Ο ήλιος βγήκε πάνω από την Πόλη. Τέρμα οι ατέλειωτες γκρίζες μέρες. Χαρά Θεού, φως και – επιτέλους – ζέστη! Ατμόσφαιρα διαυγής, παρά την υγρασία. Να φανταστείς η Αγία Σοφία φαίνεται καθαρή, σε όλες της τις λεπτομέρειες, από το παράθυρό μου, πράγμα σπάνιο. Και όλα θα ήταν καλά και φωτεινά αν δεν έπρεπε να είμαι πάνω από το τηλέφωνο ψάχντοντας φίλους και γνωστούς στη Δαμασκό και το Χαλέπι, με την καρδιά σφιγμένη, προσπαθώντας να τους πείσω να έρθουν στην Πόλη «για διακοπές». Αν δεν αναρωτιόμουν τι θα γίνει αν αποφασίσουν να δραπετεύσουν όλοι μαζί αν «ο κόμπος φτάσει στο χτένι». Πού να τους χωρέσω;
Τα γεγονότα στη Συρία μου έχουν «κάνει την καρδιά περιβόλι». Παρόλα αυτή η λιακάδα και η ζέστη μου φέρουν ευχάριστες ονειροπολήσεις. Κάθε χρόνο η έναρξη του καλοκαιριού μου θυμίζει τις περιπετειώδεις πρώτες μέρες της εγκατάστασής μου στην Πόλη. Μετά από οκτώ χρόνια παραμονής, με έπληξε και ένα κύμα νοσταλγίας για τις μέρες εκείνες, για την Πόλη που βρήκα τότε. Τον Ιούλιο του 2003 έφτασα σε μια Κωνσταντινούπολη πνιγμένη στην υγρή ζέστη. Σε μια πόλη όπου δεν γνώριζα σχεδόν κανέναν. Για την ακρίβεια, γνώριζα δύο άτομα, το ένα από μία βιαστική, τυχαία συνάντηση «στο πόδι».
Ήταν ο μουσικός Γιώργος Μαρινάκης, διάσημος σήμερα στο χώρο της ανατολίτικης μουσικής (παίζει ούτι). Είχα πέσει πάνω του σε μια επίσκεψή μου, καθώς έψαχνα τα ρωσικά ξωκλήσια που φωλιάζουν στις στέγες κάποιων γιγάντιων μεγάρων στο Γαλατά. Συναντώντας τον στην πόρτα, του ζήτησα οδηγίες για το ξωκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα. Η προφορά του στα τουρκικά ήταν τόσο, μα τόσο ελληνική, που αμέσως άλλαξα γλώσσα. Έτσι γνωριστήκαμε, και η ιστορία του – ένας Έλληνας από την Καλαμάτα που εγκαταστάθηκε στην Πόλη για μουσικές σπουδές – με εντυπωσίασε αμέσως. Βλέπεις τότε, το 2002, δεν υπήρχαν εδώ νέοι Ελλαδίτες μόνιμοι κάτοικοι. Κράτησα το τηλέφωνο του Γιώργου, και τον συμβουλευόμουν αραιά και που. Όταν έφτασα στην Πόλη, εκείνος είχε περάσει εκεί ήδη ένα χρόνο και ήξερε τουρκικά, αλλά και τα «μέσα και τα έξω» του καθημερινού βίου για τα οποία δεν είχα ιδέα.
Το άλλο πρόσωπο που γνώριζα ήταν η Τούμπα – και μη γελάς, πρόκειται για κοινό τουρκικό όνομα. Τη φοιτήτρια της Νομικής την είχα γνωρίσει τυχαία, προσπαθώντας να μπω στα ιστορικά κτίρια του Πανεπιστημίου Ιστάνμπουλ στην Παλιά Πόλη. Ήταν ένα περίεργο κράμα αντικρουόμενων ιδεολογιών που ποτέ δεν κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω. Κόρη καθηγητών, ομάδας που συχνά ταυτίζεται με θέσεις ακραιφνώς κεμαλικές και εθνικιστικές, με γονείς από περιβάλλον πολύ λαϊκό που ο συντηρητισμός τους αντέκρουε τις κεμαλικές τους πεποιθήσεις. Σε αντίθεση με τις περισσότερες κοπέλες που θα γνώριζα στην Πόλη, η Τούμπα ποτέ δεν μπορούσε να κοιμηθεί ένα βράδυ εκτός σπιτιού, σε φίλες. Αν και δε φορούσε μαντήλα, χρησιμοποιούσε μακιγιάζ και δεν προσευχόταν πέφτοντας στα πατώματα, δεν έβαζε αλκοόλ στο στόμα της. Πράγμα σπάνιο για Τούρκο που δεν προέρχεται από περιβάλλον ακραιφνώς ισλαμικό.
Στο αεροδρόμιο είχα λοιπόν ραντεβού με την Τούμπα, που άργησε και με έζωσαν μαύρα φίδια. Ήρθε όμως κουνιστή και χαμογελαστή και πήραμε το λεωφορείο ως το Πέραν, όπου είχα ραντεβού με το Γιώργο. Είχε την αποστολή να μου κλείσει δωμάτιο σε ένα φθηνό ξενοδοχείο στο Τούνελ, στο όνομά του, και αυτό ακριβώς είχε πράξει. Το Τούνελ, ιστορική γειτονιά του Πέραν στα όρια με το Γαλατά, ήταν η πιο ρομαντική τότε γωνιά της Πόλης (σήμερα ούτε να περάσω από εκεί δε θέλω, αλλά για την αισχρή του κατάληξη του Τούνελ θα σου μιλήσω αργότερα). Το 2003 η Κωνσταντινούπολη ήταν ακόμη φθηνή. Ο πράκτωρ Μαρινάκης, χρησιμοποιώντας τα τουρκικά και τις τεχνικές παζαρέματος που είχε ξεσηκώσει, πέτυχε να μου κλείσει δωμάτιο στο Hotel Saydam (που το είχα βρει στο Lonely Planet) για τριακόσια δολλάρια το μήνα. Εμείς μεν είχαμε μόλις μπει στο Ευρώ, οι Τούρκοι δε ουδεμίαν εξοικείωση δεν είχαν με το νέο νόμισμα (να φανταστείς ακόμη σήμερα ερίζεται αν η ορθή ονομασία του είναι Euro ή Avro στα τουρκικά). Η τουρκική λίρα είχε ακόμη τα έξι μηδενικά της: μια εφημερίδα κόστιζε 350.000 λίρες, ένα σιμίτ [κουλούρι] ένα εκατομμύριο λίρες και ένα ενοίκιο αρκετά δισεκατομμύρια. Για να αποφύγουν τις συνεχείς αναπροσαρμογές, αναγκαίο αποτέλεσμα του πληθωρισμού, οι ντόπιοι προσδιόριζαν ενοίκια και μισθούς σε δολλάρια.
Κουβαλούσα ένα τέρας με ρόδες, γεμάτο βιβλία, ρούχα, σημειώσεις, άλλο ένα τερατώδες φορτίο στην πλάτη και φυσικά το laptop μου. Τη μνημειώδη βαλίτσα δεν μπορούσα να την ανεβάσω την ανηφόρα από τη στάση ως το Τούνελ. Ευτυχώς, βρέθηκε ένας αστυνομικός ευγενέστατος, με μαλλί χρώματος μπαρμπουνί και φάτσα γεμάτη φακίδες (Πόντιος, εξ ου και το χρώμα) που προθυμοποιήθηκε και μας την κουβάλησε. Τα στενά του Τούνελ τα έβλεπα για πρώτη φορά. Τότε ακόμη τα σκέπαζαν κληματαριές και τα λιγοστά καφέ τους ήταν άντρο των μποέμ και των αναρχικών, όχι των βλαχογιάπηδων και των νεόπλουτων όπως σήμερα. Η γειτονιά με ξετρέλλανε: για μήνες περνούσα εδώ το κάθε μου βράδυ.
Δε συνέβη το ίδιο με το Saydam. Τελικά το να κλείσεις ξενοδοχείο χωρίς να το δεις δεν είναι πάντα η καλύτερη λύση, ακόμη και αν αυτό είναι το οικονομικότερο που προτείνει ο οδηγός σου. Το Saydam ήταν σκοτεινό σα μαυσωλείο και δύσοσμο. Στη ρεσεψιόν μας υποδέχτηκε ο Μουράτ, ένας νάνος με μουστάκι και μια φάτσα κακιασμένη. Λύσσαξε, μόνο αφρούς δεν έβγαλε, όταν είδε πως ο Γιώργος το δωμάτιο το είχε μεν κλείσει στο όνομά του, αλλά για μένα. Εγώ από το τηλέφωνο, με τα λίγα μου τουρκικά, δεν θα μπορούσα να πετύχω τόσο καλή τιμή. Στην Τουρκία μεσουρανούσε – όπως και σήμερα – η αντίληψη πως οι ξένοι είναι αφενός ηλίθιοι αφετέρου πάμπλουτοι.
Βλέποντας ο Μουράτ ότι παραπάνω λεφτά δεν επρόκειτο να πάρει, με οδήγησε θέλοντας και μη σε ένα δωμάτιο – ο Θεός να το έκανε δηλαδή. Μουρμούριζε στο διάδρομο διάφορα, ότι απαγορεύεται να φέρνεις κοπέλες από τα μπαρ στο ξενοδοχείο, ότι απαγορεύεται το αλκοόλ στο δωμάτιο και άλλα τινά. Δεν έχω έρθει στην Πόλη ούτε για να ψωνίζω ταίρια στα μπαρ που πάνε οι πελάτες σας ούτε για να μπεκρουλιάσω, και αν ήθελα να κάνω σεξ σίγουρα δε θα το έκανα σε καλύτερο χώρο, του είπα και εγώ, και φαίνεται το είπα μάλλον απότομα γιατί ο Γιώργος μου έδοσε μια σκουντιά και η Τούμπα ξερόβηξε. Αλλά έτσι είμαι εγώ. Του αποτόμου.
Το περίφημο δωμάτιο ήταν μια τρύπα σκοτεινή που μύριζε κατσίκα. Τώρα θα μου πεις, πώς ξέρεις πως μύριζε κατσίκα, σε στάνη μεγάλωσες; Κι όμως ήταν ξεκάθαρα μυρωδιά κατσίκας, το πε και η Τούμπα. «Αλλαχίμ, κατσίκα δε μυρίζει εδώ;» Πέραν της κατσικοαύρας, το «δωμάτιο» ήταν μικροσκοπικό. Πού να χωρέσει η βαλίτσα και όλα μου τα συμπράγκαλα στο δύο επί δυόμισυ του πατώματος; Πάνω στα φύλλα της ντουλάπας, που έμοιαζε σα να χουν χορέψει πάνω της ελέφαντες, είχαν γράψει διάφορα στα τουρκικά και τα περσικά και τα ρώσικα. Στο μπάνιο δεν πολυσούκανε να μπεις. Αλλά αποφάσισα να φερθώ ψυχραίμως και να αναβάλω την απόδρασή μου γι’ αργότερα. Αντ’ αυτού, τραβήξαμε γραμμή στην τράπεζα να ανοίξω λογαριασμό. Γιατί τα τρεις χιλιάδες ευρώ που κουβαλούσα δεν θα μπορούσα να τα κρύβω συνεχώς στο δωμάτιο, σε μια κλειδωμένη βαλίτσα.
Τω καιρώ εκείνω, στην Τουρκία δε χρειαζόταν άδεια παραμονής για να ανοίξεις λογαριασμό. Χρειαζόταν, όμως, αριθμός φορολογικού μητρώου, μας είπε η υπάλληλος, που με κοίταζε λες και ήμουν εξωγήινο ον και έσκαγε στα γέλια. «Δε μιλάτε τουρκικά; Αχαχαχαχαχα». «Ξέρετε εκτός Τουρκίας το τουρκικό δεν είναι και πολύ στα forte του. Σα να μαθαίνατε εσείς κανένα αγγλικό; Σε τράπεζα δουλεύετε, όχι στη λαϊκή». Να θες να την πεις στον άλλον και να δυσκολεύεσαι γλωσσικώς. Σύντομα θα το ξεπερνούσα και αυτό το εμπόδιο και θα την έλεγα σε όποιον ήθελα, όποτε ήθελα. Αμ πως.
Μετά το μεσημεριανό ο Γιώργος μας άφησε. Η Τούμπα, να ναι καλά, με πήγε στο κτίριο της Εφορίας του Μπέιογλου, στην οποία υπάγονται το Πέραν, ο Γαλατάς και η ευρύτερη περιοχή. Ρωτήσαμε μια συμπαθέστατη και εξυπηρετικότατη υπάλληλο, που μας παρέπεμψε σε μία άλλη, που μου ζήτησε να συμπληρώσω μια φόρμα. Πρέπει δε να σου πω πως γενικά οι δημόσιες υπηρεσίες στην Τουρκία είναι στελεχωμένες με συμπαθέστατες κυρίες και κυρίους, που σε εξυπηρετούν εντός λεπτών, δεν μυρίζουν πατσουλί, δεν βάφουν τα νύχια τους, δεν ξεκατινιάζονται στο τηλέφωνο ενώ πολίτες περιμένουν στην ουρά, όπως κάποιοι άλλοι που σίγουρα γνωρίζεις. Άσε δε που εδώ τράπεζες και δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούν ως τις πέντε. Μην παραξενευτείς όταν ακούσεις τους Τούρκους να λένε τους Έλληνες τεμπελόσκυλα.
Φοιτήτρια νομικής η Τούμπα, πήρε το χαρτί και υπερηφάνως και προς μεγάλη μου φρίκη έγραψε στην αίτηση τα εξής (μετάφραση λέξη προς λέξη με την ακριβή σειρά της σύνταξης): «Της Τουρκικής Δημοκρατίας στην επικράτεια εντός προσωρινά διαμονή να αποκτήσω πρόθεση έχω επειδή και εξ αυτού του λόγου σε τουρκική τράπεζα καταθέσεων λογαριασμό να ανοίξω πρέπει επειδή, φορολογικού μητρώου ένα αριθμό να μου παραχωρήσετε αιτούμαι. Μετά τιμής». Μου το μετέφρασε και μου ήρθε ζάλη. «Σωστά δεν το γραψα;» ρώτησε υπερηφώνως. «Τι να σου πω βρε κοπέλα μου, θα σε γελάσω και δεν το θέλω». Αναστέναξα, είπα πως ποτέ δε θα καταφέρω να αρθρώσω πρόταση σε τέτοια τρελλή σύνταξη και υπέγραψα. Δύσκολη η τουρκική.
Επέστρεψα στο δωμάτιο σε κατάσταση πλήρους αποχαύνωσης από τη ζέστη. Άνοιξα τον ανεμιστήρα, που έφερνε λίγο σε απολίθωμα από το πλειστόκαινο, και άπλωσα πάνω στα σκεπάσματα μια κουβέρτα που μόλις είχα σουφρώσει από τις Τουρκικές Αερογραμμές, γιατί η κουβέρτα και τα σεντόνια του ξενοδοχείου δε με ενέπνεαν για στενές επαφές. Σωριάστηκα στο κρεβάτι και μόλις με είχε πιάσει ο ύπνος, ξύπνησα τόσο από το θόρυβο όσο και από τα κομμάτια που πετάχτηκαν πάνω μου. Ο ανεμιστήρας «εξερράγη» και μάζευα τα κομμάτια από το κρεββάτι και το πάτωμα. Με έπιασαν τα γέλια, μετά απελπισία. Εγώ εδώ μέσα δε μένω, επείγει να βρω ένα μεγαλύτερο και καθαρότερο δωμάτιο, αποφάσισα. Και μετά από δύο ώρες ταραγμένο ύπνο, πήρα τους δρόμους του Πέρα.
Ούτε μέτρησα πόσα ξενοδοχεία είδα στους παραδρόμους από το Τούνελ ως τις παρυφές της πλατείας Τάξιμ, ανάμεσα στην Ιστικλάλ και τη λεωφόρο Ταρλάμπασι. Τότε μεγάλα τμήματα της ενδοχώρας του Πέραν δεν είχαν «αναπλαστεί». Ήταν γεμάτα καταρρέουσες πολυκατοικίες της Μπελ Επόκ, λαϊκούς καφενέδες και τα περίφημα παβιόν, κακόφημα μπαρ με κονσοματρίς έκτης κατηγορίας. Βρέθηκα να κοιτάω δωμάτια σε ξενοδοχεία που μύριζαν άσχημα, με παράθυρα σπασμένα και χαλιά γεμάτα σημάδια από αποτσίγαρα. Ένα το διέγραψα γιατί στη ρεσεψιόν ήταν μαζεμένες ένα τσούρμο γυναίκες με τσαντόρ, που έμοιαζαν με χοντρά και άγαρμπα σακιά πατάτες. Έτρωγαν πασατέμπο και πετούσαν τα τσόφλια στο πάτωμα. Αποκλείεται να συνοικήσω με το ισλαμιστάν. Ένα άλλο ήταν ξενοδοχείο για παράνομα ζευγαράκια. Σε πολλά τα σεντόνια κάποτε είχαν υπάρξει λευκά, αλλά στο μεταξύ είχαν αποκτήσει ένα χρώμα που σε γέμιζε αηδία.
Μετά από πολύ ψάξιμο ο κατάληξα στο Μis Sokak, πολύ κοντά στην πλατεία Τάξιμ. Πρόσεξα ένα ξενοδοχείο σε ένα παλιά ελληνική πολυκατοικία, με τα στολίδια της εκλεκτικής αρχιτεκτονικής στη στενή της πρόσοψη. Στη ρεσεψιόν ένας συμπαθέστατος κατάξανθος κύριος, Ποντιακής και αυτός καταγωγής. Με πήγε να δω τα δωμάτια, που – θαύμα – ήταν καθαρά. Και εκεί που ετοιμαζόμουν να διαπραγματευτώ μια μηνιαία τιμή και περιεργαζόμουν τα δωμάτια, πρόσεξα από το διάδρομο μια Κούρδισσα θείτσα να που καθάριζε τα τζάμια των παραθύρων. Στην Τουρκία το καθάρισμα των τζαμιών αποτελεί εθνική μανία. Η Κούρδισσα ανέβηκε – η αθεόφοβη – με τα πλαστικά της παπούτσια πάνω στο κρεβάτι, που το είχε μόλις στρώσει, ανέβηκε στο περβάζι του παραθύρου και άρχισε να τα καθαρίζει βαριεστημένα. Με τα παπούτσια της, ούτε καν με παντόφλες, τονίζω.
Η εν λόγω Κούρδισσα ήταν μια μούρλια. Αξιαγάπητη, με ένα χοντρό βελούδινο βυσσινί φόρεμα και ένα λουλουδάτο μισοφόρι από κάτω, ένα διαφανές λευκό φακιόλι στα μαλλιά, χρυσά δόντια και τις παλάμες της βαμμένες καφέ με χέννα (είχε φαίνεται πρόσφατα πάει σε γάμο). Και ευχαρίστως θα την έπαιρνα φωτογραφία στο δρόμο και θα της έπιανα την κουβέντα. Αλλά σε καμμία περίπτωση δεν ήθελα τα παπούτσια της πάνω στο κρεββάτι όπου θα κοιμόμουν. Απελπισία. Τριγύρισα πέντε-έξι ξενοδοχεία ακόμη και γύρισα απογοητευμένος στην τρύπα του Saydam, ευχαριστημένος που έκανε ζέστη και δε θα χρειαζόμουν τα σιχαμερά σεντόνια και κουβέρτες του. Έστρωσα τρεις φανέλες πάνω στην κουβέρτα και κοιμήθηκα, αποφασισμένος να λύσω το ζήτημα «καθαρή στέγη» την επομένη...
σχόλια