Οι νέοι μαυραγορίτες
με αφορμή την χθεσινή εκπομπή Ορίζοντας - Το μεγάλο Ξεπούλημα - του Σωτήρη Δανέζη, ένα απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Irène Némirovsky
Το κρασί της μοναξιάς
Η Ελένη κάθισε στη θέση της δίπλα στη δεσποινίδα Ρόζ. Ο μπουφές κατέρρεε υπό το βάρος των ασημένιων σερβίτσιων, αγορασμένων σε δημοπρασίες, επειδή η παλιά αριστοκρατία ήταν στα πρόθυρα της οριστικής καταστροφής και πουλούσε όσο όσο αυτά που της ανήκαν, τα οποία και αγόραζαν οι νεόπλουτοι επιχειρηματίες.
"'Ολα, μέσα σ' αυτό το σπίτι, μοιάζουν να βρίσκονται σε κρησφύγετο ληστών, από δεύτερο χέρι", αναλογιζόταν η Ελένη. Τα βαριά ασημικά προέρχονταν από διαφορετικές αγορές. Κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να αφαιρέσει τα αρχικά, τα στέμματα και τα εμβλήματα που τα διακοσμούσαν. Μόνο το βάρος ενδιέφερε τους Κάρολ. Σε μια γωνιά, συνθέσεις Capo di Monte ήταν ακόμη με το περιτύλιγμά τους, ενώ αγαλματίδια των Sèvres, μικρά πιατάκια από ένα τρυφερό ροζ υλικό, διακοσμημένα με φιγούρες και μπουκέτα, στιβάζονταν πάνω στα ράφια. Η Μπέλλα τα είχε αγοράσει πριν μια βδομάδα στη δημοπρασία, αλλά παρέμεναν εδώ, θλιβερά, αχρησιμοποίητα, μέσα στο αχυρένιο ή μεταξένιο περιτύλιγμά τους. Το ίδιο και οι βιβλιοθήκες, που τις αγόραζαν με το μέτρο, και κανείς, εκτός από την Ελένη, δεν άνοιγε τα βιβλία από δέρμα μαρόκο με τα οικόσημα χαραγμένα πάνω τους. Η Μπέλλα έλεγε αστειευόμενη : "Πού θα βρούμε ν' αγοράσουμε πορτρέτα προγόνων ;"
Η επανάσταση δεν είχε αρχίσει ακόμη, αλλά πλησίαζε, το προαισθανόσουν (...) Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τα νέα του μετώπου. Ο πόλεμος φαινόταν να είχε κυλήσει σ' ένα μακρινό παρελθόν. Τους τραυματίες τους έβλεπαν με αδιαφορία, τους στρατιώτες με δυσφορία και έχθρα. Μόνο το χρήμα ενδιέφερε τους άντρες που περιέβαλαν την Ελένη. 'Ολοι πλούτιζαν. Αυτός ο Πακτωλός έρεε μάλιστα τόσο ορμητικός, θυελλώδης και ιδιότροπος, που τρόμαζε ακόμη κι εκείνους που ζούσαν στις παρυφές του και το γεύονταν. 'Ολα έρχονταν πολύ γρήγορα, πολύ εύκολα... Αποκτούσες μια αξία στο Χρηματιστήριο κι αμέσως ανέβαινε σαν πυρετός. Δεν φώναζαν πια χαρούμενα τους αριθμούς δίπλα στην Ελένη : τώρα τους ψιθύριζαν. Δεν άκουγε πια για "εκατομμύρια", αλλά για "δισεκατομμύρια", που τα προφέρανε με φωνή βαριά, διστακτική και λαχανιασμένη. Δεν έβλεπε γύρω της παρά άπληστα και έντρομα βλέμματα. Την ίδια στιγμή, αγόραζαν. Τα πάντα και παντού. Πρωϊ και βράδυ, ο κόσμος ερχόταν, βγάζοντας πακέτα από τις τσέπες. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, η Ελένη άκουγε άριθμούς και χαμηλόφωνες, έντονες και βιαστικές συζητήσεις. Αγόραζαν ατόφιες γούνες, που δεν τις είχαν ακόμη καθαρίσει και τελαρώσει, αλλά τις είχαν δέσει μαζί μ' ένα σπάγγο σ' ένα ξύλο, όπως τις είχε πουλήσει ο έμπορας από την Ανατολή σ' ενα μακρινό παζάρι. Αγόραζαν δέρματα από ερμίνα και ζιμπελίνα, παρτίδες από τσιντσιλά που έμοιαζαν με το τρίχωμα ψόφιου αρουραίου, κοσμήματα, κολιέδες, αρχαία βραχιόλια, την αξία των οποίων εκτιμούσαν με το βάρος, τεράστια σμαράγδια, αλλά θολά, τόσο πολύ η βιασύνη και η επιθυμία υπερτερούσαν αντί για την διορατικότητα. Αγόραζαν χρυσό, σε μπάρες, σε ράβδους, αλλά κυρίως μετοχές, σε πακέτα, σε δεσμίδες, σε σωρούς, που αντιπροσώπευαν τράπεζες, δεξαμενόπλοια, αγωγούς, διαμάντια θαμμένα ακόμη στη γη... Το χαρτί φούσκωνε τα έπιπλα, γέμιζε τους τοίχους, τα κρεβάτια. Το έκρυβαν στα δωμάτια της υπηρεσίας, στο αναγνωστήριο, στις σόμπες μόλις ερχόταν η άνοιξη. Πακέτα μετοχών ήταν ραμμένα στο ύφασμα των πολυθρόνων, και ο κόσμος που επισκεπτόταν τους Κάρολ καθόταν πάνω τους εναλλάξ, τα έκλωθε με τη θερμότητα του σώματος, σαν να ήθελε να γεννήσει χρυσά αυγά. Στο σαλόνι, το χαλί της Savonnerie που το διακοσμούσε μία γιρλάντα από τριαντάφυλλα ήταν τυλιγμένο σε μια γωνιά και περιείχε χοντρές δεσμίδες που έτριζαν με το παραμικρό ρεύμα. Κάποιες φορές, η Ελένη, αφηρημένα, διασκέδαζε κανοντάς τες να τρίζουν κάτω από τα πόδια της, όπως πατάμε τα ξερά φύλλα το φθινόπωρο κάτω από το τακούνι μας.
[μετάφραση Σ.Σ.]
ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ : ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ (29.03.2015)
Ρεπορτάζ - σενάριο : Σωτήρης Δανέζης
Περίληψη: Στα χρόνια της κρίσης ολόκληρες περιουσίες άλλαξαν χέρια μέσα σε μια νύχτα. Αυτόπτες μάρτυρες αυτής της «συναλλαγής» εξιστορούν τις εμπειρίες τους στον «Ορίζοντα» του Σωτήρη Δανέζη και στη νέα εκπομπή με τίτλο «To Μεγάλο Ξεπούλημα», που μεταδίδεται στο MEGA.
Μια συμβολαιογράφος ανεβαίνει κάθε Τετάρτη στην έδρα του Ειρηνοδικείου της Αθήνας κρατώντας το φάκελο με τα ακίνητα που «βγαίνουν στο σφυρί».
Την ίδια ώρα ένας μεσίτης περιμένει νέους αγοραστές σε διαμερίσματα και βίλες που πωλούνται όσο-όσο. Στο Κολωνάκι ένας συλλέκτης βιβλίων «χτυπάει» σε δημοπρασία πολύτιμα έργα σε μοναδικές τιμές ενώ στην πλατεία Βάθη ένας ρακοσυλλέκτης αδειάζει το μαγαζί φίλου του, που βάζει λουκέτο μετά από μισό αιώνα. Στη Θεσσαλονίκη ένα ζευγάρι χρυσές βέρες πωλούνται για ένα πιάτο φαϊ και τα ακριβά χρυσαφικά δίνονται για να καλυφθούν λογαριασμοί, δόσεις και φόροι. 'Ενας άνεργος, που δεν έχει τίποτα άλλο να πουλήσει, βάζει την αγγελία: «Ενοικιάζεται μεσήλικας για κάθε νόμιμη χρήση».
«Προσωπικά μου έκοψε την φτωχή μου σύνταξη στα δύο. Παρ' όλα αυτά προσπαθώ να κρατήσω ανθούσες τις επιθυμίες μου. Αγωνίσου για την επιθυμία σου, όχι για την επιβίωση σου. Για την επιβίωση αγωνίζονται μόνο τα ζώα», λέει στην εκπομπή ο καθηγητής φιλοσοφίας Στέφανος Ροζάνης.
Που πήγε ο χρυσός από τα εκατοντάδες «ενεχυροδανειστήρια» που ξεφύτρωσαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα; Πόσο εύκολα πωλούνται σήμερα τα ακίνητα; Που βρίσκεται το χρηματιστήριο της Τέχνης;
Πόσες οικογένειες αναγκάζονται να «σκοτώσουν» περιουσιακά στοιχεία και κόπους μιας ζωής για να μη βρεθούν στο δρόμο;
«Περίπου το 47% των νοικοκυριών αναγκάστηκε να εκποιήσει μέρους της περιουσίας, ακίνητης ή κινητής, προκειμένου να αυξήσει τη ρευστότητά του και να καλύψει τις βασικές του ανάγκες», λέει ο οικονομολόγος Δημήτρης Μπίμπας επικαλούμενος μετριοπαθείς εκτιμήσεις της ΓΣΕΒΕΕ
Την Κυριακή 29 Μαρτίου 2015 στις 23.30 στο MEGA o «Ορίζοντας» παρουσιάζει σκληρές αλήθειες και αναζητά απαντήσεις στις ιστορίες εκείνων που είδαν και έζησαν το μεγάλο το ξεπούλημα του πλούτου της μεσαίας τάξης στα χρόνια της κρίσης.
σχόλια