός ο Κουρτ, Κερτ -πώς τονε λένε- ο Κερτ Κου-Κουμπέιν και το Νιρβάνα ποιος είναι τελοσπάντων; Όλο γι' αυτόν γράφεις εκεί μέσα. Ένας ξανθόψειρας δεν ήτανε, τραγουδιστής που πήγε και σκοτώθηκε μόνος του;... Γιατί αγόρι μου, τι σε νοιάζει εσένα τώρα τι πήγε κι έκανε αυτός; Αυτούς θα κοιτάς εσύ; Εσύ έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου... Δε λέω βέβαια, όλοι σ' αυτήν την ηλικία κάποιον θαυμάζουμε, κάποιον, κάτι έχουμε... Εμείς ας πούμε -θέλω να πω τα κορίτσια δηλαδή, στο χωριό- είχαμε... (διστακτικά) ... Είχαμε τον Τζέημς Ντην...
(Παύση. Γελάει ντροπαλά.)
... Όχι βέβαια ότι είμαι και της εποχής του, αλλά απλώς το σινεμά στη Ροδόπολη είχε φέρει κάνα δυο ταινίες του. Και μας είχανε κάνει μεγάλη εντύπωση. Γιατί τότε εκεί πάνω, ξέρεις, όλο ελληνικά έφερνε ο σινεμάς. Και τούρκικα. Δύο έργα συνήθως, δύο. Αυτός που είχε το σινεμά μάλιστα ήτανε τουρκόφωνος, ο Σεμίρ. Κι άμα τον ρωτάγαμε τι παίζει απόψε, μας έλεγε δύο έργα, δύο: ένα δικό μας κι ένα ελληνικό.
(Παύση)
Όμως ένα βράδυ έφερε τον Τζέημς Ντην. Κι ένα άλλο βράδυ πάλι έφερε τον Τζέημς Ντην. Καλοκαίρι έμπαινε... Κι ένα μεσημέρι, απομεσήμερο μάλλον, καθόμασταν στη γέφυρα και τρώγαμε το παγωτό μας -όλο εκεί τη βγάζαμε εμείς, το βράδυ να χαζεύουμε τη «βόλτα» στον αμαξωτό και τα μεσημέρια, όπως έπεφταν για λίγο ύπνο οι δικοί μας, το σκάγαμε πάλι για τη γέφυρα. Κι όπως ήταν λοιπόν όλα ήσυχα και νυσταγμένα μες στη λάβρα κι εμείς καθόμασταν στο παραπέτο της γέφυρας σαν κοτόπουλα ζαλισμένα, βλέπουμε κάτω απ' το δρόμο ν' ανηφορίζει ένας κοντούλης με κάτι σαν κόκκινο πουκάμισο. Δεν είπαμε τίποτα στην αρχή. Αλλά ούτε και μετά, καθώς πλησίαζε και ξεχωρίζαμε καθαρά πια, το κόκκινο κοντομάνικο πουκαμισάκι, το μπλουτζήν με τα ρεβέρ, τα χέρια χωμένα στις τσέπες μπροστά και τους ώμους μαζεμένους σα στεναχωρημένος, με το τσουλούφι να πέφτει μπροστά στο μέτωπο... Τον βλέπαμε μόνο να 'ρχεται σ' εμάς κι έτρεχε το παγωτό απ' το ξυλάκι, κόλλαγε ανάμεσα στα δάχτυλά μας. (Παύση) Κι ύστερα έφτασε κοντά μας. Εκείνα τα μάτια του... Λίμνη να κολυμπήσεις... Λύπη να την αγγίξεις... Κι ύστερα μας προσπέρασε. Και στη στροφή του δρόμου, γύρισε, μας κοίταξε, σήκωσε το τσουλούφι και το μέτωπό του σα να ξεσούφρωσε λίγο, σα να χαμογέλασε... Ναι· μας χαμογέλασε. Κι ύστερα πήρε τη στροφή και χάθηκε. Θέλω να πω... (με κάποια δειλή περηφάνια και πείσμα μαζί):
Ε μ ε ί ς τ ο ν Τ ζ έ η μ ς Ν τ η ν ε ί χ α μ ε!
(Παύση)
Να, εγώ γι' αυτό έρχομαι εδώ καμιά φορά. Να λέω ό,τι θέλω. Μου 'ρχεται κάτι, έτσι, μια φαντασία, μια σαχλαμάρα που λέει ο λόγος, να μπορώ να το λέω, βρε αδερφέ! Μια φορά πήγα να το πω αυτό στον πατέρα σου, να, αυτό με τον Τζέημς Ντην, και ξέρεις τι γυρίζει και μου λέει;... «Σιγά μην ήτανε κι ο Μπάρκουλης!»...
σχόλια