Η τάξη μας είχε είκοσι οχτώ. Μαζευτήκαμε δεκαπέντε. Στο ουζάδικο του αρχαίου λιμανιού στην Επάνω Σκάλα. Μαζί και ο καθηγητής μας ο φιλόλογος. Οι πιο πολλοί μετά το σχολείο είχαν διασκορπιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Έκαναν την επαγγελματική τους καριέρα μακριά. Δάσκαλοι, καθηγητές, δημόσιοι υπάλληλοι, ναυτικοί, δικηγόροι, επιχειρηματίες. Με τα χρόνια, όμως, δεν ήταν λίγοι αυτοί που ξαναγύριζαν. Συντηρούσαν το πατρικό σπίτι και ζούσαν με τη σύνταξή τους στο νησί.
Σήμερα όλοι ήταν εξηνταπεντάρηδες, αλλά εμένα μου φαίνονταν παιδιά, γιατί τίποτα δεν μπορούσε να χαλάσει μέσα μου τη σχολική εικόνα τους που επί έξι χρόνια δημιουργήθηκε στις τάξεις του νεοκλασικού σχολείου της Μυτιλήνης. Τους αναγνώριζα και από τον τόνο της φωνής, τον ρυθμό, τα σουσούμια τους. Κυρίως από τους μορφασμούς ή τον τρόπο που σε κοιτούσαν. Όταν ήρθε η ώρα των προπόσεων και των ευχών επικρατούσε φασαρία, γι’ αυτό και ο καθηγητής μας, όπως συνήθιζε παλιά, χτύπησε, με το χοντρό δαχτυλίδι που είχε περασμένο στο δάχτυλο, το τραπέζι, για να κάνουμε ησυχία. Τακ τακ τακ τακ…
Τα χέρια υψώθηκαν με τα ποτήρια γεμάτα ούζο. Τσουγκρίσαμε συγκινημένοι. Ευχές για τους απόντες. Μετά, ο Θρασύβουλος προσπάθησε να κάνει κάτι που έμοιαζε με προσκλητήριο. «Να συμπληρώσουμε το απουσιολόγιο», φώναξε. Άρχισε να θυμάται έναν έναν τους απόντες, φέρνοντας στο μυαλό του τη θέση των θρανίων. «Στην πρώτη σειρά ο Σοφοκλής με τον Αποστόλη, μετά ο Μανόλης με τον Μάριο, μετά ο Γιάννης με τον Αργύρη…». Για τους απόντες έλεγε κάποιες πληροφορίες. «Ο Νίκος ζει στα Χανιά, ο Προκόπης είναι στο Μόναχο, παντρεύτηκε Γερμανίδα…». Για τους τρεις που δεν ζούσαν, όλοι ρωτούσαν για τα παιδιά τους. Όταν ο Θρασύβουλος έφτασε στο πέμπτο θρανίο δίπλα στο παράθυρο, ανέφερε εμένα και μετά κόμπιασε. «Το θυμάσαι Λακέλλ το Στρατέλλ; Χάθηκε. Από νωρίς. Έμεινε για λίγο στην Αθήνα και μετά ταξίδεψε στην Αφρική! Έτσι μου είπαν. Ύστερα δεν ακούστηκε τίποτα. Ποιος ξέρει; Ζει; Πέθανε; Μαύρη πέτρα έριξε. Τι καλό μωρέλλ που ήταν! Θλιμμένο, όμως, μελαγχολικό. Μαζί σου μόνο μίλαγε κομματέλλ».
Τρεις χρονιές καθόμουν δίπλα του. Έμοιαζε πάντα φοβισμένος, κυρίως όταν ο καθηγητής τον σήκωνε για να πει το μάθημα. Περνούσε τις τάξεις με βαθμούς λίγο πάνω απ’ τη βάση. Κι αυτό γιατί, παρά τη δυσκολία στα προφορικά, τα γραπτά του διαγωνίσματα ήταν πάντα καλύτερα, ίσως επειδή δεν ένιωθε εκτεθειμένος στους άλλους και συγκεντρωνόταν στην κόλλα του. Κατάλαβα -ζώντας τον καθημερινά- πως κάτω απ’ τον φόβο και την ατολμία κρυβόταν ένα παιδί με ευγένεια κι ευαισθησία που συχνά σ’ έκανε να νομίζεις πως ήταν έτοιμος να κλάψει. Ο μόνος μέσα στην τάξη που δεν ήταν άτακτος, δεν τσακωνόταν, δεν ούρλιαζε στον διάδρομο τρέχοντας, δεν έπαιζε με τους άλλους. Έξω απ’ το σχολείο τον έβλεπα συχνά στο γήπεδο. Ήταν γραμμένος στην παιδική ομάδα του Παλλεσβιακού Μυτιλήνης. Στο ποδόσφαιρο, έβαζε το κεφάλι του κάτω κι έτρεχε ασταμάτητα. Όταν πετύχαινε γκολ δεν το πανηγύριζε, ούτε σήκωνε τα χέρια ψηλά, αλλά έμενε ακίνητος, απομονωμένος από τους συμπαίχτες του, σχεδόν με ενοχή που ξεχώριζε στο παιχνίδι. Γυρίζαμε μαζί στη γειτονιά μας και σχεδόν δεν μιλούσαμε. Δυο-τρεις κουβέντες μόνο λέγαμε για τα ποδοσφαιρικά. Η διαδρομή ήταν συγκεκριμένη. Μακρύς Γιαλός, παραλία, αγορά, Επάνω Σκάλα.
Το Στρατέλλ είχε ένα χούι. Του άρεσε να στέκεται και να κοιτάει ξαφνικά τη θάλασσα, πέρα απ’ το λιμάνι, στον ορίζοντα. Ακόμη κι όταν έπαιζε ποδόσφαιρο ή περπατούσε στην παραλία. Μπορούσε να ξεχωρίσει ένα πλοίο που πλησίαζε ακόμη κι όταν έπλεε μίλια μακριά. Όταν κοιτούσε ήταν αμίλητος για μερικά δευτερόλεπτα, σαν να ήθελε κάτι να διαπιστώσει, και μετά συνέχιζε τον δρόμο του. Ο ορίζοντας σαν να τον προκαλούσε. Απ’ όποιο σημείο της πόλης έβλεπε ένα κομμάτι θάλασσας στεκόταν να το παρατηρήσει. Αυτή η παύση ήταν σαν μια τομή στην καθημερινότητά του. Τη σταματούσε για λίγο, την πάγωνε σαν στοπ καρέ στον κινηματογράφο, για να κοιτάξει πέρα, μακριά, τον ορίζοντα.
Για το Στρατέλλ ο Αϊ-Στράτης ήταν το κέντρο του κόσμου. Στο νησί των εξορίστων, που ήταν δίπλα στη Λήμνο και σχετικά κοντά στη Λέσβο, ζούσε ο πατέρας του. Ελάχιστα τον είχε δει. Από τότε που γεννήθηκε ο μικρός μέχρι τώρα, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο δάσκαλος Γεώργιος Σ. είχε τη δική του ιστορία στο μαρτυρολόγιο των χρόνων εκείνων. Φυλακές, εξορίες, παρανομία. Ο γιόκας του ο μονάκριβος ζούσε για να τον περιμένει. Από τότε που πέθανε η μάνα του τον μεγάλωνε ο θείος του, που δούλευε λογιστής σ’ ένα εργοστάσιο. Μετρημένη ζωή, ίσα ίσα. Στο σχολείο όλοι ήξεραν. Οι πιο πολλοί, καθηγητές και μαθητές, σεβόντουσαν και προστάτευαν το Στρατέλλ. Αλλά εκείνος ένιωθε δακτυλοδεικτούμενος. Μόνον η αναμονή του πατέρα τού έδινε δύναμη κι ελπίδα. Πότε θα φανεί το πλοίο που θα τον φέρει;
Εκείνη τη μέρα το σχολείο αναστατώθηκε. Ήρθε η Χωροφυλακή και πήρε το Στρατέλλ. Οι χωροφύλακες ζήτησαν απ’ τον διευθυντή του σχολείου να φέρει στα γραφεία των καθηγητών τον μικρό μαζί με την τσάντα του. Οι ίδιοι ήταν διακριτικοί, δεν μπήκαν μέσα στην τάξη. Το Στρατέλλ δεν ξαναγύρισε στο σχολείο ούτε ξαναφάνηκε στο νησί. Ακούστηκε πως τον έστειλαν σ’ έναν μακρινό συγγενή του στην Αθήνα. Κάποιες εφημερίδες έγραψαν πως συνελήφθη ο θείος του, ο λογιστής, γιατί χρησιμοποιούσε τον μικρό για να μεταφέρει, με τη σχολική του τσάντα, παράνομα έγγραφα! Παραλήπτες των εντύπων ήταν ο δάσκαλος που του έκανε φροντιστήριο στα μαθηματικά και ο σύμβουλος του Παλλεσβιακού που τον έγραψε στον σύλλογο. Το Στρατέλλ δήλωσε στον ανακριτή πως δεν γνώριζε τι είδους έγγραφα μετέφερε μέσα σε κλειστούς φακέλους. Από τότε, όσο ζούσα στο νησί, πήρα το χούι του. Κοιτούσα τον ορίζοντα μήπως και φανεί κάποιο καράβι που να τον φέρει.
σχόλια