Με τη χρονική συγκυρία να λειτουργεί συντριπτικά υπέρ τους, οι Pulp στέφονται κάθε χρόνο και μ’ ένα ακόμα γαλόνι «κλασικότητας» στην αυστηρή διαδικασία στην οποία πρέπει να υποβληθεί κάποιο συγκρότημα για να περάσει τις πύλες της αιώνιας μουσικής ιστορίας της ποπ. Λιγότερος θόρυβος, περισσότερη αξία, φαίνεται να είναι το μαρκετίστικο σύνθημα της πορείας τους. Οι Pulp είναι μία διαχρονική δύναμη της βρετανικής πρωτοπορίας των τελευταία τριάντα χρόνων. Μία σκεπτόμενη λίγκα από πόπστερ που δεν έχουν και ιδιαίτερη αγωνία να είναι στη μόδα. Είναι αυτοί που κυμάτισαν το λάβαρο της πόζας, αλλά αφού είχαν φροντίσει να γεμίσουν με περιεχόμενο τη φήμη τους. Αυτοί που έδωσαν σημασία στην «καύλα», αφού όμως είχαν φροντίσει να εξασφαλίσουν πρώτα δύο ή τρία στρώματα διανοητικότητας στη μουσική τους. Βούτηξαν με ηδονοθηρία στο εφήμερο της επιτυχίας, αφού όμως είχαν εξασφαλίσει μερικά ακλόνητα εχέγγυα κληρονομιάς της μπιτλικής παράδοσης.
Γιατί, όμως, οι Pulp και όχι οι υπόλοιποι της brit pop σκηνής; Οι έκκεντροι του Σέφιλντ κατάφεραν απλώς να μιλήσουν με μια γλώσα δηκτική, θεόπικρη και ιδιόμορφη, σε μια εποχή που όλο το θέμα των ημερών ήταν να ενισχυθεί το προφίλ της cool Britannia: οι Pulp δεν ήταν cool με το ευρέως διαδεδομένο νόημα του όρου. Ήταν όμως αιχμηροί, ακατανόητοι. Σαν τον απουσιολόγο της τάξης, που αντί για σπασικλάκι, προκύπτει πρόεδρος της κοινότητας φίλων του Ρεμπό. Μ’ έναν περίεργο τρόπο, έγιναν η καλλιτεχνική ονείρωξη του λαϊκού ποπ ακροατή και ταυτόχρονα του εστέτ.
Και οι δύο τύποι ακροατών ένιωθαν ότι συμμετείχαν σε μια εμπειρία που δεν θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι. Οι Pulp στέκονταν απέναντι στο ακροατήριό τους. Δεν ήταν μέρος του κοινού. Οι στίχοι και η αύρα τους έγιναν σημαία, χωρίς όμως το συγκρότημα να επιδεικνύει ιδιαίτερη κοινωνικότητα και καμία λαχτάρα για το «ανήκειν». Δεν ταυτίστηκαν με τους ακροατές τους ποτέ. Παρέμειναν πάντα υπερασπιστές της ιδιαιτερότητάς τους. Επειδή ακριβώς είναι τόσο «προσωπικοί», κατάφεραν ν’ αγαπηθούν από το κάθε μέλος του ακροατηρίου τους μ’ ένα πάθος διαφορετικό κάθε φορά. Το συνολικό πάθος της ακρόασης των Pulp σε μια συναυλία τους δεν αποτελεί ένα γραμμικό άθροισμα των επιμέρους παθών των ακροατών τους...
Το πολυτραγουδισμένο μέγα-χιτ τους «Common People», από το 1995 που κυκλοφόρησε, καταναλώνεται ακόμα βουλιμικά από κάθε καινούργια γενιά με μία μαζική ενέργεια που το κατατάσσει στα ανυποχώρητα party classics όλων των εποχών. Το μυστικό του υπάρχει στο ρεφρέν: «Θέλω να ζήσω με κοινούς ανθρώπους σαν κι εσένα». Ο αφηγητής - ακροατής - ομιλητής απευθύνει την επιθυμία του σ’ έναν συγκεκριμένο αποδέκτη. Όλοι, όμως, όσοι το ακούν μεταβολίζουν αυτή την πρόσκληση του ρεφρέν σε δικά τους βιώματα που παράγουν διαφορετικές και ποικίλες συγκινήσεις. Όπως όλα τα party classics ανά τις εποχές -«I wanna hold your hand», «You make me feel», «Don’t you want me»-, απευθύνονται σε όλους ανεξαιρέτως, αλλά με προσωπικούς όρους. Και αυτό είναι το ένα συστατικό που ανταποκρίνεται στη σαρωτική απήχηση των Pulp. Το άλλο συστατικό είναι η κρυφή, εσωτερική διάστασή τους, μία ποιότητα που θα έχριζε «αντιεμπορική» τη δράση τους, αν δεν είχαν εκείνη τη διαβολεμένη ικανότητα να γράφουν ακαταμάχητα, αισθαντικά ποπ τραγούδια.
Ανάμεσα στους πρωτοκλασάτους θιασώτες της brit pop που συνεχίζουν, σε πείσμα της ρεπερτοριακής κρίσης, να θεωρούν τους εαυτούς τους ενεργούς (όχι πάντα δίκαια), ο Τζάρβις Κόκερ είναι αυτός που απολαμβάνει μια αίγλη που αυξάνεται κεφαλαιοποιητικά μέσα στα χρόνια: αντί να ξεφτίζει, ο απόηχος του εκτοπίσματός του μεστώνει. Πόσο μάλλον όταν έχει αραιώσει τις δισκογραφικές εμφανίσεις του κι έχει περάσει (όχι εκούσια) στη λίγκα των βετεράνων. Αν ο Ντέιμον Άλμπαρν των Blur κατάφερε να γίνει μετά από είκοσι χρόνια χαμαιλεοντικής δράσης ο μύστης του νέου βρετανικού πολιτισμού, ο Νόελ Γκάλαχερ των Oasis ένας άξιος, αλλά με πεπερασμένη ενέργεια, συνεχιστής των Beatles και ο Μπρετ Άντερσον των Suede ένας απόμαχος του περήφανου glam, ο Τζάρβις έχει εδραιωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως ένας απρόβλεπτος κουλτουριάρης, ένας πρώιμος εκφραστής της μετροσεξουαλικότητας.
Μεταξύ του δαιμονικά σεξουαλικού... ασέξουαλ Μόρισεϊ και του πικρού, βρετανοκεντρικού πνεύματος της εργατικής τάξης του Πολ Χίτον (των Beautiful South), ο Τζάρβις δεν θα μπορούσε να έχει αφήσει το στίγμα του με συγκαταβατικούς όρους στην επικαιρότητα. Μόνο ένας τύπος που καταφέρνει να σκανδαλίζει με μία τόσο αθώα άγνοια της ηθικής και του «σωστού» θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία ως γνήσιος απόγονος του Όσκαρ Ουάιλντ παρά ως συνεχιστής της παράδοσης του swingin’ Λονδίνου των ’60s. Ίσως επειδή ο Τζάρβις δεν είναι απ’ το Λονδίνο…
Ωστόσο, τίποτα δεν εξηγεί με επάρκεια τους λόγους για τους οποίους ο Τζάρβις και οι Pulp κεφαλαιοποιούν σαν χιονοστιβάδα από τη βουνοπλαγιά την αξία τους μέσα στα χρόνια. Αντί να σβήσουν, λάμπουν περισσότερο. Κάθε νέα γενιά που «σκάει μύτη» στη μεριά του μοντερνισμού και της πολιτιστικής εμπροσθοφυλακής νιώθει έναν σταθερό ψυχαναγκασμό ν’ αφομοιώσει το «His N Hers» και το «Different Class» με αξιοθαύμαστη προσήλωση, ενώ σε δεύτερη ανάγνωση ανατρέχει σταθερά στο «Separations» -προνόμιο των υποψιασμένων- και το «It» του 1983. Ίσως ο λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι ως ερμηνευτής ο Τζάρβις ψιθυρίζει συχνά τους στίχους του στ’ αυτιά των ακροατών του, διεγείρει με την άναρχη φωνή του τη φαντασία και σε κάνει να νιώθεις ότι μιλάει μαζί σου από την πλευρά του loser και όχι αυτού που «σκότωσε τους κακούς και κέρδισε το κορίτσι». Ο Τζάρβις -όπως και ο Μόρισεϊ και πριν απ' αυτόν ο Νικ Ντρέικ- έδωσε φωνή στις αδυναμίες του. Και τις τραγούδησε με την ίδια σαρκαστική τόλμη που τραγούδησε τις νίκες του - από τα πρωτόλεια «Wishful Thinking» και «Blue Girls» μέχρι τους θριάμβους του «Death II», «Do you remember the first time» και «Underwear».
Νομίζω ότι αυτό απαντάει πλήρως στο γιατί κάθε ανήσυχη, καινούργια γενιά σπεύδει να υποβάλει τα σέβη της στον Τζάρβις. Ανακουφιζόμαστε με τη βεβαιότητα ότι η συναισθηματική αδεξιότητα οδηγεί σε φλεγματική σοφία. Μετά την εμπειρία της ακρόασης-βίωσης των Pulp, ο καθένας μπορεί να νιώσει ότι η συναισθηματική αδυναμία δεν σημαίνει αυτόματα και αποτυχία.
Το στοίχημα που εδώ και τριάντα χρόνια έχουν κερδίσει οι Pulp δεν είναι ότι δημιούργησαν κάποια μόδα. Το όλο επίτευγμα του Τζάρβις είναι ότι έκανε ακούσια το ντεμοντέ... μόδα εσαεί.
σχόλια