Αυτό ήταν το μαγικό χαρτάκι στο φεστιβάλ του Τορόντο.
Η πιο αναμενόμενη ταινία του φεστιβάλ ήταν το August, Osage County, που προβλήθηκε σε παγκόσμια επίσημη πρεμιέρα χθές, στο αχανές Roy Thompson Theater. Ζήτησα εισιτήριο για την βραδινή επίσημη, και πολύ ευγενικά μου το βρήκαν από το Φεστιβάλ, γιατί στο Τορόντο δεν είσαι ποτέ σίγουρος αν θα τα καταφέρεις τελικά να μπεις στην αίθουσα, ακόμη κι αν στηθείς στην ουρά για 45 λεπτά- μιλάω για τις δημοσιογραφικές προβολές. Οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι είναι πολλοί, το ενδιαφέρον για τις παγκόσμιες πρεμιέρες αμερικανικών ταινιών μεγάλο, και οι αίθουσες, μέχρι 500 θέσεων η χωρητικότητα τους, δεν αρκούν πάντα. Επαναληπτικές γίνονται, αλλά είναι έκτακτες, ανάλογα με τη ζήτηση, και σου στραβώνουν εντελώς το πρόγραμμα. Διότι, δεν είναι δυνατόν να προλάβεις όλες τις ταινίες, που είναι πάνω από 300 σε λίγο περισσότερο από μια εβδομάδα! Και μάλιστα, με τις περισσότερες προβολές, να γίνονται παρουσία κοινού, που προμηθεύεται εισιτήρια μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Η διαφορά του Τορόντο από τα άλλα φεστιβάλ γενικού προσανατολισμού είναι οτι εδώ γιορτάζεται το σινεμά ως βιομηχανία, κι όχι υπό το πρίσμα της καλλιτεχνίας. Όχι πως δεν υπάρχουν ταινίες που την ψάχνουν, που είναι εσωστρεφείς, ή δεν προκαλούν τη σκέψη, τις αισθήσεις και τα στερεότυπα. Πολλά είναι τα τμήματα, από το Discovery, μέχρι το Σινεφίλ και τις Επανεκδόσεις. Το επίκεντρο ωστόσο, στην καναδική πόλη όπου γυρίζονται 1300 τηλεοπτικά προγράμματα και ταινίες τον χρόνο, είναι το επάγγελμα του σινεμά, με ό, τι περιλαμβάνει. Σε αυτό συμπεριλαμβάνονται ταινίες που τα άλλα φεστιβάλ, θα σνόμπαραν. Αλλά δεν έχουν πλέον την επιλογή να τα σνομπάρουν, διότι οι παραγωγοι τους τα φυλάνε για το Τορόντο, που διεξάγεται την ιδανική εποχή για να ξεκινήσουν την τροχιά των βραβείων και των διακρίσεων made in USA.
Η ταινία August, Osage County, που πέφτει ακριβώς στη παραπάνω κατηγορία, αυτήν που δεν έχει ανάγκη τις Κάννες και τη βούλα των Ευρωπαίων κριτικών και επιτροπών, είναι ένα πανηγύρι ερμηνειών. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν το φιλμ βασίζεται σε θεατρικό. Το ζήτημα είναι τα πρόσωπα και το πολύπλοκο δράμα τους.
Η μάζωξη όλων των πρωταγωνιστών δεν είναι τυχαία: από τον Κρις Κούπερ, τον Σαμ Σέπαρντ και τον πανταχού παρόντα στο φεστιβάλ Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, μέχρι την Τζουλιέτ Λιούις, τη Τζούλια Ρόμπερτς και τη Μέριλ Στριπ, η οποία δεν ήταν παρούσα, οπότε δεν την είδαμε να ανεβαίνει στη σκηνή με τους υπόλοιπους, είχαν την ευκαιρία να τα δώσουν όλα, και σε κάποιες στιγμές να υπερπαίξουν.
Το έργο ακολουθεί τη φλέβα του Ευγένιου Ο Νίλ και του Έντουαρντ Άλμπι στο σκάλισμα της μνήμης και το μοχθηρό λεκτικό πινγκ πονγκ αντίστοιχα, με ολίγη από Κάρσον Μακάλερς στην ατμόσφαιρα. Η Στριπ μασάει το σκηνικό με τον πιο αβανταδόρικο ρόλο των τελευταίων ετών, κάτι ανάμεσα στη Μάρθα από το Ποιός Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, τη μάνα από το Μακρύ Ταξίδι της Μέρας στη Νύχτα, και...τη Μορτίσια Άνταμς, σαν μητριαρχικό τέρας που, ως καρκινοπαθής, ναρκομανής από κοκτέϊλ χαπιών που καταπίνει και ψυχικά τραυματισμένη από την πατρική βία στην παιδική της ηλικία, λέει ό, τι της κατέβει γιατί αισθάνεται οτι το δικαιούται, και παραπαίει ανάμεσα στην αρρώστια και την κακία.
Κερδίζοντας το τρίτο της Όσκαρ ως Θάτσερ, η Στριπ είχε προβλέψει πως δεν θα ξαναβρεθεί καν ανάμεσα στις υποψήφιες. Ο χρησμός της είναι λανθασμένος. Πολύ δύσκολα θα απουσιάζει από τη φετεινή πεντάδα. Χωρίς να είναι εύστοχη στο ρόλο, είναι τόσο παρακολουθήσιμη, που ανυψώνει τη θεατρικότητα του φιλμ σε ένα show που κινείται γύρω από το σκαμπανέβασμα της, και μετατρέπει μια ταπεινή δραματική κομεντί σε γεγονός. Επαναλαμβάνω, χωρίς να είναι η καλύτερη ερμηνεία της, χωρίς να προσθέτει κάτι καινούριο.
Οι καλύτεροι, και πιο συγκινητικοί από το αστεράτο επιτελείο είναι η Τζουλιάν Νίκολσον, στο ρόλο της μεσαίας αδελφής, και ο Κρις Κούπερ, ένας σπουδαίος καρατερίστας.
Οι προσκεκλημένοι στη βραδιά, ένθερμοι σινεφίλ της καλής κοινωνίας του Τορόντο και επαγγελματίες που ταξίδεψαν από την Αμερική, καθώς και εργαζόμενοι στην παραγωγή της ταινίας που την έβλεπαν για πρώτη φορά, έδειξαν γιατί αυτό το Φεστιβάλ είναι πρώτο στην προτίμηση των μεγάλων εταιριών: χειροκρότησαν με την καρδιά τους και φάνηκαν να χαίρονται ειλικρινά για την ευκαιρία που τους δόθηκε να είναι εκεί, και να πιούν ένα ποτό στο gala που ακολούθησε στο φουαγιέ.
Ο Άτομ Εγκόγιαν (ο σκηνοθέτης με το εγωκεντρικό ονοματεπώνυμο, όπως είχε γράψει ο Νίκος Ζαχαριάδης), ένα από τα δυο καμάρια του Καναδά, μαζί με τον Ντέϊβιντ Κρόνεμπεργκ, βρίσκεται σε μια χαμηλόφωνη κατιούσα τα τελευταία χρόνια, και το επιβεβαιώνει με το επίπεδο Devil's Knot, μια πραγματική ιστορία απαγωγής και φόνου τριών ανήλικων αγοριών, που εξελίσσεται σε ένα αδιάφορο δικαστικό δράμα. Η Ρις Γουίδερσπουν και ο Κόλιν Φερθ δεν βοηθούν. Ο Εγκόγιαν ανέκαθεν διακρινόταν για το τακτ που επιδείκνυε εκεί που άλλοι χτυπάνε στο ψαχνό- στην ηθική του θανάτου και την εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου. Κι ενώ στο Sweet Hereafter έφτασε στην κορυφή, αποδίδοντας τον θρήνο με αξιοθαύμαστη εγκράτεια, εδώ προσπερνάει όλα τα θέματα που θίγονται στο Devil's Knot. Κρίμα...
σχόλια