Το σκοτάδι εχει απλωθεί στα υγρά Βριλήσσια και από τα θαμπωμένα παράθυρα του παλιού αρχοντικού που μαστιγώνει αδυσώπητα η βροχή, διακρίνεται μόνο ένα φως που τρεμοπαίζει στη βόρεια πτέρυγα του κτιρίου. Η φωτιά σιγοκαίει στην εστία καθώς ο Λεωνίδας Αναγνώστου διαβάζει με ενδιαφέρον την βιογραφία της Jade Goody. Μοναδική του συντροφία μια πήλινη κούπα με χαμομήλι και ένα μαύρο σκυλί ξαπλωμένο σιμά του. Όλη η οικογένεια εχει αποκοιμηθεί και το μόνο που διακόπτει τη νεκρική σιγή που επικρατεί στο αρχοντικό είναι το τρίξιμο της κουνιστής πολυθρόνας του Λεωνίδα. Τα υπολείματα από το δείπνο του νεαρού εφήβου βρίσκονται ακόμα στο μπουντουάρ του. Η μόνη που λείπει από το σπίτι είναι η αδερφή του Λεωνίδα, η Ασπασία Μακελιτζόγλου (είναι απο άλλο πατέρα – θεώρησα ότι αυτό θα δώσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ιστορία). Ο Λεωνίδας ανησυχεί για την καθυστερημένη αδερφή του (δισημία) μιάς και έφυγε νωρίς το απόγευμα και σύμφωνα με το ολόχρυσο ρολόι του, είναι περασμένες εννέα. Η νύχτα εγκυμωνεί κινδύνους για μια παρθενία της δικής της ηλικίας και ανατροφής. Θολωμένη από τον θυμό της απέναντι στον θετό της πατέρα, η Ασπασία μπορει να οδηγηθεί σε καμιά τρέλα.
Λίγο πριν φύγει από το σπίτι, η Ασπασία διαφώνησε έντονα με τον πατέρα για το κατά πόσον θα έπρεπε να της δώσει μία η δύο κότες για την βραδινή της έξοδο (στα Βριλήσσια οι συναλλαγές εξακολουθούν να είναι ανταλλακτικού χαρακτήρα). Σύμφωνα με την νεαρή κοπέλα, ο Σινεμάς της γειτονιάς χρεώνει παραπάνω το εισιτήριο για τις προβολές τριών διαστάσεων από ότι για τις κανονικές και το μόνο φιλμ που την ενδιαφέρει είναι το Αβατάρ (όπως χαρακτηριστικά είπε με την βλάχικη προφορά της).
«Τι άβαταρ μου τσαμπουνάς μωρη;» αποκρίθηκε ο πατέρας αστράφτωντας ένα δυνατό χαστούκι στην Ασπασία την ώρα που ο ουρανός επίσης άστραφτε. Η κοπέλα βγήκε τρέχοντας από το σπίτι κοπανώντας την πόρτα και λησμονώντας να πάρει το ομπρελίνο της. Η υπόλοιπη οικογένεια πλάγιασε αφού είδε τις ειδήσεις του star.
Σηκωμένος από την πολυθρόνα του ο Λεωνίδας κοιτάει από το παράθυρο ανήσυχος. Που να πήγε η δεύτερη κάλτσα από το ζευγάρι που κρέμασε το πρωί στο μπαλκόνι; Από τον κάτω όροφο ακούγονται χαχανητά. Είναι η υπηρέτρια που παίρνει τον αρραβωνιαστικό της… Η Ορελί επιλέγει να τον παίρνει μετά τις εννιά γιατί τις υπόλοιπες ώρες η κυρία της απαγορεύει τα τηλεφωνήματα.
Ξάφνου, το κουδούνι χτυπά ρυθμικά: «Ντλιν Ντλον». «Μα ποιός μπορεί να είναι;», αναρωτιέται ο σκύλος που αμέσως σηκώνεται να προϋπαντήσει τον απρόσμενο επισκέπτη. Τα βήματα της υπηρέτριας που τρέχει προς την πόρτα αλλά και οι χάντρες της ρόμπας της που σέρνονται στο καλογυαλισμένο παρκέ οξύνουν την αγωνία σας. Η πόρτα ανοίγει και από τον κάτω όροφο ακούγονται έντονες ομιλίες που διαδέχονται βήματα στη σκάλα. Χτυπώντας δυο φορές, η υπηρέτρια μπαίνει στο δωμάτιο του Λεωνίδα και τον ρωτά αν μπορεί να δεχθεί την αδερφή του. Ο Λεωνίδας δέχεται και η νεαρή μπαίνει υγρή και αναστατωμένη στο δωμάτιο:
«Τι συμβαίνει Ασπασία; Ξέρεις πόσο ανησύχησες εμένα, τους γονείς μας και το σκυλί μας;» φωνάζει φτύνοντας σάλια ο Λεωνίδας
«Σώπασε αδεφέ μου και σου έχω ευχαριστά μαντάτα» λέει η Σούλα. «Έρχομαι από το ιντερνέτ καφέ. Το blog σου ανέβηκε στο site της lifo!».
σχόλια