Πρώτα μέναμε στην οδό Υψηλάντου και αργότερα στην οδό Αλωπεκής,απέναντι ακριβώς από κάποιο σικάτο εστιατόριο με το ακατανόητο τότε όνομα Entrée nous. Και τις δύο φορές στα υπόγεια κάτι «γερασμένων» πολυκατοικιών, λόγω επαγγέλματος των παππούδων. Θυρωροί. Ένα παρηκμασμένο σήμερα οικοσύστημα ανθρώπων που έμενε στον χώρο εργασίας και ήταν απίκο 24 ώρες το 24ωρο, μπαίνοντας «στα καλύτερα σπίτια της Αθήνας», αλλά για να πάρει τα άπλυτα και τους λογαριασμούς της ΟΥΛΕΝ. Ακόμα θυμάμαι τη φωνή της γιαγιάς, «πάω στης Βαχλιώτη, στου Δοξιάδη, στου Δαμόφλη», επίθετα που τότε δεν είχαν καμιά σημασία στα παιδικά αυτιά μου. Μπροστά από το μικρό γραφειάκι του θυρωρού της οδού Αλωπεκής περνούσαν ασύλληπτες προσωπικότητες ως ένοικοι ή επισκέπτες. Το ίδιο βέβαια συνέβαινε και στην πολυκατοικία που δούλευε ο παππούς ως θυρωρός. Στην οδό Ξάνθου.
Εκεί έμενε ο ηθοποιός Κώστας Καρράς, ο εγγονός του ζωγράφου Claude Monet (ο «Μονές», σύμφωνα με τον παππού), διάφοροι άλλοι με ξένα επίθετα και πολύ αστραφτερά αυτοκίνητα -τι άλλο θα έκανε εντύπωση σε έναν δεκάχρονο;- ενώ εκεί είχαν τα ιατρεία τους διάφοροι γιατροί. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον όρο πλαστικός χειρουργός, αλλά καλύτερα να μη μοιραστώ τους συνειρμούς του -τότε- άγουρου υποσυνείδητού μου.
Δίπλα ακριβώς από το θυρωρείο του παππού διατηρούσε την μπουτίκ της ηΜαργαρίτα Μπρόγερ. Παλιά μουσικοχορευτική δόξα του κινηματογράφου, ήμισυ του διδύμου των αδερφών Μπρόγερ. Εκεί, στα γόνατα της κυρίας Margaret, είδα για πρώτη φορά κομπιουτεράκι και ήπια για πρώτη φορά Κόκα Κόλα λάιτ - τότε λεγόταν Diet Coke. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ένα παράξενο μαγαζί που δεν είχε ποτέ πελάτες και λεγόταν Ananda. Στην είσοδο είχε τη φωτογραφία ενός τεράστιου κυρίου με μαλλί «άφρο» και πορτοκαλί κελεμπία και μέσα κάτι παράξενα αγάλματα με πολλά χέρια και κεφάλια ζώων, ενώ συχνά έβγαιναν παράξενες μυρωδιές. Στην απέναντι πλευρά ήταν το σπίτι κάποιου κυρίου Χρήστου που τον βλέπαμε πολύ σπάνια. Χρόνια αργότερα, σε μια συζήτηση, άκουσα από τον παππού το επίθετό του: Λαμπράκης.
Εφημερίδεεεες. Ακόμα θυμάμαι τον άνθρωπο με τις εφημερίδες σε ένα τεράστιο σακί υπό μάλης που κατέβαινε την οδό Ξάνθου. Έβγαιναν όλοι οι θυρωροί με τις λίστες και αγόραζαν το φύλλο ημέρας για τους ενοίκους. Τα καλοκαίρια κατέβαινα στο πρώτο Everest της Αθήνας, στην Τσακάλωφ, για παγωτό μηχανής και τοστ. Πόση εντύπωση μου έκανε το όνομα αυτού του δρόμου! Όλο μυστήριο. Τσακάλωφ! Τα μεσημέρια που έκανε ο παππούς το break του και πήγαινε να βοηθήσει το φίλο του τον Γιώργο στο Ideal, το μοναδικό -τότε- μανάβικο του Κολωνακίου στην Πατριάρχου Ιωακείμ, πηγαίναμε πρώτα από το Piccolo για ένα μεσημεριανό εσπρεσάκι. Το Piccolo βρισκόταν στη γωνία των οδών Π. Ιωακείμ και Αναγνωστοπούλου. Εκεί έπιναν τον καφέ τους διάφορες φίρμες της εποχής, μεταξύ των οποίων ο τότε άσος του Ολυμπιακού Νίκος Αναστόπουλος - o μόνος που αναγνώριζα. «Διάβαζα» ξένα περιοδικά από το περίπτερο που βρισκόταν ακριβώς στην είσοδο του μανάβικου, περιμένοντας τον παππού, κι εκεί είδα και το πρώτο πορνοπεριοδικό στη ζωή μου.
Τα απογεύματα, στο ρεπό της γιαγιάς, πηγαίναμε στην Πλατεία με ρύζι «Καρολίνα» για να ταΐσουμε τα περιστέρια.
Για κάποιο λόγο, απ' όλες τις εικόνες που έχουν «γράψει» στο μυαλό μου από το «μαγικό» Κολωνάκι με τις σούπερ βιτρίνες και τον παράξενο κόσμο του ‘80, η έννοια «πλατεία», ανεξάρτητα εάν επρόκειτο για την πλατεία Κολωνακίου ή της Δεξαμενής (αυτή με τις πολλές κούνιες!), ήταν η μόνη που εξάλειφε τις αχανείς ταξικές διαφορές μεταξύ πιτσιρικάδων που φρόντιζαν με τρυφερότητα να μου υπενθυμίζουν οι δικοί μου.
Κολωνακιώτες και μη, όλοι ήμασταν ίσοι μπροστά στα πεινασμένα περιστέρια, την μπάλα και την τραμπάλα. Μετά ήρθε η σύνταξη των παππούδων, επέστρεψα στου Ζωγράφου και η τάξη αποκαταστάθηκε.
σχόλια