Ο σβουροποιός

Ο σβουροποιός Facebook Twitter
0

Στο σβουροποιείο «Αεικίνητον» υπάρχουν χιλιάδες σβούρες, παντού. Μικροσκοπικές, μικρές, μεγάλες, τεράστιες. Το όμορφο φυλλαδιάκι-μινιατούρα που υπάρχει στην είσοδο μιλάει για «μια αναπαράσταση, μια μικρογραφία του φυσικού κόσμου. Ο πλανήτης, ο γαλαξίας μας, το σύμπαν το ίδιο περιστρέφονται μέσα σε μια αέναη κίνηση στον χώρο και στον χρόνο και η σβούρα μπροστά στα μάτια μας μιμείται για λίγα λεπτά την κοσμική δίνη». Ο Κώστας Μουγγολιάς είναι αρχαιολόγος, μουσικός, ένας από τους ελάχιστους σβουροποιούς στην Ελλάδα. Σου απαριθμεί ένα σωρό ιδιότητες και ο τρόπος που κατέληξε να φτιάχνει σβούρες πριν από μερικά χρόνια είναι ολόκληρο μυθιστόρημα.

«Γεννήθηκα στο Κερατσίνι, στον Πειραιά, όπου έμεινα μέχρι την πρώτη δημοτικού και μετά, λόγω συνθηκών οικογενειακών, βρέθηκα σε ένα χωριό των Καλαβρύτων, στη Σκοτάνη», μου λέει. «Μεγάλωσα εκεί με τον παππού μου και τη γιαγιά μου, δηλαδή απ' τις αλάνες του Κερατσινίου βρέθηκα στα γίδια, κυριολεκτικά. Σε ένα δωμάτιο χωρίς ρεύμα, με γάτες, κότες και τη λάμπα πετρελαίου. Με τα γαλάρια, τυροκομεία κι όλα αυτά. Δεν μέναμε σε κανέναν οικιστικό ιστό, μέναμε μόνοι μας μέσα στο δάσος, μαζί με τα ζώα, γεννούσαν τα γίδια μέσα στο σπίτι. Πήγα εκεί σχολείο, στο μονοθέσιο. Η ζωή μου άλλαξε πάρα πολύ, ο παππούς μου ασχολιόταν με τα ξύλα και τις γλίτσες κι εκεί είχα την πρώτη επαφή με το υλικό. Με τον σουγιά άρχισα να σκαλίζω κι εγώ διάφορα μικροαντικείμενα».

Η σβούρα υπάρχει σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, σε όλες τις χώρες, είναι ένα παιχνίδι πρωταρχικό. Στην Αφρική παίζουν με έναν καρπό που τον γυρνάνε, αλλά η πρώτη αναφορά είναι στον Όμηρο.

«Στην Αθήνα επέστρεψα στην πρώτη γυμνασίου, προσγειώθηκα στη Νέα Φιλαδέλφεια σε ένα δυάρι. Κι επειδή δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω στον δρόμο, να περάσω απέναντι, με έγραψαν σε ιδιωτικό. Ερχόταν το σχολικό, μ' έπαιρνε και με πήγαινε. Μετά το σχολείο πήγα στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσω αρχαιολογία. Δούλεψα στη Μακεδονία σε διάφορες ανασκαφές, κι ύστερα έφυγα για Ιταλία -άσχετο με αρχαιολογία- γιατί έπαιζα και μουσική. Έχουμε ένα συγκρότημα με γκάιντες και τέτοια. "Αλιστράτα" λέγεται, και τώρα ετοιμάζουμε δίσκο».

Ο σβουροποιός Facebook Twitter

«Μεγάλωσα με πρότυπα τον Άρη Βελουχιώτη, τον Καραϊσκάκη και τους δυο παππούδες μου, ο ένας Μικρασιάτης, μουσικός, και ο άλλος αντιστασιακός. Μεγάλωσα με αυτούς βασικά. Σε όλο το δημοτικό τελείωσα τους Ρώσους κλασικούς, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι και Καζαντζάκη. Θυμάμαι ότι στο χωριό έπαιρνα από τη δανειστική βιβλιοθήκη κάτι βιβλία από τις εκδόσεις Σωτήρ, θρησκευτικά βιβλία προπαγάνδας, που έγραφαν ιστορίες για εγκαταλελειμμένα παιδιά. Κάποιο βράδυ ήμουν δίπλα στο παραγώνι και διάβαζα μια ιστορία με ένα παιδί που το έχουν αφήσει στο δάσος, μου θύμιζε τη δικιά μου ιστορία, συγκινήθηκα κι έκλαιγα. Όταν έπεσα για ύπνο πήρε ο παππούς μου το βιβλίο, το άνοιξε, είδε να γράφει για ληστοσυμμορίτες και το πέταξε στη φωτιά. Ήταν γενικός γραμματέας στο κομμουνιστικό κόμμα της περιοχής! Το πρωί που ξύπνησα είδα δίπλα μου την Αναφορά στον Γκρέκο. Ανοίγω την πρώτη σελίδα και θυμάμαι που έγραφε "Σκύβω μέσα μου κι ανατριχιάζω", η πρώτη κουβέντα. Πήγαινα τρίτη δημοτικού όταν έμαθα τον Καζαντζάκη.

Ταξίδεψα δυο χρόνια στον δρόμο σε όλη την Ευρώπη, με το σάζι, από μέρος σε μέρος, με βάση τη Σαρδηνία. Στη συνέχεια πήγα στο Σινά, έζησα σε μοναστήρι για έξι μήνες. Πέρασα μια φάση τέτοια, φλέρταρα με την καλογερική. Πήγα και στο Άγιον  Όρος και μετά επέστρεψα, δούλεψα πάλι σε ανασκαφές.

Για κάποια περίοδο έμεινα απλήρωτος για έξι μήνες, δεν έρχονταν εμβάσματα από την οικογένεια κι εξαθλιώθηκα. Έτσι, αποφάσισα να σταματήσω αυτήν τη δουλειά. Για έξι μήνες να πηγαίνεις στην ταβέρνα και να λες "γράψε με στο τεφτέρι" ήταν κατάντια. Στην αρχή ήμουν ο αρχαιολόγος της Βεργίνας που όλοι οι ντόπιοι σέβονταν και μετά, που δεν είχα φράγκα, γέλαγαν μαζί μου. Τα παράτησα. Επέστρεψα στην Αθήνα, δούλεψα σε διάφορες δουλειές, αλλά πάντα είχα πρόβλημα με τα αφεντικά, συγκρουόμουν, δεν μπορούσα να στεριώσω. Σε μια δόση ένας θείος μου που είχε τόρνους έφτιαξε κάτι σβούρες, τις πήρα, βγήκα σε ένα πανηγύρι, τις πούλησα όλες με το που τις έβγαλα, κι έτσι ξεκίνησα. Για ένα αστείο.

Αποφάσισα να το φτάσω στο απόγειο το πράγμα, να κινηθώ στο ίδιο σημείο σε βάθος. Έτσι μπήκα στα περιστρεφόμενα αντικείμενα. Είχε προηγηθεί και μια επίσκεψη στην Τουρκία με δερβίσηδες και με περιδινήσεις. Γενικά, η περιστροφή με τράβαγε. Έτσι άρχισα, πουλώντας στον δρόμο. Η ζωή μου ήταν αυτή. Πούλαγα με το σταντ που λύνεται και μπαίνει σε ένα βαλιτσάκι μικρό και με κυνήγαγε η αστυνομία.

Μετά έφτιαξα το εργαστήριο και συνεχίζω αυτό το πράγμα. Η σβούρα υπάρχει σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, σε όλες τις χώρες, είναι ένα παιχνίδι πρωταρχικό. Στην Αφρική παίζουν με έναν καρπό που τον γυρνάνε, αλλά η πρώτη αναφορά είναι στον Όμηρο. Την έλεγαν στρόμβο, στρόβιλο ή βέμβυκα. Στην Ελλάδα του 20ού αιώνα γνώρισε τη χρυσή της εποχή τη δεκαετία του '50 και του '60. Σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Συλλέγοντας λαογραφικό υλικό από ολόκληρη την Ελλάδα, προσπάθησα να συνθέσω τη σβούρα όπως την έφτιαχναν οι παλιοί. Στην παραδοσιακή απαραίτητο συμπλήρωμα είναι το σχοινί και η δεκάρα, που είναι ελληνικής κατασκευής. Στη σβούρα από ελιά χρησιμοποιείται αυθεντική "γαρυφαλλόπροκα" από τα στρατιωτικά άρβυλα, την οποία στις δεκαετίες του '50 και του '60 έβαζαν τα παιδιά για καρφί στις σβούρες τους. Έχω κάνει άπειρα ταξίδια σε ολόκληρη την Ελλάδα για να τις μαζέψω. Κατασκευάζουμε επίσης σβούρες από άλλα μέρη του κόσμου, τον "δερβίση", τη "χορεύτρια" και τη "βασίλισσα", που είναι σβούρες με υποστήριγμα. Επίσης, δίδυμες σβούρες.

Συνεργάζομαι με μια ομάδα ανθρώπων που κάνουν διαφορετικά πράγματα, δεν μπορώ να τα κάνω όλα μόνος μου. Από το ξυλουργείο στον τόρνο, μετά ζωγραφίζονται, λουστράρονται. Η περιστροφή είναι κάτι δύσκολο, κάτι απόλυτο, πρέπει να είναι τέλεια φτιαγμένα τα πράγματα για να γυρνάνε.

Οι πελάτες μας είναι συλλέκτες, μεγάλης ηλικίας, που έζησαν τη σβούρα τις περασμένες δεκαετίες. Τις παίρνουν ως αισθητικό αντικείμενο, βασικά. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έχει κόλλημα με τις σβούρες. Οι τιμές τους ξεκινούν από 2 ευρώ μέχρι 1.000, συνήθως από 10 μέχρι 50. Είναι ένα αντικείμενο που σε ωθεί να το συλλέξεις.

Είμαι περήφανος γιατί ξεκίνησα το '99 με 200 χιλιάρικα δανεικά και έγινα αυτάρκης. Πήρα ένα πράγμα μηδαμινό και το έκανα μεγάλο. Καβάτζαρα ένα βουνό που το είχα κληρονομήσει και τώρα περπατάω στις κοιλάδες. Πριν από πέντε μήνες γεννήθηκε ο γιος μου και καταφέρνω να τα βγάλω πέρα μια χαρά. Θα ήθελα μόνο να μάζευα τον χρόνο που σπατάλησα από δω κι από κει στον δρόμο και στην αλητεία για να κάνω πιο δημιουργικά πράγματα...».

«Α, βάλε κι αυτό», μου λέει φεύγοντας, «παίρνω άριστα στη σβούρα, στα μαθήματα κουμπούρας».

Διάφορα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ