Με τον Κραουνάκη, επαναλαμβάνεται μια αρχαία ελληνική παρεξήγηση: το ότι είναι απτός και έκθετος και εγγύς (κυρίως μέσω fb), τον υποβιβάζει στα μάτια του κόσμου. Σχεδόν ολοι ξεχνούν πόσο μεγάλος καλλιτέχνης είναι.
Συχνά, το ξεχνάει και ο ίδιος!
Είναι όμως κρίμα. Γιατί κι οι καλλιτέχνες παιδιά καημένα είναι -κι αν τους αξίζει ο έπαινος, ας τον πάρουν όσο ζουν. Τα ανάποδα ραδίκια ακούνε άλλο τραγούδι.
Όλα στον Κραουνάκη (στίχος, φωνή, ρυθμός) λυώνουν και δένονται στο ρευστό κι αβίαστο ρυθμό μιας ανάσας. Γίνονται ένα -αξεδιάλυτα. Λες και δεν αποτελούν προϊόν σύνθεσης, αλλά ανασκαφής.
Σκάβεις το χώμα και χτυπάς ένα χρυσό δαχτυλίδι. Βουτάς στο νερό και στο βυθό λάμπει μια μικρή, λευκή αχιβάδα. Ο άνθρωπος αυτός ανακαλύπτει την ανθρώπινη φύση και την τραγουδάει -εν τω άμα και το θάμα. Αυτή η αίσθηση (ότι ο άλλος σού λέει κάτι που το ήξερες, απλώς έμενε ανέκφραστο -είναι χαρακτηριστικό της καλλιτεχνικής ευρυθμίας).
Όλοι οι άλλοι, σήμερα, μου φαίνεται σα να σφίγγονται λίγο. Σα να προσπαθούν. Σα να στραμπουλήχτηκαν από την πολλή πόζα και την γραμματική. Αυτός, ανήκει, μόνος, σε άλλη κλάση. Έχει την χάρη και τη δωρεά. Και ξεχειλίζει γενναιοδωρία.
Άκουσα σήμερα τυχαία δυο τραγούδια του από ένα δίσκο χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Που είναι άψογα. Το ξύπνημα στη ταράτσα δυο εραστών, πάνω από την πόλη που ξυπνάει. Και ένα ερωτικό τραγούδι χωρισμού.
Δεν πετάς τίποτα.
______
Σημ.: Ούτε φίλος μου είναι ο Κραουνάκης ούτε κοινωνικά εφαπτόμεθα
σχόλια